Νεορομαντισμός, η βίαιη νεκροφάνεια

«Οι ρομαντικοί» του Εδμ. Ροστάν από το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας

«Ωστόσο ευγενικά κι αντρειωμένα
με το ληστή παλεύοντας, που εκράτει
στον πύργο την κυρία τη ντελικάτη
ή την αρχοντοπούλα τη μικρή
την ένδοξη παράδοξη ετιμούσε
κι εγύμνωνε το ξίφος κι εχτυπούσε…»

ΜΙΝΩΣ ΖΩΤΟΣ, «Ο ιππότης», 1927,
τώρα και «Άπαντα», 1972

Αφού ένας Ουγκό είχε αποτύχει να τον αναβιώσει στις αρχές, σκέπτομαι πόσο ιλαροτραγικά φαλίρισε στα τέλη του 19ου αιώνα ο νοσταλγικός νεορομαντισμός και ιδίως στο πρόσωπο του κορυφαίου του εκπροσώπου, του Εδμόνδου Ροστάν: με μια ορνιθολογική κωμωδία, τον «Κρυσταλλόλαλο» (1910), στην οποία πρωταγωνιστούσε ένας… πετεινός. Και πρόκειται για Ροστάν, που παραβλήθηκε τότε μ’ έναν Σαίξπηρ και μ’ έναν Καλντερόν…

Γιατί άραγε συνέβη αυτό και μάλιστα πριν ή… λαλήσει; Ίσως γιατί τα περισσότερα έργα του νεορομαντισμού, ναι μεν επαναστατούν εναντίον του «χυδαίου» νατουραλιστικού, είναι όμως καθαρό πως γράφονται πάνω σε μεγάλους ηθοποιούς της εποχής. Αν μετά τον Ροστάν προσπάθησαν και οι Φρανσουά Κοπέ και Ζαν Ρισπέν, μικρό το γέρας. Ουσιαστικά, η καιροσκοπική μίμηση του ρομαντισμού, από το «Τσάτερτον» του Αλφρέ ντε Βινί (1835) μέχρι το θρυλικό «Συρανό ντε Μπερζεράκ» (1897) του Εδμόνδου Ροστάν μοιάζει να συνιστά μέσα στη μορφολογική του τελειοθηρία ένα ναρκισσιστικό καθρέφτισμα του συγγραφέα στον ηθοποιό – ιερό τέρας. Έτσι όμως, ο ηθοποιός εύκολα υποκαθιστά τον ποιητή. Μετά τις θεϊκές ντίβες Μαρί Ντορβάλ και Ράσελ, η ακατανίκητη Σάρα Μπερνάρ δεν αφήνει πια τίποτε όρθιο. Ηλικία, εμφάνιση, καταλληλότερα υποκύπτουν στη μεταμορφωτική της βουλιμία και… καθαρίζει: από «Άμλετ» και «Λορεντζάτσιο» μέχρι και «Σαμαρείτιδα» και τον «Αετιδέα» του ημέτερου Ροστάν (1868-1918). Πώς να αντέξει υπό τις νέες συνθήκες ένα τέτοιο, εν πολλοίς αριστοκρατικό και μεγαλομανές, θέατρο που θυμίζω από ιταλική όπερα μέχρι και καρικατούρα;

Ωστόσο, πράγματι υπήρξε κατάχρηση από πλευράς νατουραλιστών. Κόβοντας τη ζωή σε άγαρμπες, κακόσχημες φέτες (πράγματι «tranches de vie»), μάτωσαν και το όνειρο, που είναι μέρος της ζωής αναπόσπαστο. Ο «Συρανό» τους χάρισε αυτή τη χαμένη πομφολυγώδη ομορφιά. Και φαίνεται πως στα πενηντάχρονα από την παρουσίασή του στο Παρίσι ανέβηκε, μάλλον υποτονικά ως διαβάζω, από τον Ροντήρη με τον Δ. Μυράτ στο Εθνικό για να χαρίσει στους μπαρουτοκαπνισμένους νεοέλληνες λίγη ενθάρρυνση, λίγη αισιοδοξία.

Φέτος, στο θέατρο Πορεία και για λίγες μέρες, το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας επανέφερε τον Ροστάν με μια γλαφυρή σάτιρα των νεανικών ερώτων, τους «Romanesques» (1894). Και είναι αληθινό ευτύχημα μέσα στο θεατρικό σκουπιδαριό της αθηναϊκής τηλεπαρενδυσίας, της άγνοιας ή της ανεπαρκούς καλής θέλησης ότι αυτή η παράστασης, μαζί και με λίγες άλλες σώζουν τη τιμή της σκηνικής τέχνης. Στην εργασία του Στ. Λιβαθινού, ακόμα και με μικρές επουσιώδεις ελλείψεις ή αδυναμίες, καμιά τεχνική δεν σκότωσε το αίσθημα. Το κωμικό και το γελοίο παντρεύτηκαν αρμονικά. Η ιστορία των δύο νέων, τύπου Ρωμαίου και Ιουλιέτας, που πείθονται στην παγίδευση των δήθεν εχθρών πατεράδων τους, να ερωτευτούν αλλήλους παράφορα μια και η κόρη θεωρεί τον νέο ως σωτήρα της από (στημένη όμως) απαγωγή, ξετυλίγεται με απρόσκοπτο ρυθμό. Γεμάτη κωμικά ευρήματα, κινησιολογική ευφράδεια, ιλαρές μεταπτώσεις καταστάσεων, θεατρικότητα τωρινή και εποχής, στίξη σύγχρονης γλαφυρής ειρωνείας, διακριτικό χιούμορ πάνω στο παλιό ρομαντικό και με τσαχπίνικη μπρεχτική αποκάλυψη στο φινάλε, η παράσταση εκπλήσσει τους απέλπιδες Αθηναίους θεατρόφιλους. Όλα αυτά βέβαια συμβαίνουν, ενώ ο σκηνοθέτης μετατόπισε αρκετά, νομίζω, τον άξονα του έργου σε τραγικωμωδία και έτσι μερικά στοιχεία της παράστασης, ιδίως το ευήκοο προς εκείνον σκηνικό (Ε. Νάθεντα) και οι επίσης ευπειθείς φωτισμοί (Αλ. Αναστασίου) άνετα θα μπορούσαν να σου θυμίσουν…Στρίντμπεργκ. Πιστεύω ότι ούτε το έργο ούτε η απόδοση του στεγάζουν τέτοια διάσταση, που συμφωνώ πως ενδημεί στον «Συρανό». Καμιά φορά, η έμφροντις σκοτεινότητα ψυχολογικά μας εξασφαλίζει ότι σίγουρα βρισκόμαστε μέσα στο κρατίδιο και άρα στη συναίνεση της διανόησης. Ξεπερνώντας αυτή την κάπως σοβαρή παρατήρηση, η παράσταση, όπου υπήρξε φωτεινή και μειδιώσα, παρέσχε γενναιόδωρα και καλόγουστα την joie de vivre. Και αυτό το χρωστάει βασικά στους συνεργάτες της. Δεν θυμούμαι ποιος λέει ότι ο Ροστάν μπορεί να παιχτεί και χωρίς σκηνικό αν ευτυχούν τα κοστούμια. Είναι η περίπτωση των χιουμοριστικών και μαζί ονειροπόλων ενδυμάτων της Κλ. Μπρέισγουελ, χωρίς αυτό σε τίποτε να μειώνει την ευφυή λειτουργικότητα των μουντών, όμως, σκηνικών. Οι Θ. Δερμάτης και Μ. Νέστορα ξιφούλκησαν χορογραφικά και χόρεψαν ξιφογραφικά τους ηθοποιούς, αγαστά συνεργαζόμενοι με τις εκρηκτικές positions του σκηνοθέτη. Η μουσική του Θ. Αμπαζή είχε συνεργατική συμμετοχή στο όλο ύφος: όταν πατούσε στην εποχή ήταν υπέροχη, όταν μοντέρνιζε, άλλοτε ήταν μαγευτική, σπανιότερα κάπως ξένη. Δυο νέοι ηθοποιοί αποσπούν το αφειδώλευτο εγκώμιο για την ανάληψη της βαρύτερης ευθύνης. Η Δεσπ. Κούρτη (να εμπιστεύεται όμως πολύ τη φυσική της φωνή) και ο Αλ. Λογοθέτης, είτε πιο στυλιζαρισμένοι είτε πιο ελεύθεροι, ανέτρεξαν σε κώδικες λόγου και εποχής δυσχερέστατους, τους αφομοίωσαν μας το πρόφεραν με ζωντάνια και δροσιά χωρίς να προδίδουν ενοχλητικά το μόχθο τους. Έτσι, παιδιά, για να μην απελπιζόμαστε τελείως. Αλλά και ο Τάσος Γιαννόπουλος ενσάρκωσε με οβιδιακή μαεστρία τις μεταμορφώσεις του «εκδικητή» των γερόντων και ρυθμιστή του έρωτα και του… τιμολογίου του Στραφορέλ. Επάνω του θριάμβευσαν η μιμική, το υπονομευμένο μελόδραμα και η ξεκαρδιστική μπαρόκ ψευδοξιφογραφία. Τους δύο γέροντες πατέρες και επ’ αγαθώ «συνωμότες» τους οποίους τελικά υπερβαίνει η αρετή και η αληθινή αγάπη υποδύθηκαν ο Γιαν. Κυριακίδης και ο Μπ. Γιωτόπουλος. Ζωηρότατο, σφριγηλό αντιθετικό ζεύγος που ανέδειξε τον ρεαλιστικότερο, πιο μπρούτο Κυριακίδη σε αντιφατική φιγούρα του Γιωτόπουλου. Εκείνος, στήριγμα του εγχειρήματος, με μπρίο, χάρη, έμπνευση και άψογη αγωγή λόγου μας θύμισε λαμπερά τι σημαίνει τριαντάχρονη εμπειρία στο παλιό καλό Εθνικό και δημιουργική αναβίωσή της. Η υπόκρισή του συνδύασε την ελαφρότητα του κωμικού με το νομιμοποιητικό κύρος που απαιτείται στο συγκεκριμένο θεατρικό είδος.

Και κλείνω μιλώντας για τον ποιητή Στρατή Πασχάλη, τον πριγκιπικό πρωταγωνιστή της βραδιάς. Είναι η δεύτερη φορά που εξαντλεί την κλίμακα των μεταφραστικών επαίνων. Αλλά αφού αξίζει πάλι και πάλι. Η σκηνοθετήσασα μετάφρασή του, κείμενο ήδη κλασικό στο οποίο συναντώνται το χαζό λοφίο με το γνήσιο αίσθημα, η χάρις με την παρήχηση, η γλωσσική γοητεία με την υπολογισμένη θεατρικότητα, η καιριότητα με την αβρότητα, ο στιχουργικός διασκελισμός με την αλλαγή του νοήματος και οι δροσερές ρανίδες της ποίησης με την αβίαστη προώθηση της δράσης, η μετάφρασή του λοιπόν αυτή περιτράνως διαλαλεί τη γνώση, την ευαισθησία και το ταλέντο του που άλλοι μάταια και καθημερινά μας ξεκουφαίνουν πως τα διαθέτουν. Επιπλέον, να ένας δεκαπεντασύλλαβος που –πράγμα σπάνιο– δεν διαψεύδει ποιμενικά τον αλεξανδρινό των Γάλλων.
Έχω δει λίγα ποιήματα από τη συλλογή του Ροστάν «Les musardises» («Αργοσχολίες»). «Δεν είναι και μεγάλον πράγμα», που έλεγε και ο Καβάφης. Αν όμως τα μετάφραζαν άνθρωποι σαν το Πασχάλη, θα παίρνανε μπόι ποιητικό, όπως ας πούμε ο Καζαντζάκης που, καλά μεταφρασμένος, ηρεμεί, διαβάζεται και ίσως και να… αρέσει.

25.02.2001, Βαρβέρης Γιάννης «Νεορομαντισμός, η βίαιη νεκροφάνεια», Η Καθημερινή

 

Για το link πατήστε εδώ