«Οικόπεδα με Θέα»: Θάνατος στο Ελντοράντο

Ένα από τα καλύτερα έργα του Ντέιβιντ Μάμετ, αν όχι το καλύτερο, το «Οικόπεδα με θέα» («Glengarry Glen Ross», 1982), παρουσιάζεται για πρώτη φορά στη χώρα μας στο θέατρο «Πορεία». Όσοι έχουν δει την κινηματογραφική μεταφορά του (1992), σε σκηνοθεσία Τζέιμς Φόλεϊ και σενάριο του ίδιου του Μάμετ, θα θυμούνται τις πολύ καλές ερμηνείες του Τζακ Λέμον (βραβείο καλύτερης ανδρικής ερμηνείας στο Φεστιβάλ του Βερολίνου, 1992), του Αλ Πατσίνο (υποψήφιου για Όσκαρ την ίδια χρονιά), του Εντ Χάρις, του Κέβιν Σπέισι και πιθανώς θα έχουν την περιέργεια να δουν τις αντίστοιχες ερμηνείες από Έλληνες ηθοποιούς. Οι υπόλοιποι καλά θα κάνουν να δουν την παράσταση που σκηνοθέτησε ο Στάθης Λιβαθηνός, οπωσδήποτε για να γνωρίσουν μια από τις εξαιρετικές στιγμές του αμερικανικού θεάτρου αλλά και για να απολαύσουν τις ερμηνευτικές επιδόσεις του Δημήτρη Καταλειφού, του Γιώργου Κέντρου, του Αλέξανδρου Μυλωνά, του Δημήτρη Τάρλοου, του Άρτο Απαρτιάν, του Γιώργου Μακρή και του Ανδρέα Νάτσιου.

Τέσσερις πωλητές σε κτηματομεσιτικό γραφείο πρέπει να ξεπεράσουν ο ένας τον άλλον σε πωλήσεις. Ο πρώτος θα κερδίσει μία Κάντιλακ, ο δεύτερος ένα σετ μαχαίρια και οι δύο τελευταίοι θα απολυθούν. Ο ανταγωνισμός είναι αμείλικτος, οι άνδρες δεν νιώθουν καλά, οι σχέσεις μεταξύ τους είναι τεταμένες. Αυτή είναι η απλή ιδέα, βασισμένη μάλιστα σε νεανική εμπειρία του συγγραφέα, στην οποία στηρίζει ο Μάμετ το δίπρακτο έργο του. Πώς, δηλαδή, ο ανταγωνισμός του κεφαλαιοκρατικού συστήματος προκαλεί την ψυχική και ηθική εξόντωση των ανθρώπων.

Ακόμη και σ’ αυτήν την πρώτη ανάγνωση, ο ρεαλισμός του έργου, μέσω αυτής της συναρπαστικής στην ακρίβειά της, καθημερινής γλώσσας του Μάμετ, δεν μπορεί παρά να συγκινήσει το θεατή. Ο Μάμετ ωστόσο προχωρεί πιο πέρα. Χωρίς ούτε στιγμή να καταφύγει σε αντιδραματικούς διδακτισμούς, μέσα από τις σχέσεις των προσώπων, φωτογραφίζει την Ηθική του Αμερικανικού Ονείρου και της καταναλωτικής κοινωνίας που αυτό υπηρέτησε. Κυρίως πώς ακυρώνεται εντελώς η περίφημη ελευθερία και η απεριόριστη δυνατότητα για επιτυχία και πλούτο, στην οποία στηρίζεται το American dream: για τους λιγότερο ισχυρούς και πετυχημένους μεταλλάσσεται σε αναπόφευκτη νομοτέλεια, στη μοιρολατρία του ηττημένου. Όταν ο Λέβιν, προχωρημένος σε ηλικία και με απανωτές αποτυχίες πωλητής, λέει «είμαι γεννημένος πωλητής» ή προσπαθεί να εξηγήσει τι δεν πάει καλά μιλώντας για «γκαντεμιά», ερμηνεύει μοιρολατρικά ό,τι πλέον δεν μπορεί να διεκδικήσει.

Ένα δεύτερο σημείο που ο Μάμετ αποτυπώνει έξοχα είναι η σχέση μεταξύ της πειθούς, ως ικανότητας χειρισμού του λόγου, και των πωλήσεων. Στη χώρα των business (αφελώς πολλοί μετανάστες καμαρώνουν που στην Αμερική κανείς δεν σε ρωτάει ποιος είσαι -το μόνο που ενδιαφέρει είναι το πόσα βγάζεις) η επιτυχία στις πωλήσεις είναι συνώνυμη της οικονομικής επιτυχίας εταιρειών και ατόμων. Οι πωλήσεις βασίζονται στην ικανότητα της πειθούς, είτε πρόκειται για κάτι που όντως αξίζει να πωληθεί/αποκτηθεί είτε όχι. Στη δεύτερη περίπτωση, που είναι και η πλέον συνηθισμένη αφού η ευημερία της καταναλωτικής κοινωνίας κρίνεται και από τον αριθμό των άχρηστων προϊόντων που παράγονται και καταναλώνονται, το αμερικανικό ιδεώδες της επιτυχίας βασίζεται στην ικανότητα του πείθειν, άρα στην ιδιότητα του λόγου να εξαπατά.

Εδώ ο Μάμετ εστιάζει σ’ αυτούς που η δουλειά τους, δηλαδή η ίδια τους η ζωή, βασίζεται στην ικανότητά τους να πείθουν. Η επινόηση επιχειρημάτων προκειμένου να πείσεις/εξαπατήσεις κάποιους γίνεται τρόπος ζωής.

Οι πωλητές του έργου επιδίδονται στην τέχνη της εξαπάτησης ακόμη και στις μεταξύ τους σχέσεις: οι περισσότερο ικανοί εξαπατούν τους εξαντλημένους, μολονότι και οι μεν και οι δε γνωρίζουν εξίσου καλά τους όρους του παιχνιδιού. Σ’ ένα κείμενο του προγράμματος της παράστασης, ο C.W.E. Bigsby επισημαίνει: «Ο Μάμετ δεν περιφρονεί τους πωλητές του. Επινοούν για να επιβιώσουν», συμπληρώνοντας ότι είναι δημιουργοί μύθων που πρέπει να γίνουν πιστευτοί για να επιβιώσουν οι ίδιοι. Από αυτήν την πλευρά ιδωμένο, το έργο θίγει θέματα που απασχολούν όσους διαχειρίζονται το λόγο, των συγγραφέων και των ηθοποιών συμπεριλαμβανομένου. Γιατί, σαν τους συγγραφείς, οι πωλητές πρέπει να λένε ωραίες ιστορίες και, σαν τους ηθοποιούς, πρέπει να είναι γοητευτικοί και καλοί υποκριτές. Ο λόγος που πείθει/εξαπατά είναι σαν το λόγο του θεάτρου: δημιουργεί πλαστούς κόσμους, προκαλεί τη σαγήνη της αυταπάτης.

Πωλητές και «θύματα»

Γι’ αυτό και οι σκηνές οι θεατρικά περισσότερο ενδιαφέρουσες είναι ακριβώς αυτές που οι πωλητές δίνουν τις «παραστάσεις» τους. Κυρίως του Γιώργου Κέντρου στο μπαρ, προσπαθώντας να πείσει ένα υποψήφιο «θύμα», και του Δημήτρη Καταλειφού όταν δίνει παράσταση στους συναδέλφους του για το πώς έπεισε ένα ζευγάρι να αγοράσει. Μιλάμε για ένα ιδιοφυές είδος θεάτρου μέσα στο θέατρο, το οποίο συνήθως δεν αναγνωρίζουμε ως τέτοιο γιατί είναι στενά συνυφασμένο με την καθημερινότητά μας. Οι «ερασιτεχνικές» παραστάσεις των δύο πωλητών είναι αποκαλυπτικές τόσο για τη δραματουργική ικανότητα του συγγραφέα (είναι τόσο διαφορετικές μεταξύ τους όσο διαφορετικές είναι οι φάσεις στις οποίες βρίσκονται οι δύο πωλητές – ο μεν στην ακμή του, ο δε στην παρακμή) όσο και για την ικανότητα του σκηνοθέτη να στήσει μια σκηνική πράξη που να μην προδίδει ένα κείμενο του οποίου οι αλλεπάλληλες ψυχολογικές μεταπτώσεις, οι συγκρούσεις των προσώπων και η θεατρικότητα κάποιων σκηνών είναι εξαιρετικής ποιότητας.

Ο Στάθης Λιβαθηνός ανέδειξε τις αρετές του έργου, επιμένοντας στην απόδοση των διαφορών των χαρακτήρων. Με τις οδηγίες του προφανώς οι ηθοποιοί έπλασαν ζωντανά πρόσωπα που άλλοτε φωτογραφίζουν φάσεις ζωής (ο Δημήτρης Καταλειφός φέρ’ ειπείν απέδωσε την εξαθλίωση του ανθρώπου που κάποτε υπηρέτησε με επιτυχία το ίδιο σύστημα που τώρα τον πετάει σαν στυμμένη λεμονόκουπα) κι άλλοτε αποκτούν το κύρος ανθρώπινου τύπου (έξοχα απέδωσαν ο Αλέξανδρος Μυλωνάς τον παλιανθρωπάκο Μος που βάζει τους άλλους να κάνουν τις βρομοδουλειές για να τη βγάλει ο ίδιος καθαρή, ο Γιώργος Κέντρος τον Ρόμα, πετυχημένο πωλητή, δηλαδή έτοιμο να εξαπατήσει ακόμη και τη μάνα του, ο Άρτο Απαρτιάν τον ηθικό λόγω δειλίας Αρόνοφ). Ο Δημήτρης Τάρλοου στήριξε τη δική του ερμηνεία στην αντίθεση της clean cut εμφάνισής του και της σκληρότητας του νέου που φιλοδοξεί να πάει μπροστά. Εύστοχες ήταν οι παρουσίες του Ανδρέα Νάτσιου και του Γιώργου Μακρή στους μικρότερους ρόλους.

Ο Δημήτρης Τάρλοου έχει δοκιμαστεί με επιτυχία στη μετάφραση του θεάτρου του Μάμετ στον «Αμερικάνικο βούβαλο» του θεάτρου «Εμπρός». Και στα «Οικόπεδα με θέα» η μετάφρασή του ακούστηκε αρκούντως πειστική. Τα κοστούμια και το σκηνικό του γραφείου της Ελένης Μανωλοπούλου μετέφεραν την εντύπωση της πολυκαιρισμένης φθοράς – αλλά αυτά τα παλιά γραφεία δημοσίων υπηρεσιών δεν βοηθούσαν να αναδειχθεί η σημερινή εγκυρότητα του έργου. Αντίθετα, η μουσική του Ντέιβιντ Λιντς λειτούργησε σαν πετυχήμενο soundtrack.

19.01.2002, Καλτάκη Ματίνα «Οικόπεδα με θέα: Θάνατος στο Ελντοράντο», Επενδυτής

 

Για το link πατήστε εδώ