Ερρίκος Ίψεν
Βρικόλακες
σκηνοθ.: Στάθης Λιβαθινός
θέατρο: Της οδού Κυκλάδων
Μελετητές επιχειρούν ενάμιση αιώνα να παραλληλίσουν τους «Βρικόλακες» του Ιψεν με αρχαία ελληνική τραγωδία. Ο Ίψεν, πάλι, θεωρούσε το πλαίσιο της αστικής οικογένειας και κοινωνίας, απ’ όπου άντλησε θέματα και χαρακτήρες, αρκετά τραγικό για να χρειάζεται παραλληλισμούς με Οιδίποδες και οίκους των Ατρειδών. Προθάλαμο για την κόλαση το θεωρούσε. Και αυτό, όχι μόνο για τα ενδοοικογενειακά ανομήματα (βιασμοί, αιμομιξία, μυστικές εγκυμοσύνες, αφροδίσια νοσήματα, ευθανασία) και όλα τα «κρυμμένα σε κρύπτη πτώματα». Για τον ρομαντικό ατομιστή Ίψεν, κόλαση ήταν η ίδια η οικογένεια, η κοινωνία, η Εκκλησία (προτεσταντική), οι κυρίαρχες αντιλήψεις για ηθική, αλήθεια, ελευθερία και πάνω απ’ όλα η ατομική μας στάση απέναντί τους. (Διπρόσωπη ηθική, προκαταλήψεις, συλλογική, ιδίως όμως ατομική εθελοτυφλία.)
Ο Στάθης Λιβαθινός συγκέντρωσε μιαν εξαντλητικά δουλεμένη παράσταση γύρω από την αξιοθαύμαστα αυτονόητη αναγωγή όλων αυτών στο σήμερα. Σεβάστηκε, ωστόσο, μορφή, ατμόσφαιρες, περιεχόμενο. Είναι παράσταση – οφθαλμαπάτη, που μπορεί να μοιάζει παλαιό, καλοδουλεμένο θέατρο, αλλά διαθέτει υπόγεια, σύγχρονα πυρομαχικά. Οι Gengangere του πρωτότυπου, που σημαίνει «εκείνοι που επιστρέφουν, οι αβόλευτοι νεκροί», είναι παρόντες. Πρόσωπα και καταστάσεις που μας συμπεριλαμβάνουν τονίζουν το μεγαλύτερο ανόμημα, γενεσιουργό αίτιο όλων των βρικολάκων: την έλλειψη χαράς ζωής. Μου αποκαλύφθηκε για πρώτη φορά τόσο ζωντανά, διά στόματος Έλεν Αλβινγκ, ως «κλειδί» του έργου και του σημερινού μας ζόφου.
Ο γιος που επιστρέφει ύστερα από 20 έτη είναι ο Όσβαλντ Αλβινγκ, νεαρός καλλιτέχνης εκ Παρισίων. Εκεί τον είχε στείλει από παιδί η μητέρα του, ώστε με ηρωικά ψέματα να του κρύβει την αλήθεια για τις πατρικές ασωτίες. Μεταξύ αυτών και η ψυχοκόρη – υπηρέτρια Ρεγγίνα, που ο υπασπιστής Αλβινγκ απέκτησε με υπηρέτρια του σπιτιού. Η κ. Αλβινγκ κράτησε τη Ρεγγίνα κοντά της και της «αγόρασε» μάλιστα τον Ενγκστραντ, που αντί χρημάτων παντρεύτηκε τη μάνα της και αναγνώρισε το παιδί.
Λίγο πριν από τα εγκαίνια ενός ορφανοτροφείου στη μνήμη του αποθανόντος κι έχοντας αποτινάξει –διαβάζοντας προοδευτικά βιβλία– πολλές προκαταλήψεις περί ηθικής, ελευθερίας, καθήκοντος, ακούμε την Έλεν Αλβινγκ να εκστομίζει στον σοκαρισμένο έμπιστο και «καθοδηγητή της» πάστορα Μάντερς την αλήθεια για τη ζωή της με τον «αείμνηστο». Στη συνέχεια, αποκαλύψεις και γεγονότα τρέχουν με την ταχύτητα της φωτιάς (που καίει το ίδρυμα), του αναπόδραστου της ωχράς σπειροχαίτης (που πυρπολεί τον εγκέφαλο του Όσβαλντ), της υστερόβουλης και ύποπτης συνεργασίας Μάντερς – Ενγκστραντ, της φυγής – εκδίκησης της Ρεγγίνας. Στο τέλος περιμένει η επικείμενη ευθανασία, που ζητάει ο Όσβαλντ από τη μητέρα του «όταν θα έρθει η ώρα».
Πυκνές ατμόσφαιρες, εξαιρετικά δουλεμένοι, αφομοιωμένοι διάλογοι, ζηλευτά θεατρική μετάφραση (Γιώργος Δεπάστας), συμβολική διάταξη προσώπων, αντικειμένων, ήχων (Λάμπρος Πηγούνης), μουσικής (Μαρίνα Χρονοπούλου), φωτισμών (Αλέκος Αναστασίου). Τα σκηνικά και κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου έντυσαν επιβλητικά, κάποτε και αιφνιδιαστικά ανάλαφρα, χώρο, πρόσωπα, καταγωγές, ιδεολογίες.
Η Μπέτυ Αρβανίτη, υπέρκομψη με μαύρη φούστα – παντελόνι, τονισμένα δυνατή, ελευθερωμένη, με όψιμα κερδισμένη αυτοπεποίθηση, σπιρουνίζει με τέχνη την τραγικότητα της εξέλιξης. Ερμηνεύει λιτά, μετρημένα, σπαρακτικά στην επικίνδυνη στάση της pieta του τέλους.
Ο πάστορας του Νίκου Χατζόπουλου έχει την πονηριά και τον προτεσταντικό φαρισαϊσμό των πανίσχυρων Νορβηγών αδελφών του, τον 19ο αιώνα. Υπερβαίνει το κείμενο, δουλεύοντας με βλέμμα, σώμα (κίνηση Pauline Huguet), χειρονομίες, σιωπές, ρυθμούς, ταχύτητα ανταπόκρισης. Από τους πιο εύγλωττους Μάντερς που έχω δει.
Ο Όσβαλντ του Κώστα Βασαρδάνη, σε διαρκή ακαθισία, παίζει στο πιάνο το δράμα και τις διακυμάνσεις του (τι εξαιρετικός συγχρονισμός, σπουδή και μίμηση βιρτουόζου πιανίστα!), καλπάζει τους τελευταίους νεανικούς καλπασμούς του στο σαλόνι με θέα το κλειστό φιορδ. Ο ήλιος δεν προλαβαίνει το φως του. Μάνα – γιος με σπάνια, σκηνική επικοινωνία.
Η Ρεγγίνα (Μαρία Κίτσιου) σφύζει από ερωτισμό, νιάτα, λαιμαργία και αναίδεια στερημένης ζωής. Έκτακτη στο ξέσπασμά της. Η κάπως γραφική, γλοιώδης πονηριά του Ενγκστραντ (Γιώργος Κέντρος) δεν πρόδωσε την αρτιότητα της διανομής.
Παράσταση εξαίρετη, με «κρυφά φάρδητα», που θα έλεγε ο Κουν.
02.02.2014, Κολτσιδοπούλου Άννυ «Παράσταση με κρυφά φάρδητα», Καθημερινή
Για το link πατήστε εδώ