Νόστιμος έρως

Εκατόν πενήντα χρόνια εφέτος από τη γέννηση και ενενήντα από τον θάνατο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Παρ’ όλη αυτήν τη διπλή επέτειο, το επίσημο κράτος δεν θεώρησε σκόπιμο να ονομάσει, όπως έκανε πέρυσι με τον Σεφέρη, το έτος, έτος Παπαδιαμάντη. Ενώ προέχει, και δεν έχω επ’ αυτού αντίρρηση, η επέτειος των 100 χρόνων από τη γέννηση του Εμπειρικού. Όμως η χρονιά δεν περνάει αδιάφορη για τους μυημένους, και είναι πολλοί, στο έργο του μεγαλύτερου Έλληνα πεζογράφου. Συνέδρια ετοιμάζονται και αφιερώματα περιοδικών συγκροτούνται.

Εγκαίρως ανταποκρίθηκε και μια νεανική ομάδα ανθρώπων του θεάτρου, που καθοδηγούνται από τον ταμένο σκηνοθέτη Στάθη Λιβαθινό. Πρόκειται για τα ταλαντούχα παιδιά που μαθήτευσαν στη σχολή Κώστα Καζάκου, με αποκλειστικό εντέλει δάσκαλο τον Λιβαθινό, και που τα καμαρώσαμε σε μιαν άκρως ενδιαφέρουσα παράσταση (στην ουσία επρόκειτο για τη διπλωματική τους εργασία) της «Δωδέκατης Νύχτας» του Σαίξπηρ. Αυτή η παράσταση ξεπέρασε τα όρια της διπλωματικής επίδειξης, ανέβηκε στο θέατρο «Τζένη Καρέζη» για σειρά εμφανίσεων και κατέβηκε με γεμάτο θέατρο.

Αυτά λοιπόν τα ταλαντούχα παιδιά, που γυρίζουν την πλάτη στις Σειρήνες της εμπορικής και τηλεοπτικής αποβλάκωσης, με πλήρη γνώση τού τι σημαίνει θέατρο ουσίας και πόσες προσωπικές θυσίες απαιτεί, αφοσιωμένα στον δάσκαλό τους, επί ένα συνεχές εξάμηνο (χρόνο προετοιμασίας τελείως εξωλογικό για τις τρέχουσες θεατρικές μας συνήθειες και συνθήκες) δούλεψαν πάνω σε υλικό από τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη.

Εν πρώτοις ήταν ο λόγος του μεγάλου αυτού ποιητή που θα πρέπει να απορρόφησε πολλές ώρες μελέτης, διείσδυσης και ανάλυσης. Και δεν αναφέρομαι στη γλωσσική του ιδιορρυθμία, την τάχατες καθαρεύουσα (που δεν είναι, διάολε!) γλώσσα του. Ο Παπαδιαμάντης καμινεύει στην πεζογραφούσα ποίησή του ένα ανεξίθρησκο φάσμα της ελληνικής γλωσσικής παράδοσης. Το μόνο μέλημά του είναι ο ήχο της λέξη και, σαφώς, η εικόνα της λέξης. Συχνά έχω την εντύπωση πως η γλωσσική εικόνα των κειμένων τού Παπαδιαμάντη αναλογεί με τη Βυζαντινή εικονογραφική παράδοση. Οι Βυζαντινοί αγιογράφοι δεν αγνοούν την προοπτική, δεν αγνοούν τη δυτική γεωμετρική εφαρμογή των κανόνων στη ζωγραφική και δεν αγνοούν τις δυτικές μελέτες περί φωτός, ή περί φωτιστικής πηγής στον πίνακα. Δεν αγνοούν επίσης πώς λειτουργεί το βλέμμα του Δυτικού παρατηρητή. Η δογματική των εικόνων, που απορρίπτει τη μίμηση του πραγματικού, οδήγησε τους αγιογράφους στη μνημείωση των μορφών χωρίς βάθος, αλλά στην έξαρση της έκφρασης διά της τυποποίησης και της αναπομπής στο αρχέτυπο, στον νύσσον φως και στον ετασμό του εσωτερικού βλέμματος. Ο Στέλιος Ράμφος, σε μιαν εξαίσια διατριβή του για τη διαφορά του οράν στον ελληνικό κόσμο και στον δυτικό, δείχνει πως ο ελληνικός τρόπος αναλαμβάνεται το φως ως εσωτερική πηγή που καταυγάζει τα αντικείμενα, ενώ ο δυτικός ως εξωτερική πηγή, που εκπέμπεται από τα αντικείμενα τα οποία προσλαμβάνονται από τον οφθαλμό.

Έτσι και η γλώσσα του Παπαδιαμάντη έχει έναν εσωτερικό φωτισμό, η λέξη είναι πηγή που περιέχει ζωή αυτόνομη και ιδιάζουσα, γι’ αυτό και αλιεύεται από τον ποιητή από το φρέαρ των ήχων και του μύθου της γλώσσας, από την κιβωτό της γλωσσικής Διαθήκης. Είναι γλώσσα, εικόνα και ήχος μυθικά.

Ο Λιβαθινός έχει μιαν ερωτική σχέση με τη γλώσσα. Την αντιμετωπίζει με το δέος του παιδιού που ανακαλύπτει πρώτη φορά τα τιμαλφή στο παλιό κρυμμένο σεντούκι, στο κατώι της γιαγιάς του.

Οδηγεί τους μαθητές του στις γεύσεις της γλώσσας, στους εσωτερικούς αρμούς της, στις ερωτικές κλίσεις της, στις αναπόφευκτες πτώσεις της, στους πιθανούς αριθμούς της, τους μαθαίνει να αλιεύουν τις λέξεις όπως τα όστρακα στην αμμουδιά, να τις ανοίγουν με προσοχή όπως τις αχιβάδες και να τις ρουφούν. Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη έχει χυμούς, έχει αρμύρα και τα κενά όστρακα έχουν εκείνη τη μυστική βαθιά ηχώ, κάτι σαν παφλασμό κυμάτων σε ερημική νησιώτικη σπηλιά, κάτι από το φευγαλέο φως ενός κομήτη σε νυχτερινή θερινή αστροφεγγιά. Έτσι, τουλάχιστον εγώ, εισέπραξα τον τρόπο που αυτά τα ταλαντούχα παιδιά καθοδηγήθηκαν να εκφέρουν τον παπαδιαμάντειο λόγο. Φαίνεται πως η μύηση, που κράτησε καιρό, οδήγησε τελικά σε μιαν επιλογή από ορισμένα, κυρίως ερωτικά, διηγήματα του ποιητή. Και εδώ ήταν η μεγάλη αποκάλυψη, και για τους ηθοποιούς του Λιβαθινού, και για το κοινό, πιστεύω.

Η αποκάλυψη συνέβη στο θεατράκι «Τεχνοχώρος υπό Σκιάν», με τη σύνθεση υπό τον τίτλο «Η Νοσταλγός». Αποσπάσματα από επτά διηγήματα, που αναδεικνύουν έναν Παπαδιαμάντη άκρως ερωτικό, σαρκικό, ειρωνικό και χιουμορίστα. Προσωπικά – και λόγω καταγωγής, και λόγο κοινών εμπειριών – ποτέ δεν πήρα στα σοβαρά τον λίβελλο του Κ. θ. Δημαρά στην «Ιστορία» για την πεζογραφία του Παπαδιαμάντη. θεωρώ τις απόψεις του ιστορικού όχι απλώς άστοχες, προκατειλημμένες, αλλά και τη μεγαλύτερη φιλολογική γκάφα στην ιστορία της Λογοτεχνίας μας. Το ήθος του Παπαδιαμάντη είναι προχριστιανικό, και δεν αστειεύομαι καθόλου. Έχει να κάνει με την ευσέβεια και η ευσέβεια δεν είναι μονοπώλιο του Χριστιανισμού. Αντίθετα, ο λαός μας αποδέχθηκε όσα δόγματα του Χριστιανισμού συμφωνούσαν με την πατροπαράδοτη ευσέβειά του. Μόνον έτσι θα αντιληφθεί κανείς πως μοιάζουν σκανδαλωδώς ολόκληρα μοτίβα της αισχύλειας, π.χ., ποίησης με τη χριστιανική υμνογραφία. Ο Παπαδιαμάντης εξάλλου ήταν και ουσιαστικά, με τα μέτρα της θεσμικής Εκκλησίας, αιρετικός. Φιλακόλουθος ήταν, λάτρευε τις λαϊκές θρησκευτικές τελετές, πχ λειτουργίες στο ύπαιθρο, τους καλλικέλαδους ψαλτάδες. Νοσταλγός ήταν, ένας Οδυσσέας που συνεχώς πελαγοδρομούσε στην οδό της επιστροφής.

Δεν είναι τυχαίο που στην παράσταση του Λιβαθινού κεντρικό μοτίβο είναι το αριστουργηματικό διήγημα «Η Νοσταλγός», που έδωσε τον τίτλο και στη σύνθεση. Όλοι οι διψασμένοι ήρωες και αντιήρωες του Παπαδιαμάντη κάπου διακαώς επιθυμούν, λαχταρούν να επιστρέψουν. Και κάθε επιστροφή χρειάζεται μιαν λέμβο, ένα μέσο, ένα πέρασμα, ένα Πάσχα. Και στον Παπαδιαμάντη το μέσο αυτό πολύ συχνά είναι ο έρωτας, και «όχι μόνο» ο πνευματικός, αλλά ο πόθος, ο ίμερος, η μετάληψη του άλλου, η λατρεία του έτερου ως μέσου αυτογνωσίας. Η παράσταση ταυ Λιβαθινού – που θα ευχόμουν να γίνει τρόπος να παραταθεί, να την δουν κυρίως οι νέοι, που η γελοία εκπαιδευτική αγραμματοσύνη τους έχει συκοφαντήσει τον μεγάλο πεζογράφο ποιητή – αναδεικνύει και έναν θεατρικότατο Παπαδιαμάντη. Εξάλλου, σε ένα αυτοβιογραφικό σημείωμα του ίδιου (που δημοσιεύεται στο έξοχο πρόγραμμα της παράστασης) μαθαίνουμε ξανά πως πριν οδηγηθεί στα διήγημα έγραφε στίχους «κ’ εδοκίμασε να συντάξει κωμωδίας». Ο Λιβαθινός δεν δραματοποίησε τον ποιητή, άφησε ακέραιο τον πεζογράφο να αναδυθεί ως θεατρικό προζύμι, έδειξε τα μοτίβα που ενέχουν μιαν καίρια αίσθηση θεατρικής οπτικής.

Ως προς αυτό όμως το θέμα είναι άκρως διαφωτιστικά και αποκαλυπτικά όσα καταγράφει η θεατρολόγος Έλσα Ανδριανού, που παρακολούθησε την όλη μακρόχρονη προετοιμασία και την αποτύπωσε, δίκην ημερολογίου καταστρώματος.

Τώρα που διαθέτουμε μιαν αξιόλογη φουρνιά θεατρολόγων – δραματολόγων, θα ήταν ευχής έργο να παντρευόταν η πράξη με τη θεωρία και να είχαμε κι άλλες τέτοιες αποτυπώσεις θεωρητικού λόγου της πρακτικής διαδικασίας.

Εκείνο που οφείλω να δηλώσω κλείνοντας, είναι πως η παράσταση της «Νοσταλγού» είναι μια πνευματική προσφορά στο έτος Παπαδιαμάντη και συνάμα η εμφάνιση στον ορίζοντα της θεατρικής μας αγοράς μιας ταλαντούχου ομάδας, που αντέχει στις ανεμικές του καιρού, θα γράψει ιστορία.

Στην ομάδα ο μόνος με μικρό αλλά σημαντικό βάθος προσφοράς είναι ο Δημήτρης Ήμελλος, που ανεβαίνει καθέτως την κλίμακα των επιτεύξεων. Οι άλλοι πιστοί σχεδόν κάνουν παρθενική, πλην του Σαίξπηρ, εμφάνιση. Και διαπρέπουν. Τους αναφέρω αδιακρίτως και αλφαβητικώς: Μ. Αιγινίτου, Β. Ανδρέου, Γ. Δάμπασης, Λ. Μελεμέ, Δ. Μυλωνάς, Στέλλα Σκορδαρά, Μ. Σολέντη, Σοφία Τσινάρη, Χριστίνα Τσούκαλη.

Εικαστική συμβολή: Κωνσταντίνα Κατρακάζου. Κίνηση: Μ. Νέστορα. Μουσική επιμέλεια: Αλ. Λογοθέτης.

Η ομάδα ονομάζεται: «Ηθοποιών θέατρο». Επιτέλους!

21.04.2001, Γεωργουσόπουλος Κώστας «Νόστιμος έρως», Τα Νέα

 

Για το link πατήστε εδώ