Η «Φόνισσα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη είναι ένα έργο μοναδικό στα ελληνικά γράμματα. Τόσο για το ψυχογράφημα μιας γυναίκας οριακής, της Φραγκογιαννούς, όσο και για την ιδιότυπη γλώσσα και την ατμοσφαιρικότητα του δράματος. Αυτό το δύσκολο εγχείρημα, της μεταφοράς του έργου του Παπαδιαμάντη στη γλώσσα του, επιχειρείται φέτος στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας από έμπειρους, ξεχωριστούς και αναγνωρισμένους θεατρικούς συντελεστές. Τη σκηνοθεσία έχει αναλάβει ο Στάθης Λιβαθινός, τη διασκευή και τη δραματουργική επεξεργασία από κοινού με τον Στρατή Πασχάλη, ενώ στον δύσκολο ρόλο της Φόνισσας βρίσκεται η Μπέττυ Αρβανίτη. Η «F.S.» συνάντησε την πρωταγωνίστρια ένα μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας, στην παρουσίαση του προγράμματος του Θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας για τη νέα σεζόν.
Πέρυσι είχατε υποδυθεί μια πολύ καταπιεστική μητέρα στο «Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα», φέτος κάνετε τη «Φόνισσα», τη γιαγιά που σκοτώνει τις εγγονές της. Πού ανατρέχετε για να βρείτε τα στοιχεία των ηρωίδων σας;
Δεν θεωρώ ότι τα δύο πρόσωπα έχουν κοινά στοιχεία. Μπορεί στην «Μπερνάρντα Άλμπα» να υπήρχε καταπίεση, αλλά εδώ, στη «Φόνισσα», έχουμε μια ηρωίδα που περνάει στην άλλη όχθη. Αυτή η διαδρομή ενός προσώπου σαν κι εμάς που περνάει απέναντι είναι ένα θέμα που με απασχολεί και με ενδιαφέρει πάρα πολύ. Εν δυνάμει όλοι μας θα μπορούσαμε να περάσουμε – ευτυχώς, δεν το κάνουμε. Όλοι μπορεί να σκεφτόμαστε εγκλήματα, διαστροφές, αλλά είναι τελείως διαφορετικό πράγμα να περάσεις στην πράξη. Το γιατί με ενδιαφέρει τόσο πολύ δεν το γνωρίζω, είναι κάτι που πρέπει να ψάξουμε από άλλες οδούς, ψυχαναλυτικές κτλ. Να φανταστείτε ότι η μοναδική φορά που επιχείρησα να σκηνοθετήσω ήταν για την περίπτωση ενός serial killer.
Είναι ο φόνος αυτός καθ’ αυτόν που μας συγκλονίζει στην περίπτωση της Φόνισσας ή τα αναμεμειγμένα συναισθήματα που μας δημιουργεί η σωτηρία μέσω του αφανισμού;
Η Φόνισσα βεβαίως νομίζει ότι σώζει. Μέσα από τον παραμορφωτικό καθρέφτη της Φόνισσας, μέσα από την τρέλα της, αισθάνεται ότι προικίζει. Προικίζει με το θάνατο. Βέβαια αυτή η γυναίκα έχει τεράστια κενά, ένα φοβερό ανικανοποίητο, ποτέ δεν πήρε τη ζωή της στα χέρια της. Και νομίζω ότι με την πράξη του φόνου παίρνει κάτι στα χέρια της, γίνεται για λίγο θεός. Γεννάει και σκοτώνει, για πρώτη φορά ορίζει. Βέβαια, με βρίσκετε σε διαδικασία προβών και όλα αυτά τα επεξεργάζομαι μέσα μου, δεν ξέρω εάν ύστερα από ένα μήνα καταλήξω σε άλλα συμπεράσματα. Μετά την εμπειρία του πρώτου φόνου, το ίδιο το γεγονός δημιουργεί μια έλξη, σαν το ναρκωτικό, εθίζει. Μια έλξη και μια ανάγκη επανάληψης. Όταν λέει το κείμενο «ησθάνθη αγρίαν χαρά», συγκλονίζεσαι όταν συνειδητοποιείς ότι αυτή η φράση λέγεται για φόνο. Ίσως είναι η μοναδική ηρωίδα που μπαίνει και βγαίνει στην τρέλα. Έχει ανάγκη να βεβαιωθεί ότι έχει δίκιο, εκλογικεύει την πράξη, αλλά μια τέτοια πράξη φυσικά δεν εκλογικεύεται.
Πόσο δύσκολο είναι για σας να κατανοήσετε την ηρωίδα σας και πόσο δύσκολο είναι να κάνετε τους θεατές σας να ταυτιστούν με μια τόσο ακραία περίπτωση;
Για να μπορέσεις να ερμηνεύσεις μια ηρωίδα στο βαθμό που μπορείς, πρέπει πρώτα να την κατανοήσεις και μετά να την υπερασπιστείς. Όλοι οι άνθρωποι έχουν δύσκολες πλευρές, σε κάποιες από τις οποίες κάποιοι μπορεί να νιώθουν κοντά. Όταν πλησιάζεις ένα τόσο ανοίκειο πράγμα, ξαφνικά γίνεται προσεγγίσιμο και κατανοητό.
Με ποιες πλευρές της αισθάνεστε οικεία;
Προς Θεού, δεν αισθάνομαι οικεία στο να πνίγω παιδάκια, ήδη η διαδικασία μού έχει ξυπνήσει κάτι φοβερά όνειρα. Νιώθω όμως ότι η πορεία της προς το θάνατο είναι και αυτοκτονική. Σκοτώνει την εγγονή της, που τη λένε Χαδούλα σαν κι εκείνη, σαν να σκοτώνει τον εαυτό της. Έχει όμως κι ένα τρομερό ένστικτο αυτοσυντήρησης, πράγμα που σημαίνει ότι κάτι της αρέσει, κάτι την κρατάει. Έπειτα από κάθε φόνο αδειάζει. Αλλά το ανικανοποίητό της δεν γεμίζει με τίποτα.
Εάν βγάζαμε το φόνο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η διαδικασία του θεάτρου είναι μια διαδικασία αδειάσματος και γεμίσματος; Ένα συνεχές ανικανοποίητο;
Οπωσδήποτε. Είναι μια θνησιγενής τέχνη. Είναι του εδώ και του τώρα, κι αυτή είναι για μένα η μεγάλη γοητεία του θεάτρου. Το κάθε κοινό βλέπει και μια άλλη παράσταση. Μου έχει τύχει κάποιο βράδυ, για παράδειγμα, να μη θέλω καθόλου να παίξω και τελικά να βγαίνω στη σκηνή κάνοντας μια παράσταση που δεν την είχα φανταστεί. Συμβαίνει σ’ εμάς τους ηθοποιούς να έχουμε κάποια στοιχεία που μας σταματάνε, και μόνο στη σκηνή να μη μας σταματάει τίποτα. Και μετά, όταν τελειώνει η παράσταση, να βγαίνει μια τρομερή ανακούφιση, ένα άδειασμα ή ακόμα και αγωνία, γιατί κάτι καινούργιο κατάλαβες. Ο κάθε ηθοποιός δουλεύει με το υλικό του, δεν είναι κάτι έξω από αυτόν, μόνο που κάθε ρόλος δημιουργεί με τα ήδη υπάρχοντα στοιχεία μια καινούργια χημική ένωση. Και φτιάχνουν ένα άλλο αποτέλεσμα. Για τον συγκεκριμένο ρόλο από ποιο βάθος του εαυτού μου αντλώ υλικό δεν το ξέρω και, μεταξύ μας, δεν θέλω να το μάθω.
Φοβάστε αυτόν το ρόλο;
Ναι. Είναι ένας ρόλος που ο ηθοποιός πρέπει να ανασύρει όλες του τις εμπειρίες, όλα του τα συναισθήματα, όλες τις ιδιότητες για να μπορέσει να τον ερμηνεύσει. Έχει διαστάσεις αρχέγονες, είναι εφάμιλλος της αρχαίας τραγωδίας. Το να αναμετρηθείς με τέτοια πράγματα δεν είναι απλό, τον φοβάμαι πάρα πολύ, αλλά με ελκύει την ίδια στιγμή. Είναι και η γλώσσα του Παπαδιαμάντη που από τη μια μας ξενίζει και από την άλλη αντλεί από μέσα μας κάτι πολύ βαθύ. Είναι πολύτιμο να θυμηθούμε τη γλώσσα του Παπαδιαμάντη, ειδικά αυτή την εποχή.
Η «Φόνισσα» περνάει το μήνυμα της γυναικείας καταπίεσης. Εσείς νιώσατε ποτέ καταπιεσμένη λόγω φύλου;
Εγώ όχι. Μεγάλωσα με προοδευτικούς γονείς και πήγα σε μεικτά σχολεία, οπότε από προσωπική άποψη δεν μπορώ να μιλήσω, μπορώ να μιλήσω από καταστάσεις άλλων γυναικών που γνώρισα. Από αυτή την άποψη, μπορείς να δεις κοινά ακόμα και σήμερα με την κατάσταση της Φόνισσας. Ο κόσμος κοινωνικά καθορίστηκε από άντρες, γι’ αυτό φτιάχτηκε έτσι. Δεν υπάρχει όμως περίπτωση να μην αλλάξει. Είμαστε ίσοι, αλλά δεν είμαστε ίδιοι. Κάθε εποχή έχει διαφορετικές ανάγκες.
Εάν δεν ήσασταν μητέρα, θα καταπιανόσασταν με αυτόν το ρόλο;
Ως ηθοποιός ναι, θα ήθελα να τον υποδυθώ, δεν ξέρω όμως πόσο θα βάθαινα. Χωρίζω τους ανθρώπους σε αυτούς που έχουν παιδιά και σε αυτούς που δεν έχουν. Ξέρω ότι ακούγεται τρομερό αυτό, αλλά το πιστεύω. Όσοι έχουν παιδιά είναι αρκετά διαφορετικοί. Εάν δεν έχεις βιώσει τη μητρότητα και την πατρότητα, δεν μπορείς να αισθανθείς ότι ένα άλλο πλάσμα είναι πάνω από σένα. Γίνεσαι πάρα πολύ πλούσιος άνθρωπος. Εγώ μπορεί να παίζω τη Φόνισσα, αλλά εύχομαι πάντα να γεννιούνται παιδιά.
28.10.2011, Σπυροπούλου Μαρία – Ελένη «Μπέττυ Αρβανίτη: Η Φόνισσα με φοβίζει, αλλά με ελκύει ταυτόχρονα», Free Sunday