Ο Μπύχνερ και ο θάνατος της Επανάστασης

Σε μία εποχή όπου η Δημοκρατία κινδυνεύει αλλά κανένας δεν βγαίνει στους δρόμους, οι κραυγές ενός λαού που δεν ακούγεται γίνονται ηχηρή σιωπή στο θέατρο, μέσα από το έργο ενός συγγραφέα επαναστάτη και τη δουλειά ενός ρηξικέλευθου σκηνοθέτη. Ο Γκέοργκ Μπύχνερ έγραψε τις λέξεις που ο Στάθης Λιβαθινός έπλασε σαν εικόνες, σε μία παράσταση με πολλά προτερήματα τόσο για έναν λάτρη της τέχνης, όσο και για ένα πολιτικώς σκεπτόμενο και φιλοσοφημένο άτομο.

Ένα σπουδαίο κείμενο ταξιδεύει μέσα στον χρόνο, όταν οι αρετές της καλαισθησίας του συναπαντούν μέσα στο σώμα του ιδέες πρωτοποριακές, τοποθετήσεις προοδευτικές και στοιχεία ανατρεπτικά, οδηγώντας την ίδια την ανθρώπινη σκέψη μερικά βήματα παρακάτω.

Ο Μπύχνερ ήταν μόλις 21 ετών, όταν κατέθεσε μία ολοκληρωμένη πραγματεία επάνω στην υπαρξιακή ανθρώπινη αγωνία, διαπραγματευόμενος περί της έννοιας τόσο του Θεού όσο και του θανάτου, με αφορμή και πρωταρχική πηγή του τις έρευνες γύρω από την Γαλλική Επανάσταση και την περίοδο της Τρομοκρατίας. Ο Δαντόν, ο Ροβεσπιέρος, ο Ντεμουλέν και πλήθος ιστορικών προσώπων που πρωτοστάτησαν εκείνη την εποχή στις πολιτικές εξελίξεις της χώρας, γίνονται ο Ζορζ, ο Μαξιμιλιανός, ο Καμίλ που διαδραματίζουν σπουδαίο ρόλο στις σελίδες του Γερμανού συγγραφέα.

Το μέγεθος της καλλιτεχνικής αξίας του Μπύχνερ είναι αδιαμφισβήτητα μεγάλο. Αν και με ελάχιστη δημιουργική παραγωγή (πέθανε αρκετά νωρίς, αφήνοντας παρακαταθήκη 4 πονήματά του, με το αριστουργηματικό, καίτοι ημιτελές, Βόυτσεκ, μεταξύ αυτών) κατάφερε να επιδράσει στους μεταγενέστερους επηρεάζοντας, με το καινοτόμο ύφος και περιεχόμενό του, από τους νατουραλιστές και εξπρεσιονιστές έως τους υπαρξιστές. Είναι κρίμα πάντως το ότι χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια από το θάνατό του, προκειμένου να πάρει τη θέση που του αρμόζει στην ιστορία του θεάτρου, και όχι μόνο. Ωστόσο εάν η υστεροφημία είναι εκείνη που αναγνωρίζει ένα έργο τέχνης, τότε τα δικά του έχουν από καιρό αποκτήσει την ταυτότητά τους.

Πρωτόλειο του συγγραφέα, “ο θάνατος του Δαντόν”, (αμέσως πριν είχε γράψει ένα επαναστατικό μανιφέστο), καθιερώνει την “έρευνα” ως μέθοδο στο θέατρο με τη χρήση ντοκουμέντων για πρώτη φορά (βλέπε πολιτικοί λόγοι των δύο αντίπαλων ηρώων ή τα όσα ειπώνονται στην εθνοσυνέλευση ή το δικαστήριο). Με αυτό δεν εννοώ ασφαλώς την ακριβή καταγραφή ή την πιστή απόδοση μίας μαρτυρίας, αλλά την εμπνευσμένη ανασύνθεση της ατμόσφαιρας μέσα από τη μελέτη και τα χρονικά της εποχής. Το τότε της δράσης παγιδεύεται στο τώρα της απεικόνισής της.

Για έναν σκηνοθέτη είναι αρκετά δύσκολο να φέρει στη σκηνή τους δρόμους του Παρισιού που πάλλονταν από τον αέρα της επανάστασης, έναν αέρα που είχε τη μυρωδιά του αίματος. Στα ελληνικά δεδομένα, ο Φώτος Πολίτης το 1933 δοκίμασε για πρώτη φορά να κοινωνήσει το χαμένο στη λήθη αριστούργημα στο κοινό της Αθήνας. Για του δικού του εγχειρήματος τα αποτελέσματα δεν έχω γνώση παρά μονάχα μέσω της εκτίμησης τρίτων. Για την απόπειρα του Στάθη Λιβαθινού ωστόσο, μπόρεσα κιόλας να σχηματίσω γνώμη, με βάση όσα είδα την Πέμπτη 20 Ιανουαρίου, στην πρεμιέρα της παράστασης με την σκηνοθετική υπογραφή του, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.

Ένα σκηνικό που πότε κοκκίνιζε από ντροπή, πότε αποκτούσε την ψυχρότητα του μπλε και πότε όρθωνε την λευκή αθωότητά του απέναντι στο καχύποπτο βλέμμα του θεατή, μας εισήγαγε κατευθείαν στον χώρο της σκηνικής δράσης (φωτισμοί Αλέκος Αναστασίου). Με την ίδια λογική οι πρωταγωνιστές ντυμένοι, παρήλαυναν σαν υπερήφανες σημαίες, με τη συνοδεία πανηγυρικών εμβατηρίων ή πένθιμων καμπανοκρουσιών (και εδώ η μουσική παιζόταν ζωντανά- μουσική Blaine Reininger).Ο Ροβεσπιέρος στο κόκκινο, ο Δαντόν στα λευκά και ο Σεντ Ζιστ στο μπλε, υπογράμμιζαν με αυτή την χρωματική διάκριση κάποια από τα βασικά τους χαρακτηριστικά. Ένας καναπές και κάποια πακέτα εφημερίδων ήταν όλα και όλα τα αντικείμενα που υπήρχαν στον χώρο. Αυτά μαζί με το ταλέντο των ηθοποιών και την ευφυΐα ενός πάντα αξιόπιστου δημιουργού.

Το δύσκολο με τον Μπύχνερ είναι πως στο έργο του υπάρχουν άπειρες σκηνές πλήθους, είτε μέσα στην αίθουσα συνεδριάσεων, είτε στις γειτονιές της πόλης. Ο Λιβαθινός όχι μόνο δεν τρόμαξε από τις, σχεδόν κινηματογραφικές, εικόνες, αντιθέτως ζωντάνεψε έναν ολόκληρο κόσμο μέσα από την ελλειπτική αφήγηση. Η σιωπή των αγωνιστών λόγου χάρη, αμέσως μετά την αρχική διαλογική σκηνή του Δαντόν με τους ομοϊδεάτες του, κραύγαζε τόσο δυνατά τα θέλω τους και φόβιζε τόσο η δυναμική τους με τη slow motion κίνηση και τις έντονες συσπάσεις των προσώπων ώστε δεν χρειαζόσουν ούτε καν ψίθυρο προκειμένου να μπεις στην πρώτη γραμμή της μάχης. Μου άρεσε επίσης η κλιμακωτή ένταση που έδωσε ο σκηνοθέτης στην παράσταση. Αθόρυβα στην αρχή αλλά με όλο και αυξανόμενη ενέργεια, ακολουθεί την ίδια την αφύπνιση του Δαντόν, από τον αρχικό λήθαργο στην εκρηκτική τελική του αναμέτρηση με τον θάνατο.

Δεν διστάζει να χλευάσει κάθε έναν από τους θεσμούς που παρουσιάζονται στο έργο, βάζοντας πότε τα μέλη της Εθνοσυνέλευσης να στέκονται επάνω στις στοίβες εφημερίδων (τονίζοντας την εφήμερη φύση τους), πότε τον φύλακα να ασκεί τα σωφρονιστικά του καθήκοντα με την χάρη που θα ταίριαζε σε δεσποσύνη. Δανειζόμενος τη φόρμα του μπουρλέσκ, λαϊκών θεαμάτων προς τέρψιν του θεατή με την χρήση μουσικής, φτάνει μέχρι το γκροτέσκο για να αποδώσει μερικές από τις πιο εύστοχες σκηνές πολιτικοκοινωνικού σχολιασμού του κειμένου. Σε αντίθεση με το ίδιο το έργο που κρατάει πάντα στο περιθώριο τον απλό λαό, τους πολίτες χαμηλής κοινωνικής στάθμης (ο Μπύχνερ καινοτόμησε και σε αυτό μεταγενέστερα με τον Βόυτσεκ), ο Λιβαθινός τους δίνει την ευκαιρία να κερδίσουν την αμέριστη προσοχή και το χειροκρότημά μας. Και αν γελάμε μαζί τους είναι επειδή δεν είναι χαμένα στη λήθη της ιστορίας όλα όσα υποφέρουμε εξαιτίας των κάθε λογής πολιτικών συστημάτων.

Ο Λιβαθινός έχει το χάρισμα μέσα από μία διήγηση ρεαλιστικών γεγονότων να φτιάχνει σκηνές ποιητικές. Τα ακέφαλα σώματα και η αυτοπυρπόληση της Μαριόν είναι δύο από τις πιο μυσταγωγικές στιγμές της συγκεκριμένης παραγωγής, που μαγεύουν με την ιεροτελεστία των κινήσεων. Ακόμα και η εκμετάλλευση της προοπτικής ήταν άκρως επιτυχημένη. Η αρχική απόστασή μας από τον κοιμισμένο σε έναν καναπέ Δαντόν, μειώνεται καθώς πλησιάζουμε τους πέντε χειροδεμένους “συντρόφους” μέσα στη φυλακή τους, για να εκμηδενιστεί στην τελική πράξη του απαγχονισμού. Ακριβώς όπως ο ήρωας σιγά σιγά έρχεται προς το μέρος του λαού (ο Λιβαθινός χρησιμοποιεί τους θεατές ως συγκεντρωμένους κάθε φορά οπαδούς είτε μίας πολιτικής απεύθυνσης, είτε ως τον όχλο που γίνεται μάρτυρας της δολοφονίας – με αυτόν τον τρόπο μας κάνει όλους συνένοχους, σε μία μεταφορά επιτυχημένη ως προς τις αναλογίες της στο σήμερα). Το θέατρο ως η αρένα των πολιτικών εξελίξεων, των αποφάσεων και των δράσεων, μεταφέρει την ευθύνη της αιματοχυσίας στους απαθείς θεατές της ιστορίας, που αλλοιώνουν την ευθυκρισία ενός σκεπτόμενου μέρους της κοινωνίας, με την δική τους δράση ως όχλου. Η βία, αν και δεν αναπαριστάται, είναι πανταχού παρούσα, ακόμα και στα λόγια.

Αξιοποιώντας την εξαιρετική Μαρία Ναυπλιώτου σε πολλαπλό ρόλο – πότε είναι η Μαριόν, η ενσάρκωση της Επανάστασης, πότε η Λουσίλ, γυναίκα του Καμίλ, δίνει την απαραίτητη έμφαση στο αναπόφευκτο της πτώσης (σαν Κασσάνδρα που προμηνύει τα δυσοίωνα). Δεν ξεχνάει πως πέρα από ένα ουσιαστικό πολιτικοκοινωνικό μανιφέστο, ο Μπύχνερ θέλησε να καταγράψει και τις οντολογικές και υπαρξιακές του αναζητήσεις. Εμβόλιμα στη ροή των γεγονότων δίνεται ο χρόνος στους ετοιμοθάνατους να αναζητήσουν την πίστη τους σε κάτι (ο θάνατος είναι το τίποτα άρα τίποτα δεν είναι θάνατος) ή να στοχαστούν κατά μονάς για τα πεπραγμένα της ζωής τους. Ο Λιβαθινός φροντίζει να παρεμβάλλει χιουμοριστικές νότες στο θλιβερό πεντάγραμμο ενός επικείμενου ρέκβιεμ, χωρίς ποτέ να μας αφήνει ωστόσο να ξεχάσουμε το βέβαιο του τέλους (ο Χάρος περνάει τραγουδώντας στο βάθος της σκηνής για να υποδείξει την ασταθή θέση του κεφαλιού επάνω στο λαιμό των κατηγορουμένων για προδοσία).

Αν και μιλάμε για ερμηνευτική απόδοση συνόλου, όπως σε κάθε παραγωγή του Λιβαθινού, είναι αδύνατον να μην γίνει ξεχωριστή αναφορά στους δύο μεγάλους αντιπάλους. Ο Ηλίας Μελέτης ανέλαβε να ενσαρκώσει τον μελλοθάνατο επαναστάτη με περίσσεια γενναιότητα. Ο ακόλαστος Ζορζ δίνει την θέση του στον λεοντόκαρδο Δαντόν αβίαστα και μεθοδικά. Από τα σολαρίσματά του μου άρεσε ιδιαίτερα η σκηνή που βγαίνει στο δρόμο για να πανηγυρίσει, η οποία ξεκινάει από τα ύψιστα ντεσιμπέλ για να καταλήξει αθόρυβη, μουγγή, μα εντυπωσιακή συνάμα συγκέντρωση της ύλης του σύμπαντος μέσα στο σώμα ενός και μόνο ατόμου, ένας χορός πολεμικός που μοιάζει με προσευχή ζωής.

Ο Βασίλης Ανδρέου από την άλλη, φάνηκε να γεννήθηκε γι αυτόν τον ρόλο. Κάτω από το αυστηρό παρουσιαστικό ενός ανθρώπου μονήρη, αφήνει να διαφανεί μία αμφιταλαντευόμενη εμμονή για ηθική, που γίνεται γιγαντωμένη ενοχή μπροστά στα δικά της εγκλήματα. Έχει τέτοια ισχυρή παρουσία επάνω στη σκηνή ώστε με το ανέκφραστο πρόσωπό του, χωρίς καμία σύσπαση, το αλύγιστο κορμί του και την ρητορική δεινότητά του κλέβει πραγματικά την παράσταση ως ο αδέκαστος “υπερτρομοκράτης”. Καθηλωτικός ακόμα και την στιγμή που αυτοσαρκάζεται ρίχνοντας στο πάτωμα το μανδύα της κίβδηλης ηθικής του. Μαζί με την γήινη όσο και αέρινη Μαρία Ναυπλιώτου, σαν ο ιδανικός αντίθετος πόλος του, είναι εκείνοι οι δύο που μετέφεραν στον Σίσυφο – Δαντόν το μήνυμα της τελικής συντριβής του.

Η Ναυπλιώτου αποφεύγει τον σκόπελο της υστερίας ως αντίδραση μίας εγκυμονούσας που χάνει τον άντρα της, και βηματίζει απαλά προς την απώλεια. Άλλοτε πάλι παίρνει την θέση στη σκηνή σαν άγαλμα – σύμβολο μίας επισφαλούς ιδέας, και στέκεται αγέρωχη ανάμεσα σε όλα τα τεκταινόμενα εις βάρος της ίδιας της της παρουσίας. Εξαιρετικός μέσα στην απλότητά και αφοπλιστική ειλικρίνειά του, ο μονόλογος για τον πρώτο έρωτα και την πρώτη ταυτόχρονα απώλεια.

Το υπόλοιπο καστ συμπληρώνουν ηθοποιοί που φέρουν σε πέρας άκρως επιτυχημένα τις διαδρομές τους.

Το έργο μιλάει στην Ελλάδα του 2011, ακριβώς επειδή ασκεί κριτική σε πολιτικούς θεσμούς και την λειτουργία τους, καθώς και στην παθογένεια μίας κοινωνίας, την οποία γαλβανίζουν πάσης λογής δημαγωγοί, προκειμένου να συνεχίζεται αδιάκοπα η λήψη αποφάσεων που χαλιναγωγούν την ελευθερία, την ισότητα, την αδελφότητα. Όπως ξεσπούν οι συντελεστές φωνάζοντας πιο δυνατά από ποτέ για τα πάγια αιτήματα και τις θεμελιώδεις αξίες μίας δημοκρατικής πολιτείας, διαφοροποιώντας την θέση του οραματιστή σκηνοθέτη από τον πεσιμιστή συγγραφέα (ζήτω ο βασιλιάς ήταν η ατάκα που ξεστόμισε η Λουσίλ), έτσι θα έπρεπε και όλοι εμείς να αφήσουμε να ξεχυθεί όλο το δίκαιο αίτημα για Δημοκρατία και Αξιοπρέπεια στους δρόμους της εξωθεατρικής πραγματικότητας.

22.01.2011, Πρασσά Νίκη «Ο Μπύχνερ και ο θάνατος της Επανάστασης», camerastyloonline.wordpress.com

 

Για το link πατήστε εδώ