Παράσταση καλή, αλλά όχι σπουδαία

Η παράσταση του «Βασιλιά Ληρ» είναι ένα υπερμέγεθες θεατρικό γεγονός που σπάνια και αραιά εμφανίζεται στο θεατρικό μας βίο. Στα 160 χρόνια θεατρικής δημιουργίας, ο Έλληνας θεατής είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει από σκηνής το σαιξπηρικό έργο, μόνο οκτώ φορές στα ελληνικά (δύο φορές το έπαιξαν ξένοι θίασοι) σε αριθμό παραστάσεων που, όλες μαζί, δεν ξεπέρασαν τις τριακόσιες. Αριθμοί δυσανάλογοι προς το πνευματικό μέγεθος του μεγαλειώδους αυτού ποιητικού δραματουργήματος. Ο «Ληρ» είναι ένας ύμνος της λογικής και της ηθικής στάσης μέσα από ένα παραλήρημα τρέλας, ηθικών εκτροπών, δολοπλοκιών και προδοσίας. Η σύγχρονη ζωή βρίσκει το αντικαθρέφτισμά της στην απροφάσιστη παράβαση των ανθρώπινων αξιών, στην καταπάτηση των ηθικών κανόνων. Να πούμε πως το έργο είναι και μια κραυγαλέα αποκάλυψη υπαρξιακών αναγκών, συναισθηματικών απαιτήσεων, λαθών, εξαρτήσεων, μικροψυχίας και γενναιότητας, μέσα στο πλαίσιο ενός εφιαλτικού περιγράμματος. Ο λόγος που δεν ανεβαίνει συχνά αυτή η μαρτυρία της σκοτεινής πλευράς είναι ο επαχθής ρόλος του «Ληρ». Δεν προκύπτουν συχνά ηθοποιοί με την απαιτούμενη υποκριτική ρώμη που θα σηκώσουν το δυσβάστακτο όγκο. Ένας ή δύο από κάθε γενιά κι αυτό είναι σύμφωνο με τη συχνότητα που παρουσιάστηκε το έργο έως σήμερα.

Ο Κώστας Κοζάκος κατέχει αναμφισβήτητα τα εφόδια, όπως άλλωστε αποδείχθηκε, για το γιγαντιαίο εγχείρημα. Σκηνική επιβλητικότητα, υποκριτικός φθόγγος, θεατρική ηλικία, άθροισμα εμπειριών, πάθη, όλες οι μετρήσεις οδήγησαν στη σύνθεση του κατακρημνιζόμενου στα ερέβη «Βασιλιά Ληρ». Οι λεπτολογίες είναι περιττές και μεμψίμοιρες για ένα ρόλο τόσο εκτενή. Οι τρεις βασιλοκόρες Γκόνεριλ, Ρέγκαν και Κορντέλια συνεπέστατες επίσης, με εξαιρετικές στιγμές και οι τρεις. Η Κορντέλια της Λυδίας Φωτοπούλου στηρίχθηκε στις ευκολίες της ηθοποιού, ενώ η Μελίνα Μποτέλλη και η Φιλαρέτη Κομνηνού, για την πρώτη και τη δεύτερη θυγατέρα αντίστοιχα, φάνηκε πως δούλεψαν για το πλάσιμό τους. Ο Γιώργος Κέντρος με εντυπώσιασε με τη διαφοροποίηση της υποκριτικής του μανιέρας, που στο ρόλο του Γκλόστερ εμφάνισε καινούργιες δυνατότητες. Ο Έντγκαρ τού Κωνσταντίνου Κωνσταντόπουλου έντονος στους πρέποντες βαθμούς, ενώ, αντίθετα, ο Έντμοντ τού άπειρου Κωνσταντίνου Καζάκου κάπως άπραγος. Ο Κοσμάς Ζαχάρωφ, ένας Κεντ στέρεος και πειστικός. Ο Δούκας της Κορνουάλης του Στάθη Λιβαθηνού είχε τη βεβαιότητα που έλειπε απ’ το Δούκα του Όλμπανι του Γιάννη Νταλιάνη. Ο Σπύρος Κουβαρδάς (Όσβαλντ) και όλοι οι άλλοι ηθοποιοί της πλούσιας διανομής καλοί και κάλλιστοι.

Ανορθογραφία που «βγάζει μάτι» ήταν η περίπτωση του Πέτρου Φιλιππίδη, που του ανατέθηκε ο ιδιαίτερος και καίριος ρόλος του Τρελού. Η σαχλοποίηση ήταν απόλυτη. Η ευθύνη δεν πρέπει να αποδοθεί στην τηλεοπτική διαφθορά του ηθοποιού. Κατά την άποψή μου υπεύθυνη είναι η ενδοτικότητα της σκηνοθεσίας απέναντι στις αδόκιμες πρωτοβουλίες του ερμηνευτή. Αυτό ωστόσο ήταν το μόνο σκηνοθετικό ολίσθημα, αρκετό όμως για να μειώσει αρκετά το κύρος της παράστασης. Ο Λεωνίδας Τριβιζάς κατά τα άλλα είδε το έργο σωστά και η έμπειρη ματιά του και η σκηνοθετική του ευρηματικότητα φάνηκαν σε πολλά σημεία. Συνοπτικά είδαμε μια καλή και ενδιαφέρουσα παράσταση, όχι όμως σπουδαία. Η μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ προσεδάφιζε το σαιξπηρικό μεγαλούργημα, ενώ αντίθετα τα σκηνικά και κυρίως τα κοστούμια του Νίκου Πετρόπουλου εξασφάλιζαν ατμόσφαιρα μεγαλειώδους.

14.08.1996, Γεωργίου Ανδριανός «Παράσταση καλή, αλλά όχι σπουδαία», Ραδιοτηλεόραση.

 

Για το link πατήστε εδώ