Παντρολογήματα του Γκόγκολ στο Θέατρο Πορεία

Ο Νικολάι Βασίλιεβιτς Γκόγκολ μπορεί να έζησε όπως ο ίδιος έχει πει «μια ζωή χωρίς συμβάντα», άφησε όμως μία σημαντική παρακαταθήκη στην παγκόσμια δραματουργία, κι ας έγραψε μόλις τρία θεατρικά έργα. Παρακινημένος από το όραμα της δημιουργίας και της προσφοράς στην πατρίδα του, πάλεψε σε όλη του ζωή για την κατάκτηση ανωτέρων πνευματικών επιτευγμάτων. «Αν το πρόβλημα είναι η φάτσα μας, δεν μας φταίει ο καθρέπτης» έλεγε αποκαλύπτοντας την πραγματική εικόνα της ρωσικής κοινωνίας στα έργα του. Λόγω της τόλμης του αυτής να παρουσιάζει απροκάλυπτα τη σαπίλα και τη διαφθορά της άρχουσας τάξης υπέστη έναν μεγάλο διωγμό που τον οδήγησε στη φυγή από τη Ρωσία αλλά ουσιαστικά στον κλονισμό της υγείας του και στον θάνατο.

Τα Παντρολογήματα (1842), αν και δεν γνώρισαν την επιτυχία του Επιθεωρητή, ανοίξανε το δρόμο για την ανάπτυξη της ηθογραφίας στη Ρωσία. Της καταγραφής του ήθους ζωής. Ο Γκόγκολ απλοποιεί την πλοκή δίνοντας έμφαση στην προβολή των ανθρώπινων χαρακτήρων και διαγράφοντάς τους με μοναδική ενέργεια. Η πραγματικότητα των ανθρώπων και των κοινωνικών δομών μέσα στις οποίες οι ήρωες δρουν αποτυπώνονται στο έργο όχι με σκοπό την γελοιοποίηση μα τον καυτηριασμό, την αιχμηρή κριτική και την αντιμετώπισή τους. Ο δεύτερος τίτλος του έργου «Όλως απίθανον συμβάν» έρχεται να «δικαιολογήσει» πιθανές υπερβολές όπως η τέλεση του γάμου το ίδιο κιόλας απόγευμα.

Ο Στάθης Λιβαθινός πήρε το κείμενο και έσκυψε επάνω του με υπομονή και ενδιαφέρον, όπως κάνει πάντοτε στις σκηνοθεσίες του. Η ακριβής, επιμελής και επίπονη εργασία του, που στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην προσωπική και αυτοσχεδιαστική εργασία των ηθοποιών υπό την άγρυπνη παρακολούθησή του, του επέτρεψε την εμβάθυνση στα πρόσωπα του έργου και στην απόδοση του πνεύματος του συγγραφέα. Ο Πατκαλιόσιν και η Αγάθια δεν είναι καρικατούρες, παρόλο που ορισμένα τους χαρακτηριστικά μεγεθύνονται. Είναι άνθρωποι συνηθισμένοι. Ο Πατκαλιόσιν είναι το τυπικό παράδειγμα του δημοσίου υπαλλήλου που ξαπλωμένος στον καναπέ του καπνίζει την πίπα του και τεμπελιάζει. Όσο για την Αγάθια δεν είναι μια ανόητη κοπελίτσα που περιμένει τον πρίγκιπα. Είναι μια κοπέλα που πιστή στα πρότυπα τόσων αιώνων προσπαθεί να κάνει έναν «επιτυχημένο» και «ευτυχισμένο» γάμο. Μόνο που αυτή είναι πιο τολμηρή και πιο αποφασισμένη σε σχέση με τον Πατκαλιόσιν. Το πέρασμα σε μία νέα εποχή σκέψης και τάξη πραγμάτων εκφράζεται μέσω της θείας Αρίνα που προσπαθεί να πείσει την Αγάθια να επιλέξει κάποιον έμπορο που θα μπορεί να της εξασφαλίσει μία άνετη και πλούσια ζωή. Η Φιόκλα, η προξενήτρα, είναι αναγκαίο λειτουργικό μέλος της κοινωνίας, που δίχως την παρουσία της δεν μπορεί να τελεστεί κανένας γάμος «καθώς πρέπει».

Η διδασκαλία του Στάθη Λιβαθινού επέτρεψε στους ηθοποιούς να σμιλεύσουν τους χαρακτήρες που κλήθηκαν να ερμηνεύσουν. Ο Δημήτρης Τάρλοου, Πατκαλιόσιν, έγινε η κωμικοτραγική φιγούρα ενός δυστυχή ανθρώπου κρυμμένου πίσω από τη μάσκα που του παρέχει το κρατικό σύστημα και που στέκει έντρομος μπροστά στη μεγάλη επανάσταση του βίου του. Ενός ανθρώπου που παλεύει ανάμεσα σε αυτό που είναι και σε αυτό που θα ήθελε να είναι. Η Ταμίλα Κουλίεβα, Αγάθια, μία ρομαντική, τρυφερή, παγιδευμένη ύπαρξη που αναζητά την ευτυχία, αντιστοίχως του Πατκαλιόσιν. Δύο ψυχές που τραυλίζουν, έχοντας ανάμεσά τους τις τελετές που έχει καθιερώσει η κοινωνία υποκαθιστώντας την ειλικρίνεια και τον έρωτα με την μικροαστική υποκρισία.

Η ερμηνεία του Αιμίλιου Χειλάκη επισκίασε τους υπολοίπους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εκείνοι υστέρησαν. Η επιβλητική παρουσία του, η στεντόρεια φωνή του, η ενεργητικότητα και η εξαιρετική του κίνηση έπλασαν έναν απολαυστικό Κατσκαρίοφ, που προσπαθεί να «εκδικηθεί» τον φίλο του βάζοντάς τον στην ίδια μοίρα με τη δική του, δηλαδή τη μοίρα του παντρεμένου. Η Φιόκλα της Ελένης Γερασιμίδου είναι η τυπική προξενήτρα. Η Μπέτυ Νικολέση, Αρίνα, και η Αλεξάνδρα Ντεληθέου, Ντουνιάσκα, έδωσαν μεστές και ολοκληρωμένες ερμηνείες. Ο Άρτο Απαρτιάν είναι ένας ηθοποιός με ιδιαίτερο ταλέντο. Έπλασε έναν αποφασιστικό, στιβαρό Στραπατσάδα. Εξίσου καλοί ο Μπάμπης Γιωτόπουλος ως Ζεβάκιν και ο Ανδρέας Νάτσιος στο ρόλο του λεπτεπίλεπτου Ανούσκιν. Μόνο ο Στεπάν του Γιώργου Μακρή στέκεται αδύναμος, μην έχοντας βρει τον προσωπικό του ρυθμό στην παράσταση.

Ο Στάθης Λιβαθινός παρενέβαλε επιτυχημένα στο κείμενο τραγούδια σε στίχους του Στρατή Πασχάλη μετατρέποντας το έργο σε ένα είδος οπερέτας. Σ’ αυτό συνέβαλε, εκτός από τους λυρικούς στίχους του Πασχάλη, η μουσική του Νίκου Πλάτανου, που αγκάλιασε νοητά τους ήρωες υπογραμμίζοντας τον ψυχισμό τους.

Στο ίδιο ρομαντικό και ελαφρώς μελαγχολικό πλαίσιο κινήθηκαν τόσο το σκηνικό του Αντώνη Δαγκλίδη όσο και οι ενδυματολογικές επιλογές της Κλαιρ Μπρέισγουελ.

Μουντράκη Ειρήνη «Παντρολογήματα του Γκόγκολ στο Θέατρο Πορεία», ΑΝΤΙ