Νοσταλγία της φρίκης

Πριν από την αποχώρηση του αιώνα, στο τέλος αυτού του νέου χρόνου, η αναμόχλευση των φρικωδών συμβάντων που στιγμάτισαν την ανθρωπότητα, δεν έχει αξία μόνο απολογιστική. Ενώ τα διάφορα ναζιστικά και συγγενή κινήματα και κόμματα κερδίζουν έδαφος σε πολλές χώρες, είναι κραυγή πολιτική όταν ένα θέατρο επιλέγει ένα έργο που αποκαλύπτει τη νοσταλγία της φρίκης. Οπότε ο τίτλος του έργου «Πριν την αποχώρηση» που παρουσιάζει το θέατρο της οδού Κεφαλληνίας μπορεί να διαβαστεί και σαν «Πριν την αποχώρηση του αιώνα, θυμηθείτε…». Νοσταλγοί των λαμπρών χιτλερικών ημερών είναι το αιμομικτικό ζευγάρι αδελφού και αδελφής που ζουν έγκλειστοι στο σπίτι τους στο Βερολίνο, με μάρτυρα την καθηλωμένη στο αναπηρικό καροτσάκι της παράλυτη αντιναζίστρια αδελφή τους. Στο ίδιο πατρόν, με το άλλο του έργο «Ρίτερ, Ντένε, Βος», ο Μπέρνχαρτ πλέκει μια σχιζοφρενική τριάδα αγριότητας, βίας, απελπισίας και απειλής. Μάλλον προειδοποίησης. Φαίνεται, ωστόσο, πως συνεπαίρνεται από το πάθος της καταγγελίας και παραμελεί το έργο δραματουργικά. Σχεδιάζει ένα ανατριχιαστικό αλληλοσπαρασσόμενο τρίο, συνθέτει εφιαλτικούς χαρακτήρες και ατμόσφαιρα κι ενώ πιέζει αρκετή πυρίτιδα στην κάννη του η εκπυρσοκρότηση εντέλει είναι αναιμική.

Σ’ όλη την πρώτη πράξη συσσωρεύεται η αγωνιώδης προσμονή πως στο δείπνο των γενεθλίων του Χίμλερ, που τα δυό αδέλφια – εραστές γιορτάζουν τελετουργικά και κεκλεισμένων των θυρών κάθε χρόνο, θα συμβεί κάτι. Κάτι δραματικό, λυτρωτικό, μια κορύφωση. Δεν συμβαίνει τίποτα τέτοιο. Απλώς ο αδελφός, ξαναμμένος από το κρασί και φορτισμένος από τις αναμνήσεις του στρατοπέδου συγκέντρωσης, που ήταν υποδιοικητής, πάνω σε κρίση παράνοιας, παθαίνει συγκοπή. Όλη η κλιμάκωση της έντασης έμεινε αιωρούμενη. Διαψεύδεται ακόμα και μια ηθελημένη (;) νύξη της σκηνοθεσίας για την ανάγκη ενός άλλου φινάλε. Στον παροξυσμό του ο Ρούντολφ αφήνει το πιστόλι του κοντά στην ανάπηρη Κλάρα. Ο θεατής ελπίζει πως θα το πάρει και θα σκοτώσει το διεστραμμένο αδελφό της και την αδελφή της Βέρα δίνοντας έτσι, εκτός από ένα θεατρικό φινάλε και μια συμβολική λύση. Κι όμως ο Ρούντολφ ξαναπαίρνει το πιστόλι του.

Είναι ευκρινέστατη ωστόσο και η αυστηρή κριτική που κάνει ο συγγραφέας και σε ό,τι ακολούθησε την ήττα του Γ’ Ράιχ. Η κυριαρχία του καπιταλισμού δεν εξασφάλισε καμία ειδυλλιακή ζωή στην ανθρωπότητα. «Οι πολιτικοί και οι βιομήχανοι στο ίδιο καζάνι βράζουν και όλα τα οδηγούν σιγά σιγά στην καταστροφή, μολύνουν τον αέρα και καταστρέφουν τα πάντα. Σε λίγο ούτε στα βουνά δεν θα μπορείς ν’ αναπνεύσεις λίγο καθαρό αέρα». Λέει η Βέρα. Και παρακάτω ο Ρούντολφ συνεχίζει:«… Οι Αμερικανοί δεν κατέστρεψαν μόνο τις πόλεις μας αλλά κατέστρεψαν και όλη μας την κουλτούρα..». Κι αυτό, φυσικά, δεν είναι μια ναζιστική θέση μόνο.

Ο Στάθης Λιβαθινός δεν ανέδειξε τα στοιχεία του έργου. Δεν βρήκε τα σημεία του, δεν φυλλάρησε τις έννοιες, δεν έδωσε διαστάσεις, βάθος, πλάτος, ύψος. Ούτε από άποψη σημασιολογίας, ούτε από δραματικότητα κτίσθηκε η παράσταση. Η σκηνοθετική παρέμβαση περιορίστηκε σε τυπικές διεκπεραιώσεις. Κινήσεις μηχανικές από αμηχανία, ασήμαντες. Ενέργειες ανενεργές. Το σιδέρωμα π.χ. της στολής του Ρούντολφ είχε χαρακτήρα νατουραλιστικό, που δεν προσέδιδε τελετουργικό δέος όπως θα ‘πρεπε να έχει. Το τερατώδες, το τρομακτικό εγκαταλείφθηκε στο λόγο. Η εφιαλτική ατμόσφαιρα σχηματιζόταν μόνο από τις λέξεις. Το θέατρο με τις υποβολές του απουσίαζε. Η ερμητική σχιζοφρενική οικογένεια, οι αφύσικες σχέσεις των μελών της δηλώνονταν, δεν παρασταίνονταν. Γι’ αυτό και ο θεατής φεύγει από την παράσταση ανέγγιχτος και μετά καταλαβαίνει τι είδε.

Οι ηθοποιοί έκαναν το καλύτερο. Η Μπέτυ Αρβανίτη σήκωσε μακριές σκηνές, με μονολόγους τιράντες και τις έβγαλε παλικαρίσια. Με οδηγό το ένστικτο και την πείρα της, βασισμένη στις υποκριτικές της συνήθειες και οδηγημένη από την κατεύθυνση του λόγου, διέσχισε με επιτυχία την πυκνότητα του χαρακτήρα της διαταραγμένης Βέρας. Η αμέλεια του σκηνοθέτη ωστόσο ήταν εμφανής. Δεν υποδείχθηκαν στην ηθοποιό παύσεις, μεστά κενά, σιωπές, αυξομειώσεις, εναλλαγές, κλίμακες, κορυφώσεις. Η Ανέτα Παπαδοπούλου στο ρόλο της Κλάρας απαντούσε μ’ ένα άλλου είδους θέατρο. Έχοντας να ερμηνεύσει την καθηλωμένη αδελφή, ρόλο στατικό με πολύ λιγότερο κείμενο αλλά και επιπλέον αντίθετη στα φανατικά αδέλφια της κατέφυγε, απολύτως δικαιολογημένα, σε μια σειρά από εκφράσεις, κινήσεις, αντιδράσεις που μύριζαν ηθογραφία κι αυτό αύξανε την νόθευση. Νομίζω πως συνεπέστερος στο πρέπον ήταν ο Σοφοκλής Πέππας. Χωρίς ούτε κι αυτός να φέρει το ρίγος του εφιαλτικού, ήταν εντούτοις ισορροπημένα ένας Γερμανός αστός που περιέχει το τέρας των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Η σκηνή της κρίσης του είναι η μόνη σκηνή που ο θεατής ξεροκαταπίνει ανήσυχος.

Η μετάφραση του Βασίλη Πουλατζά, με αισθητική την αντίληψη των ιστορικοπολιτικών προεκτάσεων του έργου, με ρέοντα ελληνικά και σκηνική συνείδηση παρέπεμπε, νομίζω, με την υποβλητική μετρική της, σε άλλου ύφους παράσταση. Το σκηνικό του Γιώργου Πάτσα δεν το θεωρώ από τα πιο ευτυχή του. Ο μεγάλος καθρέφτης, σ’ όλο σχεδόν το μήκος της σκηνής πίσω, εξουδετερώνει την αίσθηση της απομόνωσης στην οποία διαδραματίζεται το σαδομαζοχιστικό δρώμενο του Μπέρνχαρτ.

Εντέλει μια καίρια επιλογή με ένα έργο πολλαπλών σημάνσεων και με ερμηνείες καλές και ενδιαφέρουσες.

06.01.2000, Γεωργίου Αδριανός «Νοσταλγία της φρίκης», Ραδιοτηλεόραση

 

Για το link πατήστε εδώ