«Οικόπεδα» για απαιτητικούς θεατές

Η παράσταση του «Οικόπεδα με θέα», στο αναστημένο και ωραιότατα ανακαινισμένο «θέατρο Πορεία», ανήκει στην κατηγορία εκείνη που ένα έργο επιβεβαιώνεται από το ανέβασμά του και στεφανώνεται με κύρος. Όχι ότι το συγκεκριμένο έργο του Μάμετ είναι β’ διαλογής. Είναι όμως από τη φύση του ζορισμένο, που κινδυνεύει, αν δεν ανεβαστεί σωστά. Η παράσταση το λάμπρυνε.

Δεν είμαι θαυμαστής του Ντέιβιντ Μάμετ και του έργου του και οφείλω να το δηλώσω εξαρχής. Στο Μάμετ με ενοχλούν συγκεκριμένα πράγματα. Πρώτον, ο ατέλειωτος λόγος του, όπου οι ήρωες μιλούν ακαταπαύστως και επαναλαμβάνονται χωρίς, μέσα από τη φλυαρία, να βγαίνει κάτι ζουμερό.

Δεύτερον, η προσπάθεια να αποδείξει μία θεωρία, επιτυγχάνεται σε βάρος των χαρακτήρων, που τακτικά μοιάζουν με μαριονέτες, οι οποίες κινούνται από το σπάγκο που κρατάει στα χέρια του ο συγγραφέας και όχι από τις ανθρώπινες δυνάμεις και αδυναμίες από τις οποίες θα κινούνταν οι αληθινοί χαρακτήρες. Δεν έχει διδαχτεί καλά το μάθημα από το θέατρο του Μπέρναρντ Σο, το οποίο αντέχει με ανθρώπινα αρχέτυπα και ρόλους παρότι καθορίζεται ως θέατρο ιδεών. Στο Μάμετ, παρά την προσπάθεια απόδειξης μιας θεωρίας, οι ιδέες, επίσης (και εντούτοις) παραμένουν συχνά σαθρές. Ωστόσο, στα «Οικόπεδα…», τα ανωτέρω προβλήματα βρίσκονται σε έλασσον σημείο, σε σχέση με άλλα έργα του. Οφείλω να ομολογήσω.

Τρίτο πράγμα που δεν μου πάει στα έργα του Μάμετ είναι η απουσία έντονης δραματικότητας. Δεν βγαίνει δύναμη από τα δράματά του, δεν δονείται ο θεατής από τα συμβαίνοντα, μολονότι επικρατεί ένας άκρατος ρεαλισμός, στον οποίο επιχειρεί να δώσει κάτι από ποίηση. Επίσης, δεν τον θεώρησα ποτέ μου διάδοχο του Άρθουρ Μίλερ, τα δράματα του οποίου εξακολουθούν να με αναστατώνουν παρότι τα έχω δει πολλές φορές και τα γνωρίζω απέξω κι ανακατωτά. Οι πράξεις στα έργα του Μάμετ δεν είναι «σπουδαίες», δεν έχουν σημαντικότητα και πολύ φοβούμαι ούτε «τέλειες», δεν φτάνουν στη μεγάλη θεατρική ολοκλήρωση. Βέβαια, τον λένε διάδοχο, αλλά ο ίδιος δεν δείχνει να τρέφει ιδιαίτερο σεβασμό προς το Μίλερ, αντίθετα δηλώνει επιρροές από τον Τενεσί Ουίλιαμς, οι οποίες δεν είναι καθόλου ορατές και υποψιάζομαι – έστω καχύποπτα; – ότι έτσι αποφεύγει τη σύγκριση με τον πρώτο, ενώ δεν διακινδυνεύει τίποτε, λόγω θεματικής, σε σύγκριση με τον δεύτερο.

Πέμπτο και τελευταίο, τον βρίσκω εξαιρετικά αδύναμο – τουλάχιστον για να θεωρείται μεγάλος συγγραφέας – στο κτίσιμο του δράματος, στην επεξεργασία της πλοκής, στη δομή. Τα «Οικόπεδα με θέα», για παράδειγμα, έχουν εμφανές το τελευταίο πρόβλημα. Η πρώτη πράξη δεν έχει σχέση με τη δεύτερη. Ανά δύο εμφανίζονται οι χαρακτήρες και συνομιλούν, όπου στεκόμαστε με προσοχή και αφτί τεντωμένο για να καταλάβουμε, μέσα από τις γενικότητες που διατυπώνονται, στοιχεία της ταυτότητας και του χαρακτήρα του καθενός. Στο δεύτερο μέρος, τούς έχουμε όλους μαζί συγκεντρωμένους για να δούμε να ολοκληρώνεται κάτι το οποίο είναι πολύ περιορισμένο, δεν έχει μεγαλοσύνη και δεν αποκτά καθολικότητα. Το όποιο δράμα τους περιορίζεται στο επάγγελμά τους και περισσότερο ακούμε επαγγελματικές θέσεις γύρω από τις σχέσεις μεσαζόντων και πωλητών, γύρω από τους μεσίτες οικοπέδων, παρά βλέπουμε το δράμα ενός μεσίτη και την ανάλυση ενός τέτοιου χαρακτήρα που να φτάνει να γίνεται αρχέτυπο και σύμβολο. Τι σχέση έχει οποιοσδήποτε από τους μεσίτες του Μάμετ με τον εμποράκο ή πλασιέ του Άρθουρ Μίλερ, τον Ουίλι Λόμαν στο «Θάνατο του εμποράκου», που χάρισε στο παγκόσμιο θέατρο ένα χαρακτήρα, που κάθε ηθοποιός τον ζηλεύει και ορέγεται κάποτε να τον παίξει;

Όταν είχα δει το έργο στον κινηματογράφο, είχα απογοητευθεί. Παρότι είχαν επιστρατευτεί εκλεκτοί ηθοποιοί του μεγέθους ενός Αλ Πατσίνο, ενός Τζακ Λέμον, ενός Κέβιν Σπέισι, ο απείραχτος στον κινηματογράφο θεατρικός λόγος του Μάμετ, μου έφερνε την απόλυτη πλήξη και τη συνοδεύουσα αυτήν δυσφορία.

Στη θεατρική παράσταση του «Πορεία» τα πράγματα πήραν το δρόμο τους και τις σωστές θεατρικές τους διαστάσεις και λειτούργησαν. Ο λόγος του συγγραφέα βρέθηκε στο φυσικό του χώρο και ο Στάθης Λιβαθηνός, που ανέλαβε να τον σκηνοθετήσει, στηριζόμενος σε έναν πολύ καλό θίασο, του έδωσε πνοή, ζεστασιά, γούστο, χρώματα και προπάντων ρυθμό.

Οι ηθοποιοί ερμήνευσαν με την προσωπική τους αλήθεια το ρεαλισμό του Μάμετ, χωρίς να αφήσουν απείραχτο το ενδεχόμενο της προσωπικής παρέμβασης στους ρόλους. Δεν δίστασαν να κάνουν θέατρο και να γεμίσουν τη σκηνή με θεατρική ζωντάνια, η οποία ήταν απαραίτητη για να γοητευθεί η πλατεία.

Ο Δημήτρης Καταλειφός κάνει μια ακόμα ζωντανή επιτυχία, από αυτές που κάνει τα τελευταία χρόνια. Είναι τόσο αληθινός όταν παίζει. Ο Γιώργος Κέντρος και ο Αλέξανδρος Μυλωνάς ήταν δύο στελέχη που «θεατρίνισαν». Με τι χάρη όμως το έκαναν όλο αυτό, με τι επίγνωση του σκηνικού παιχνιδιού, με τι επικοινωνιακή παρτίδα με το θεατή. Ειδικά ο Κέντρος άφησε στο κοινό τις εντυπώσεις πως έκλεψε την παράσταση. Κακά τα ψέματα, το κοινό που πηγαίνει στο θέατρο έχει ανάγκη να απολαύσει ένα έντονο παίξιμο όσο κι αν το θέατρο στη Δύση έχει αρκετά αλλάξει, σε Αγγλία και Αμερική, όπου ο ρεαλισμός, ο επηρεασμένος από τον κινηματογράφο, έχει εισχωρήσει για τα καλά.

Ο Αρτό Απαρτιάν ήταν για μένα η τελειότητα, ο πιο απρόβλεπτος, ο πλέον δημιουργικός. Αψεγάδιαστα κράτησαν το μέρος τους επίσης, ο Δημήτρης Τάρλοου, που υπέγραψε και την ολοζώντανη μετάφραση, ο Γιώργος Μακρής, που κράτησε χαμηλόφωνο αντίβαρο στο συμπαίκτη του, στο πρώτο μέρος, ο Ανδρέας Νάτσιος στα σωστά του περάσματα στη δεύτερη πράξη.

Η παράσταση δεν κέρδισε μόνο από τις ερμηνείες. Ο Λιβαθηνός στήριξε τη σκηνοθεσία του και στην ατμόσφαιρα, όπου υπήρξε πολύτιμη η συνεργασία της Ελένης Μανωλοπούλου στα σκηνικά. Ελαφρώς στο κυκλικό μπαρ του πρώτου μέρους και προπάντων στο μεσιτικό γραφείο της δεύτερης πράξης για το οποίο έχω μόνο επαίνους. Ένας χάρτης μόνο, στο γραφείο του Τάρλοου, που παρατήρησα περίεργα, δεν μου επιτρέπει τελικώς να εκφέρω ολοκληρωμένη γνώμη, διότι τελευταίως δεν με σιγοντάρει απόλυτα η όρασή μου. Ήταν χάρτης των Ηνωμένων Πολιτειών ή κάτι που ξέφυγε; Επαναλαμβάνω, όμως, ότι δεν έχω γνώμη για τους λόγους που ανέφερα. Σημαντική η συνεισφορά και των φωτισμών του Αλέκου Αναστασίου.

24.03.2002, Τιμογιαννάκης Παναγιώτης «Οικόπεδα για απαιτητικούς θεατές», Ελεύθερος Τύπος

 

Για το link πατήστε εδώ