Οι προθέσεις, πάντως, ήταν αγαθές

«Μικρές αλεπούδες», της Λίλιαν Χέλμαν, από το Θέατρο Αθηνών σε σκηνοθεσία Γιάννη Μαργαρίτη

Με ανάμεικτα συναισθήματα εξέρχεται ο θεατής από τις «Μικρές αλεπούδες» (1939) της γνωστής για την αντιμακαρθική και την εν γένει στάση της Αμερικανίδας συγγραφέως Λίλιαν Χέλμαν (1906-1984). Η φετινή παραγωγή του παγίως ευπρόσωπου θεάτρου Αθηνών πραγματεύεται το αδίστακτο κυνήγι πλουτισμού μιας οικογένειας σε βαμβακοπαραγωγική περιοχή του αμερικανικού νότου. Τα ανάμεικτα συναισθήματα χρεώνονται κυρίως στο σκηνοθέτη. Ο Γιάν. Μαργαρίτης, έχοντας στη διάθεσή του ένα «χρονολογημένο» θεατρικό υλικό, προσπάθησε να το εκμοντερνίσει. Πιστεύω πως κατά βάθος το φοβήθηκε. Η διαχρονικότητα του περί απληστίας μηνύματος της Χέλμαν, η βαθιά πεποίθησή της για το ότι η δύναμη του χρήματος ξεθεμελιώνει ακόμη και το πρωτεϊκό κύτταρο της οικογένειας, όλο αυτό το «homo homini lupus» νομίζω ότι τεκμηριώνεται ασφαλέστερα μέσω της κλασικής, καλοχτισμένης φόρμας που φέρει το υλικό από μόνο του και λιγότερο με νεωτεριστικές προσεγγίσεις και μοιραία παράκαμψη των συγκρουόμενων χαρακτήρων. Ο Μαργαρίτης πάντως, αντί για τους όρους ρεαλιστικού δράματος της Χέλμαν με τις ουκ ολίγες ευρωπαϊκές αντιδράσεις αλλά και τις πολλαπλές οφειλές στον Ο’ Νιλ, στον Μάξουελ Άντερσον, στον Ελμερ Ράις ή στον Τζορτζ Κάουφμαν, προτίμησε να εμπιστευθεί έναν εξπρεσιονισμό αστυνομικών και μελοδραματικών αποχρώσεων.

Η συγκεκριμένη απόφαση ενείχε τον κίνδυνο να λειτουργήσει ως μπούμερανγκ, δηλαδή να τονίσει τις ρυτίδες του έργου λόγω των εγγενών αντιστάσεών του στη δραστική ανταπόκρισή του προς μια τέτοια προσαρμογή. Συνέπεια των προαναφερθέντων ήταν ότι τα στοιχεία που συμφώνησαν με την κεντρική σκηνοθετική επιλογή μάλλον απομάκρυναν το θεατή από την κρίσιμη είσπραξη του πνεύματος της Χέλμαν και εν πολλοίς αδρανοποίησαν το ενδιαφέρον του.

Του Γ. Ζιάκα π.χ. του φάνηκε πως θα βοηθήσει στην αναβάπτιση με σκηνικό art deco και κατά παράταξη επίπλωση διάστικτη από λευκές πιτσιλιές; Τι να πω πια για τον παιδαριώδη συμβολισμό των αναρριχητικων φυτών μες στο σαλόνι, που υποτίθεται πως αναλογούσαν στους έρποντες κερδοσκόπους; Αφελή πράγματα. Ο Ιάκ. Δρόσος, με γνώση βέβαια, ασώτευσε μουσικά, υπογραμμίζοντας κατά κόρον τα προφανή. Και οι φωτισμοί γκροτεσκάρισαν ακυρωτικά την αληθοφάνεια των ψυχολογικών συγκρούσεων που θα λειτουργούσαν εντελέστερα αν ο σκηνοθέτης είχε πιστέψει στη γνησιότητά τους.

Η παραπάνω εκτεθείσα διδασκαλία δεν άφησε αλώβητους ορισμένους ηθοποιούς και τους έβγαλε σε ξέφωτα λύσεων πόζας ή καρικατούρας: ο Τ. Χρυσικάκος κατέφυγε (όχι πάντα) σε σχεδόν κλοουνίστικο υπερπαίξιμο. Ο Στ. Λιβαθινός επανέλαβε την μόνιμα εξεζητημένη, σοφιστικέ υπόκρισή του που διχάζεται ανάμεσα στον αφύσικο ρυθμό και στις «υποσχόμενες» σιωπές· ωστόσο, το οφιοειδές της κίνησής του προικοδότησε με επιθυμητό κυνισμό το ρόλο. Ο Κ. Αθανασόπουλος αυτή τη φορά μας εξέπληξε όχι ευχάριστα, καθώς στρίμωξε την τεχνική και τις ικανότητές του σε μια σχηματική μίμηση ρόλου. Ο Π. Λακιώτης προσπάθησε να ενταχθεί «φιλότιμα» όπως λένε οι κριτικοί.

Υπάρχει όμως και η άλλη όχθη της παράστασης: εκείνη που, κλασικίζοντας ως «δραπέτις» κατά σημεία ομολόγησε το έργο στις ψυχολογικές του διαστάσεις και το υπηρέτησε πιο πιστά. Στην όχθη αυτή, όπου και πάλι βέβαια θα παρέμβει, ευεργετικά τώρα, ο Μαργαρίτης, συναριθμούνται επαινούμενοι: α) ο Ερρ. Μπελιές, με τη ρέουσα απόδοση και τα ζηλευτά ελληνικού του. Αλήθεια, δεν είδε ο σκηνοθέτης που την τεχνολόγησε αλλιώς πως αυτή η μετάφραση ευνοούσε, σχεδόν επιζητούσε την κλασική αντίληψη ανεβάσματος; β) τα άψογα κοστούμια της Ντ. Λελούδα που αναγνώρισαν χρόνο, τόπο, ταξική αναφορά, χωρίς ίχνος μιζέριας ή δευτερίλας στην ποιότητά τους, όπως συχνά οι προϋπολογισμοί υπαγορεύουν… γ) οι ακόλουθες ερμηνείες: την κεντρική ηρωίδα στέρεη και απρόσμενα αδυσώπητη Ρεγγίνα, ενσάρκωσε η Κατ. Μαραγκού, την πλήρη μέριμνας και διακριτικού σχόλιου οικονόμο η γενικά πολύτιμη Ν. Βοσνιάκου, τη δροσιά, τη χάρη και τη θυγατρική συγκίνηση βρήκαμε στο πρόσωπο της πολύ καλής εδώ Χρ. Αλεξανιάν, τη φυσική απλότητα και τα ρινίσματα χιούμορ που πρόσθεσε ο Δ. Τάρλοου, συναντήσαμε στον υπό εκκόλαψη αδηφάγο νέο και την εύθραυστη, ονειροπαρμένη, «παρείσακτη» Μπέρντι στην Ιλ. Λαμπρίδου.

Οι «Μικρές αλεπούδες», κείμενο προφητικό για τα ήθη και τις συναισθηματικές εκατόμβες που επεφύλασσε σε όλους ο πολιτισμός της αμερικανικής καπιταλιστικής βαρβαρότητας, τιμήθηκε από τη μεγάλη μας Κατερίνα τόσο το 1945 (μαζί με τους Ελ. Χατζηαργύρη και Β. Διαμαντόπουλο), όσο και κατά την τελευταία της σπουδαία, θυμάμαι, εμφάνιση, όταν συνεργάστηκε με τη Λαμπέτη και τους Μούτσιο, Ντούζο, Καλογήρου, Δανδουλάκη, το 1973, στο «Διάνα». Στη σημερινή παράσταση, συνεπής στην κατ’ εμέ όχι ευτυχή οπτική γωνία του σκηνοθέτη, θα ήταν άδικο να αμφισβητήσει κανείς τις αγαθές πλευρές κι ακόμα περισσότερο τις αγαθές προθέσεις.

25.01.1998, Βαρβέρης Γιάννης «Οι προθέσεις, πάντως, ήταν αγαθές», Η Καθημερινή

 

Για το link πατήστε εδώ