Παιγνιώδης αλληγορία

«Τίμων ο Αθηναίος» των Σαίξπηρ και Μίντλτον, Εθνικό Θέατρο, Θέατρο REX – Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη»

Ο Τίμων ο Αθηναίος είναι ένα ακραίο δράμα το οποίο συνδυάζει τολμηρά το σατιρικό με το υπερ-δραματικό στοιχείο, και εκτείνεται υφολογικά έως την κτηνώδη οργή ενός ανθρώπου που σχεδόν εξαναγκάζεται στη μισανθρωπία. Η δομή της υπόθεσης με την τυπικά σαιξπηρική μεταφορά της δράσης από την κοινωνική ζωή της αριστοκρατικής ελίτ στην άγρια ερημία της φύσης εμπλουτίζεται από το σκληρό χιούμορ κι ένα είδος κοινωνικής κριτικής που έρχεται κατευθείαν από τις «αστικές» κωμωδίες του Μίντλτον. Αυτή ακριβώς η μείξη των ειδών, όπως και η εναλλαγή των τόνων και των υφών, είναι που καθιστούν το έργο τυπικό δείγμα πρώιμου σύγχρονου δράματος.

Ο Τίμων, αριστοκράτης άρχων στην πόλη των Αθηνών, ζει αμέριμνα τη ζωή του προσφέροντας δώρα και απολαύσεις στους πιστούς και αγαπημένους φίλους του, οι οποίοι ωφελούνται υστερόβουλα από τη συντροφιά και την αφελή γενναιοδωρία του. Όταν ο Τίμων «χρεοκοπεί» οικονομικά (αλλά όχι ηθικά), ζητά τη βοήθεια των ευεργετημένων, πιστεύοντας στην τιμιότητα και την ευγνωμοσύνη τους ως ανθρώπων. Εκείνοι όμως τον αφήνουν «ξεκρέμαστο».

Αν και ο Τίμων συνδυάζει διάφορα δραματουργικά είδη (και σίγουρα δεν είναι τραγωδία), κάπου πίσω από το έργο κρύβονται οι Ηθικές Αλληγορίες του Μεσαίωνα. Αυτή η λανθάνουσα «διδακτικότητα» του έργου το κάνει εξόχως επίκαιρο, προσβάλλοντας υπονομευτικά την ίδια την οντολογία των οικονομιστικών κοινωνιών, οι οποίες και βασίζονται στα εξωφρενικά χρέη και την εξίσου εξωφρενική «γενναιοδωρία» των δανειστών. Κι έτσι το έργο μετατρέπεται εύκολα σε ένα δηκτικό σχόλιο για κάθε έννοια δανειοδοτικής πίστης και πιστοληπτικής εμπιστοσύνης.

Ο Στάθης Λιβαθινός αντιλήφθηκε την υπόγεια κριτική οντολογία του έργου και την μετέπλασε σκηνικά σε μια ποιητική αλληγορία, ποντάροντας στην παιγνιώδη δύναμη και το θάμβος της σκηνοθεσίας ως τέχνης. Περισσότερο απ’ όλα όμως, η σκηνοθεσία έκανε μια εκκωφαντική πολιτική δήλωση και μάλιστα μέσα σ’ ένα εθνικό θέατρο, η πλατεία του οποίου ξεθεμελιώθηκε για να υποδεχτεί τις νέες «ανθρώπινες» δομές της Κρίσης. Τυλιγμένος έτσι σ’ ένα σλίπινγκ-μπαγκ, ο Τίμων του Λιβαθινού παρουσιάστηκε στο φινάλε σαν ξεκρέμαστος από τα χρέη άστεγος, σαν εθνικό θύμα των γενναιόδωρων αγορών και κάτι σαν πλάνης Έλλην την εποχή της Κρίσης. Στο ίδιο «παραβολικό» κλίμα, η παράσταση απέφυγε να υπερτονίσει το κλισέ της μισανθρωπίας, μεταθέτοντάς το σε δύο αντίθετους τόνους (την υπερ-συναισθηματική συντριβή του ανθρώπου που πάσχει άδικα, και τη σκληρή κωμικότητα του παραλογισμένου από την αδικία).

Η τοπιογραφία του Χρέους

Η σκηνογραφία της Ελένης Μανωλοπούλου λειτούργησε καθοριστικά ως ολικό εικαστικό σύμβολο. Ο καταρράκτης σε σχήμα Ταυ στο βάθος της σκηνής και οι άδειες σιδερένιες κρεμάστρες που επικρέμονταν πάνω από τη σκηνή, παρέπεμπαν αφενός στη διπολικότητα του ίδιου του Τίμωνα κι αφετέρου στον κίνδυνο μιας επικείμενης υπαρξιακής μοναξιάς και αποκτήνωσης. Οι εκμοντερνιστικές πινελιές με τα τηλέφωνα και τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές δεν ήθελαν μόνον να τονίσουν την «επικαιρότητα» του έργου, αλλά σε συνδυασμό με τα, σχεδόν, ιστορικώς ακριβή κοστούμια απεικόνιζαν τον οικουμενικό χαρακτήρα των βιοπολιτικών του χρέους.

O Βασίλης Ανδρέου έχτισε έναν ευλαβή αυτο-θρήνο για την υπαρξιακή μοναξιά του Τίμωνα με μια σχεδόν τερατώδη ανυστεροβουλία για τον γενναιόδωρο ήρωα στο πρώτο μέρος και μια παρανοϊκή κωμικότητα ανθρώπινης ήττας στο δεύτερο. Ανέδιδε πραγματικά την παιγνιώδη ισορροπία σχοινοβάτη που θρηνούσε μόνος του για τη Σταύρωσή του και δεν ήταν καθόλου τυχαίο που ακούστηκε ένας Stabat Mater, ύμνος μνημονευτικός του ψυχικού πόνου της Παναγίας.

Μοχλός της παράστασης στάθηκε η Μαρία Σαββίδου με τη σκηνική ψυχραιμία, τον απόλυτο αυτοέλεγχο, και τη χειρουργικά υπολογισμένη ψυχολογική της ακρίβεια. Παίζοντας τον Κλάβδιο, επιστάτη του Τίμωνα, σαν ανυστερόβουλη Μητέρα, ενσάρκωσε το παράδοξο αυτού του ηθοποιού που το αίμα του κοχλάζει, αλλά το δάκρυ του πρέπει να κατεβαίνει ψυχρά από τον εγκέφαλο.

Χωρίς αμφιβολία, το καστ ήταν εξαιρετικό στο σύνολό του. Ο Ι. Καλετσάνος έλαμψε με την ειρωνική κωμικότητα του ως υστερόβουλος και ανευγνώμων Λούκιος, το ίδιο και ο Ν. Καρδώνης με μια άψογη υποκριτική ευελιξία (και φθονερή σοφιστεία ως Σαμπρόνιος). Εξαιρετικά ψύχραιμος και υποκριτικά γειωμένος ως Λούκουλλος ο Γ. Δάμπασης, και εξόχως ευαίσθητοι και αποτελεσματικοί σε ρόλους πιστών υπηρετών του Τίμωνα και ερωτύλου νέου ο Μ. Στεφανάκης και ο Σ. Κόικας. Φιλοσοφικότατος και υποκριτικά εύστοχος ο Απήμαντος του Δ. Παπανικολάου.

Προσεκτικά κωμικές και «ηδονικότατες» παρουσιάστηκαν η Α. Ανανιάδου και η Α. Φρυδά στους σχεδόν ανύπαρκτους και βαθιά μισογυνιστικούς γυναικείους ρόλους του έργου.

Ο άγρια φλεγόμενος Αλκιβιάδης του Χρήστου Σουγάρη λειτούργησε ως επιστέγασμα της όποιας δικαίωσης του Τίμωνα με την ευφράδεια και την ανθρώπινη δυναμικότητά του.

Το δεσπόζον κατανυκτικό κλίμα της παράστασης ως θρηνωδίας για τον Μάρτυρα Τίμωνα καθόρισαν η μουσική επιμέλεια του Λ. Φαληρέα και η μουσική διδασκαλία της Μ. Παιονίδου (χορωδιακά μέρη πλαισίωναν τη δράση εν είδει σχολιαστικών χορικών εκκλησιαστικού τύπου). Τα κινησιογραφικά πλάνα της Μ. Σμαγιέβιτς συνέβαλαν καθοριστικά στο να μη μένουν άδειες οι διαστάσεις της σκηνής, σχεδιάζοντάς τις με ζωντανά ταμπλό και «δραματουργικά» σώματα σε κίνηση (μέσα στους Γουιλσονικής μαγείας φωτισμούς του Α. Αναστασίου). Σημαντική συμβολή αποτέλεσε η εξαιρετικά σύγχρονη μετάφραση του, σαιξπηριστή πλέον, Ν. Χατζόπουλου (πολύ κομψός και ο τόμος από τις Εκδόσεις Σοκόλη).

Το ουσιαστικό, τέλος, για την παράσταση ήταν ότι δικαιώθηκε από αυτούς τους τόσο σημαντικούς ηθοποιούς που ασκητικά αντιστέκονται στις Σειρήνες της τηλεόρασης, της ευκολίας και του ναρκισσισμού, κάνοντας οικονομία στο Εγώ τους και την τέχνη τους. Δύσκολος δρόμος ομολογουμένως, αλλά ευκάματος ο κάματος.

08.10.2018, Σαμπατακάκης Γιώργος «Παιγνιώδης αλληγορία», Athens Voice

 

Για το link πατήστε εδώ