Για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη δεν χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις. Είναι αναμφίβολο ο πρώτος κοινωνικός πεζογράφος μας, πέρα από όποιες ευκαιριακές “ταμπέλες” που του “φορούν” οι εκάστοτε “ειδικοί”. Και ο πιο συγκλονιστικός ρεαλιστής – ονειρικός τοπιογράφος της θηλυκής ψυχής, που ανεβάζει την ταπεινωμένη, παραγκωνισμένη γυναίκα, ιδιαίτερα του τόπου μας, στα αληθινά, δυσθεώρητα ύψη της.
Είναι ένα πολύ κρίσιμο θέμα, σήμερα μάλιστα που βλέπουμε να αναβιώνει δραματικά ο πόλεμος κατά της γυναίκας, σε μεγάλες περιοχές του πλανήτη.
Χρειάζεται μια αληθινή επανάσταση στον τρόπο σκέψης, ώστε να μπορέσουμε να δούμε τον Παπαδιαμάντη όπως πράγματι είναι: όχι ως “φύλακα” μιας δοσμένης, ακίνητης, αναλλοίωτης “παράδοσης”, και μοναδικό κλειδοκράτορα ενός “άδειου κάστρου” -η έκφραση δική του. Ούτε ως απλό “ηθογράφο” της πόλης και της υπαίθρου, μια έννοια τραγικά παρεξηγημένη στα ελληνικά φιλολογικά “σαλόνια”. Όχι μέσα από τις διόπτρες της εφαρμοσμένης θύραθεν, ψυχανάλυσης, ούτε μέσα από τη μονομέρεια ενός “γυναικείου” κινήματος, που κατέληξε να γίνει ένας ακόμη “…ισμός”, ανάμεσα σε τόσους άλλους. Ούτε σαν έναν “κοινωνικό ριζοσπάστη – αναμορφωτή”, που αστόχησε να δει την ‘αλήθεια’.
Ο Παπαδιαμάντης είναι εν τέλει όλα όσα έχουμε: Η πληρέστερη έκφραση του νεοελληνικού προσώπου μας και η “αλήθεια” μας, που κάποτε δεν αντέχουμε να αντικρύσουμε κατάματα. Στο έργο του περικλείει τα πάντα: το λυρισμό της ποίησης, το έπος της πεζογραφίας, την οξύτητα της εικαστικής ματιάς, ακόμη και το θέατρο (…”νέος εδοκίμασα να συντάξω κωμωδίας…”) που δεν έγραψε.
Δεν το έγραψε όμως; Και αν μένει άγραφο, πού άραγε να κοιμάται ως τέτοιο; Στην “κόψη” της γραφής του, θα τολμούσα σήμερα να πω, που είναι τόσο θεατρική, με τους ζωντανούς διαλόγους της, ώστε να “μεταπηδά” φυσικά και αβίαστα ως “έργο” στη σκηνή και να έχουμε έτσι, τα τελευταία δύο ή τρία χρόνια, μια έκρηξη αληθινή “παπαδιαμαντικών” παραστάσεων.
Σημειώνω με την ευκαιρία και μια άκρως ενδιαφέρουσα έκθεση εικαστικών γνωστών ζωγράφων, εμπνευσμένων από αφηγήματα του Παπαδιαμάντη, που παρουσιάζεται αυτές τις ημέρες στο Πολιτιστικό Κέντρο “Μελίνα Μερκούρη” στο Θησείο, μια πρωτοβουλία του Πολιτιστικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων.
Η “Φόνισσα”, το κορυφαίο παπαδιαμαντικό έργο, έχει ξανανέβει πριν από δώδεκα περίπου χρόνια στη σκηνή, σε σκηνοθεσία του Σωτήρη Χατζάκη, με τη σπουδαία Λυδία Κονιόρδου στον κεντρικό ρόλο. Είχα μάλιστα την τιμή να παρακολουθήσω αυτήν την παράσταση στην Αβάνα της Κούβας, στο πλαίσιο ενός δεκαπενθήμερου εκδηλώσεων “Ελληνικού Πολιτισμού” που είχε οργανώσει τότε η ελληνική πρεσβεία σε συνεργασία με το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών. Παράσταση που αγκαλιάστηκε από το κοινό και σημείωσε αληθινό θρίαμβο -ακόμη μια απόδειξη της διατοπικής και διαχρονικής εμβέλειας του μεγάλου αυτού έργου.
Είχα επισημάνει τότε στην κριτική μου, της “Αυγής”, αλλά και σε μια συνέντευξή μου στο κρατικό ραδιόφωνο της Αβάνας, πέρα από την επικαιρότητα του κειμένου, το γεγονός ότι η σκηνοθεσία του Χατζάκη ενδιαφερόταν κυρίως ώστε να δώσει μία εμπεριστατωμένη “σπουδή” στο μοιρολόι και στις ελληνικές λαϊκές πενθητήριες τελετές, βασισμένη στο έργο του Παπαδιαμάντη.
Στη φετινή παράσταση της “Φόνισσας” με τη θεατρική Εταιρεία “Πράξη” στο “Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας” σε γεωμετρημένη διασκευή του ποιητή Στρατή Πασχάλη και σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού, το πράγμα σαφώς διαφέρει. Τόσο η θεατρική διασκευή όσο και η σκηνοθεσία στοχεύουν κατ’ ευθείαν στην καρδιά, στον σκοτεινό πυρήνα του έργου που βλέπουν, σωστά, ως μια αρχαϊκή και σύγχρονη μαζί, κοινωνική και υπαρξιακή τραγωδία. Για να την αποδώσουν ως τέτοια, σε αλλεπάλληλα ζεύγη “συναμφότερων” με όλα τα χώματα – χρώματα και με όλες τις κρημνώδεις μεταπτώσεις του φυσικού και ψυχικού τοπίου της: από την αθωότητα ως την ενοχή, από τη ζωή ως τον θάνατο, από το έγκλημα ως την τιμωρία και από την ενοχή ως τη λύτρωση: με τον έλεο και με τον φόβο.
Μέγα προσόν της παράστασης είναι ότι δεν επιχειρεί να παραστήσει αυτό που δεν παριστάνεται. Περιορίζεται μόνο να το δείξει: με έναν άτυπο “χορό” τραγωδίας τοποθετημένο στρατηγικά πλάγια, λοξά σε μια ατμόσφαιρα γήινη – ονειρική, να ψάλλει σε “μινόρε”. Φορώντας τα απλά καθημερινά του ενδύματα – αισθήματα, αντιστικτικά σε μια γλώσσα παπαδιαμαντική και “ιερατική”, απαντώντας με “όνειρο ημερόφαντο” στη νύκτια λογική των “τεράτων”: “σαν να είχαν ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί του κόσμου!”. Που είναι ένας κοντινός, διπλανός, δικός μας κόσμος είναι εν τέλει, με όλους τους σπαραγμούς του, ο κόσμος μας.
Η Μπέττυ Αρβανίτη ως “Φόνισσα”, χωρίς τίποτα περιττό, δίνει βορά στον τρομερό ρόλο τον εαυτό της. Η Λίλυ Μελεμέ αριστεύει δίπλα της και η Λουκία Μιχαλοπούλου με το αρχαϊκό αινιγματικό της μειδίαμα είναι από μόνη της ένας “κόσμος”. Ο Παναγιώτης Παναγόπουλος “μιλά” με το σώμα, η Τζίνη Παπαδοπούλου είναι ολόκληρη μέσα στην κίνησή της και ο Χάρης Χαραλάμπους έχει τη σκληράδα και τη σκοτεινή λάμψη ενός ορυκτού. Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου “μιλάνε”, η μουσική του Τηλέμαχου Μούσα είναι καίρια, οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου υπαινίσσονται.
11.12.2011, Πολενάκης Λέανδρος «Παπαδιαμαντικά», Αυγή