Κατεβαίνεις μια αρκετά κάθετη σκάλα. Σε ημίφως. Η κατάληξη είναι ένας μικρός χώρος με κολώνες. Όλα βαμμένα μαύρα. Είναι η Β’ Σκηνή του θεάτρου της οδού Κεφαλληνίας. Άρχισε τώρα να λειτουργεί, ακριβώς δίπλα στη κυρίως σκηνή.
Εκεί παίζεται το «Πεθαίνω σα χώρα». Ένα κείμενο που ποτέ δεν γράφτηκε για το θέατρο-ούτε τώρα άλλωστε διασκευάστηκε για να γίνει πράγματι θεατρικό έργο. «Παίζεται» όμως από ηθοποιούς, με φωτισμούς, με μουσική και ήχους, μέσα σ’ ένα «σκηνικό χώρο».
Το «Πεθαίνω σα χώρα» είναι ένα καθαρά πεζογραφικό έργο. Ανήκει και μένει στο τυπωμένο βιβλίο. Απέναντι του έχει το μοναχικό αναγνώστη- όχι το μεγάλο ή το μικρό πλήθος των θεατών.
Στο βιβλίο μπορείς να σταματήσεις το διάβασμα. Να ξαναδιαβάσεις μία φράση, να γυρίσεις πίσω μερικές σελίδες, να επιβεβαιώσεις κάτι και να συνεχίσεις το διάβασμα στο ίδιο ή σε διαφορετικό ρυθμό από κείνον που είχες πριν σταματήσεις. Όχι στο θέατρο.
Στο θέατρο δεν έχεις τέτοιες ευκαιρίες, τέτοιες ανέσεις, τέτοιες «πολυτέλειες». Στο θέατρο θα πάρεις αυτό που θα σου δώσουν, με τον τρόπο που θα σου δώσουν. Εσύ δεν μπορείς να κάνεις επιλογές, ούτε αλλαγές ούτε επεμβάσεις. Το παιχνίδι παίζεται από τη μια μεριά. Το περίεργο-και το μοναδικό- στο θέατρο είναι ότι το παιχνίδι δεν παίζεται αν δεν υπάρχει η άλλη πλευρά.
Το «Πεθαίνω σα χώρα» δεν είναι θέατρο. Εξακολουθεί όμως να είναι καλός και δυνατός λόγος, που γράφτηκε κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες από έναν αγανακτισμένο και απελπισμένο Έλληνα.
Ήταν τότε, το καλοκαίρι του 1974, που η χούντα, ύστερα από επτά χρόνια γελοιοποίησης της χώρας, σκηνοθέτησε το μεγαλύτερο φιάσκο της ιστορίας της: την επιστράτευση των φαντάρων με τις σαγιονάρες!
Ο συγγραφέας , ο Δημήτρης Δημητριάδης, ήταν έναν από τους φαντάρους της απερίγραπτης επιστράτευσης. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1978, συνειδητοποιεί ότι εκείνη η κατάσταση, που έζησε δύο μήνες τότε, εξακολουθεί να υπάρχει –με άλλα σχήματα –και στη χώρα του αλλά και μέσα του. Και γράφει το επιθετικό και αγανακτισμένο πεζογράφημά του.
Είναι πολύ πιθανό και σήμερα -24 χρόνια αργότερα- να αισθάνεται την ίδια αγανάκτηση, βλέποντας ότι και αυτός και όλοι μας έχουμε ταυτιστεί με τη χώρα μας και ότι πεθαίνουμε και μείς μαζί της. Όπως τότε – και ίσως γι’ αυτό να ήθελε να ακουστεί και πάλι η φωνή του- πιο δυνατά αυτή τη φορά-μέσα από τη φωνή του θεάτρου.
Για την ακρίβεια, μέσα από τη φωνή τριών ηθοποιών. Σ’ αυτούς μοιράστηκε το κείμενο – με λογική και συνέπεια περισσότερο για να ακουστεί παρά να υπάρξει σαν θεατρικό έργο αυτόνομο με τη δική του αισθητική και τους δικούς του κανόνες.
Και εάν αφήνει – στους πιο κυνικούς από τους θεατές του – κάποια αίσθηση ρητορείας και διδακτισμού, τους άλλους θεατές, τους πιο κουρασμένους, τους πιο απελπισμένους, τους πιάνει από το λαιμό και τους μουδιάζει το σώμα.
Γιατί η μνήμη είναι κοινή – ακόμα και στις νεότερες γενιές έχει περάσει αταβιστικά αυτή η μνήμη – γιατί η σημερινή πραγματικότητα είναι ζησμένη και απτή, γιατί η διαμαρτυρία του τότε ισχύει ατόφια και σήμερα. Το «Πεθαίνω σα χώρα» είναι μια φωνή για όλους. Και σωστά αποφασίστηκε να ακουστεί και τώρα.
Εκεί, στο σκοτεινό υπόγειο της οδού Κεφαλληνίας έχεις την αίσθηση ότι ανοίγει πάλι, ακόμα μια φορά, ο αρχαίος κύκλος της αντίστασης. Όπου, «συν δύο, συν τρείς», μαζεύονται όσο θέλουν ακόμα να φωνάξουν και όσοι θέλουν ν’ ακούσουν τη φωνή τους μέσα από τα στόματα των άλλων.
Το έργο, για δύο αντρικές φωνές και μία γυναικεία, παίζεται, πολύ καλά, σκηνοθετημένο με προσοχή και ευαισθησία από τον Στάθη Λιβαθινό. Ο σκηνοθέτης – υπεύθυνος και για τη διασκευή – προσαρμογή του κειμένου – δούλεψε μουσικά τις φωνές και τις κινήσεις των ηθοποιών του. Πρόσεξε τις λέξεις – τις ήθελε να ακουστούν καθαρά, χωρίς μουντζούρες – πρόσεξε που έπρεπε να «πατούν» οι λέξεις για να έχουν σημασία, ουσία και δύναμη.
Και ο Βασίλης Λάγγος και ο Γιάννης Νταλιάνης ήταν παρόντες, ευαίσθητοι, σημερινοί – και την ίδια στιγμή μακρινοί και άλλων εποχών. Αλλά η έκπληξη της παράστασης είναι η Άννα Μάσχα. Ήρθε ξαφνικά έτοιμη, πλήρης, γεμάτη αποχρώσεις, σαν να δούλευε χρόνια, μυστικά, μαστοράκι και τώρα έμαθε την τέχνη και παρουσιάζει με ταπεινότητα το πρώτο της «έργο».
Σίγουρα αξίζει να βρεθείτε στην απάνθρωπη, υπερπολυάνθρωπη Κυψέλη, για να κερδίσετε τη συγκίνηση του διπλανού σας και να ξανακούσετε, κοντά σας, τη φωνή του που νομίζατε χαμένη.
18.03.1995, Χρηστίδης Μηνάς «Όταν ξανακούς τη χαμένη σου φωνή», Ελευθεροτυπία