Η «Φόνισσα» χάρισε στην Μπέτυ Αρβανίτη δύο βραβεία και δύο φουλ σεζόν
Ο ρόλος της Φραγκογιαννούς της άνοιξε νέους ερμηνευτικούς δρόμους, όπως λέει. Ύστερα από είκοσι έξι χρόνια σκληρής δουλειάς και σημαντικών παραστάσεων στο θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, αντιμετωπίζει την κρίση με όπλα της την τέχνη, το ξαλάφρωμα από τα περιττά και τη στροφή στον διπλανό της
Όλοι λένε ότι η «Φόνισσα» του Αλ. Παπαδιαμάντη ήταν ο ρόλος της καριέρας της. Για την ερμηνεία της απέσπασε δύο βραβεία: το Βραβείο Κοινού του «Αθηνοράματος» και το «Κάρολος Κουν». Εκείνη λέει ότι η «Φόνισσα» της χάρισε κάτι μοναδικό: μια πρωτόγνωρη ερμηνευτική ελευθερία, που θα την ακολουθεί. Η Μπέτυ Αρβανίτη αργά αλλά σταθερά βρήκε τον βηματισμό της στο θεατράκι της Οδού Κεφαλληνίας. Χαρούμενη, αλλά συγκρατημένη, μας μίλησε γι’ αυτή τη διαδρομή, τη σχέση της με τον Στάθη Λιβαθινό, το πώς αντιλαμβάνεται την κρίση που διανύουμε.
«Με ρωτούσαν συχνά για σταθμούς στην καριέρα μου κ.λπ. Δεν ήξερα τι να απαντήσω. Τώρα ξέρω. Μετά τη «Φόνισσα» κάτι άλλαξε. Άνοιξε ένα καινούργιο, αλλιώτικο ερμηνευτικό παράθυρο. Βρήκα μια πολύ μεγάλη προσωπική ελευθερία. Κι αν αυτά ακούγονται κλισέ ή εξεζητημένα, είναι η αλήθεια. Ότι προσπαθούσα να βρω σε ρόλους και έργα τόσα χρόνια, προέκυψε μέσα απ’ αυτή τη δουλειά».
– Τι σας βοήθησε; Η δύναμη της λογοτεχνίας, ο ρόλος, το στήσιμο της παράστασης;
Σίγουρα το κείμενο, αλλά και ο τρόπος που στήθηκε η παράσταση από τον σκηνοθέτη ως αφήγηση-δράση. Συνηθισμένοι στον καθημερινό προφορικό λόγο, έχουμε χάσει τη βαθύτερη αίσθηση των λέξεων. Σ’ ένα κείμενο πια ανοίκειο, ανανεώθηκε η σχέση με λέξεις και νοήματα. Το εντυπωσιακό είναι ότι η γλώσσα συνεπήρε τους νέους κυρίως παρά τους «κουρασμένους» και ειδήμονες. Κι αυτό με κάνει ευτυχή.
-Δύο βραβεία για την ίδια παράσταση μέσα σ’ έναν χρόνο.
Κι ενώ πέρσι έλεγα «ωραία, πέτυχε», φέτος η επανάληψη, παρά την κούραση, με προχώρησε κι άλλο. Νιώθω ακόμα ωριμότερη, πιο ελεύθερη. Ρισκάροντας να ακουστώ υπερφίαλη, λέω ότι για πρώτη φορά με εξέπληξε ο εαυτός μου. Δεν πιστεύω στα βραβεία. Όμως στην περίπτωση της «Φόνισσας» συνέβησαν δύο σημαντικά πράγματα. Το βραβείο του «Αθηνοράματος» ήταν ένα αισιόδοξο μήνυμα. Δεν είναι τρέχον να υπερψηφίζεται ελληνική λογοτεχνία. Κι όμως προτίμησαν έργο ούτε οικείο ούτε διασκεδαστικό. Μια ωραία απάντηση σε όσους υποστηρίζουν ότι το κοινό θέλει τα εύπεπτα. Το κοινό θέλει το καλύτερο που μπορείς να του δώσεις. Στο δεύτερο βραβείο ομολογώ ότι την πάτησα συναισθηματικά. Και μόνο η προφορά των λέξεων Βραβείο «Κάρολος Κουν» με συγκίνησε, με πήγε πίσω στα χρόνια της σχολής. Ένιωσα λες και με βράβευε ο δάσκαλός μου. Το άλλο εντυπωσιακό στοιχείο είναι ότι αυτά τα βραβεία είναι ζωντανά. Συνήθως οι βραβευμένοι τα παίρνουν κατόπιν εορτής, τα τοποθετούν στο ράφι και ησυχάζουν. Εδώ όμως το βραβείο «εκτιμάται» κάθε βράδυ στην παράσταση. Νιώθω ότι ο θεατής έρχεται με μια επιπλέον προσδοκία και μοιραία ανεβαίνει ο πήχης από μεριάς μου. Πρέπει να είμαι σε εγρήγορση – κι όπως ξέρεις, το θέατρο συμβαίνει τώρα. Μόλις πέσει η αυλαία σβήνει για πάντα.
– Ο Στάθης Λιβαθινός είναι πια ο σκηνοθέτης σας;
Μετά τον Μίνω Βολανάκη, η δεύτερη μεγάλη θεατρική σχέση είναι με τον Στάθη. Πρωτοσκηνοθέτησε στη Β΄ Σκηνή του θεάτρου μας το «Πεθαίνω σαν χώρα» του Δ. Δημητριάδη. Μετά μου πρότεινε το «Πριν από την αποχώρηση» του Τ. Μπέρνχαρντ. Τότε πήρα το βραβείο «Κοτοπούλη». Τον εμπιστεύτηκα, του οφείλω πολλά. Είναι σκηνοθέτης της πράξης, όχι από καθέδρας. Αγαπά τον ηθοποιό, του προσφέρει κλειδιά, του ανοίγει δρόμους, τον σπρώχνει στον αυτοσχεδιασμό, στην ανακάλυψη πραγμάτων κάνοντάς τον συνένοχο. Δεν είναι επηρμένος, δεν επιβάλλει. Για μένα είναι η ιδανική καλλιτεχνική συνεργασία. Κι επειδή το θέατρο είναι πράγματι «πληθυντικού αριθμού», δουλεύει συλλογικά. Δίνει και παίρνει.
– Το όνομά του παίζει στην κούρσα διαδοχής του Γιάννη Χουβαρδά στη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου. Πώς το βλέπετε;
Νομίζω ότι είναι ιδανική επιλογή. Διαθέτει σπουδές, γνώσεις, ταλέντο, εμπειρία, όραμα. Κυρίως είναι αφοσιωμένος στο θέατρο, το έχει αποδείξει τόσο στο ελεύθερο θέατρο όσο και με τη δουλειά του στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού. Προσωπικά δεν με συμφέρει γιατί θα τον χάσω από το θέατρο. Και η αποχώρησή του, πραγματικά, θα μου στοιχίσει.
– Δηλαδή δεν έχετε αποφασίσει το έργο της επόμενης σεζόν. Κάτι άκουσα για τους «Βρικόλακες» του Ίψεν.
Τίποτα ακόμα δεν ισχύει. Προς το παρόν παραγγέλνω και διαβάζω συνεχώς έργα. Μετά τη «Φόνισσα» είναι δύσκολη η μετάβαση σε άλλο έργο. Αλλά πρέπει να βρεθεί και μάλιστα γρήγορα.
– Το θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας διανύει τον 26ο χρόνο ζωής του. Αλήθεια, πριν πού ήσασταν;
Στο θέατρο… Αλλά αυτό κατοικεί στη μνήμη, όχι στην εικόνα που ζει εσαεί όπως στο σινεμά. Ο κόσμος με θυμάται σταρ του Φίνου, αλλά από τότε που αποφοίτησα από το Τέχνης δούλεψα στο θέατρο, προσπαθώντας μάλιστα να παίζω σ’ αυτές που λέμε «ποιοτικές παραστάσεις». Με τον Τριβιζά, πρώτα στο Κυκλικό Θέατρο και μετά στο Λαϊκό Πειραματικό. Έκανα ενδιαφέροντες ρόλους, συνεργάστηκα με τον Σεβαστίκογλου, έπαιξα με τον Δ. Παπαμιχαήλ στον «Θείο Βάνια». Δύο χρόνια πριν ιδρυθεί το θέατρό μας, πέρασα μια κρίση. Ασφυκτιούσα να επαναλαμβάνω την εικόνα μου, να μπαίνω στο όνειρο κάποιου άλλου. Ήθελα να εκτεθώ, εκθέτοντας και τις επιλογές μου. Κι επειδή συνεχώς μιλάμε περί «ποιότητας» άρχισα να παιδεύομαι. Όταν ο Βασίλης Πουλατζάς με παρότρυνε να επιχειρήσουμε την ίδρυση του θεάτρου είπα: «Πάμε». Εκείνος ανέλαβε την οργάνωση –εγώ δεν θα μπορούσα με τίποτα να ανακατευτώ σ’ αυτά- και ξεκινήσαμε. Συνήθως τέτοια θέατρα γίνονται από σκηνοθέτη και ηθοποιό ή θιασαρχικά ζευγάρια. Ο Βασίλης το πήρε πάνω του. Από φοιτητής ακόμα στη Γερμανία ανακατευόταν με το θέατρο, το αγαπούσε. Είναι μικρό, δεν καθορίζεται από το ταμείο, αλλά ρισκάρει, δεν κάνει εκπτώσεις.
– Ξεκινήσατε κάνοντας μια μεγάλη επιτυχία, την «Τα πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ».
Κανείς δεν μπορούσε να με φανταστεί στον ρόλο. Ηθοποιός του Φίνου, λεσβία σε έργο του Φασμπίντερ; Έμοιαζε αλλόκοτο. Φίλοι και συνάδελφοι με απέτρεπαν. Ήταν ρίσκο, αλλά το ένστικτό μου με ενθάρρυνε. Και πέτυχε. Ουρές για μια θέση, τα σκαλάκια γεμάτα. Το θέατρο έγινε αμέσως γνωστό, άνοιξε δρόμους.
– Πώς ήταν η περίοδος της Φίνος Φιλμ;
Δεν πήρα ποτέ στα σοβαρά εκείνη την εποχή. Καλώς έπαιξα κι έβγαλα κάποια χρήματα. Αλλά δεν αισθάνθηκα σταρ, ταυτισμένη μ’ όλο αυτό. Κρατούσα πάντα μια απόσταση. Από νωρίς κατάλαβα ότι «δεν τρέχει τίποτα». Ίσως, από τότε, να ήμουν περισσότερο φιλόδοξη. Όλα γίνονταν πολύ εύκολα και πολύ γρήγορα για να με πείσουν ότι είναι και σημαντικά. Αξιολογώ μόνο ό,τι με κάνει να πασχίζω. Είμαι περίεργη, θέλω να καταλάβω χωρίς να με συνεπαίρνει ο εαυτός μου.
– Προσωπικά πώς σας αγγίζει η κρίση;
Όπως όλους. Στα δύσκολα νιώθεις την ανάγκη να ακουμπάς στον άλλον. Ειδικά τώρα δεν πρέπει να χάσουμε τη σύνδεση με την τέχνη, τον πολιτισμό, την παιδεία. Το πράγμα έχει αγριέψει. Δεν έχω ζήσει ξανά τέτοια κατάσταση. Στη δικτατορία ο εχθρός ήταν απόλυτα συγκεκριμένος. Και ήμασταν όλοι μαζί. Η κρίση δεν αφορά την Ελλάδα ούτε την Ευρώπη αλλά τον πλανήτη. Άρα τη μοίρα του ανθρώπου.
– Εννοείτε ότι βρισκόμαστε ενώπιος ενωπίω.
Με την ίδια την ύπαρξή μας. Το «ποιος είμαι, πού πάω», που λέμε κοροϊδευτικά, είναι απτά ερωτήματα. Εκ φύσεως αισιόδοξη, πλέον φοβάμαι. Πώς γίνεται να έχουμε ξεχάσει την κοινή κατάληξη όλων; Ναι, τον θάνατο. Και δεν το λέω μοιρολατρικά. Έχοντας επίγνωση του τέλους πρέπει η ζωή να επικεντρώνεται στα ωραιότερα και δημιουργικότερα. Κι όμως, κράτη, κοινωνίες, λαοί μιλούν συνεχώς για τράπεζες, οίκους αξιολόγησης, οικονομικές ζώνες. Μα είναι αυτή η μοίρα λαών που γνώρισαν τη μεγάλη τέχνη, την ποίηση, τη φιλοσοφία; Φτιάξαμε το τέρας, τον σύγχρονο Φρανκενστάιν. Το απρόσωπο χρήμα, που αυτονομήθηκε, βαφτίστηκε «αγορά» και κυριαρχεί ερήμην μας. Δεν κουλαντρίζεται πια.
– Τι έχει αλλάξει στη ζωή σας;
Όχι σπουδαία πράγματα. Ποτέ δεν ήμουν κοσμική, ούτε της Louis Vuitton… Τώρα πια δεν έχουν νόημα ούτε οι καταθέσεις ούτε ακίνητη ή κινητή περιουσία. Νόημα έχει ο άνθρωπος, όσο ποτέ άλλοτε. Αριστερή εν συγχύσει, όπως και οι φίλοι μου, επιμένω στο μόνο καθαρό που βλέπω γύρω μου: να αγωνιστεί ο καθένας στο τερέν του. Οι επιθυμίες μου μεγαλώνοντας γίνονται λιγότερες, αλλά ουσιαστικότερες. Αλλάζω προτεραιότητες. Ξεφορτώνομαι πράγματα.
– Πώς φτιάχνει κανείς τον μύθο του στο θέατρο;
Αν εννοείς να «δουλέψει» ειδικά γι’ αυτό, δεν έχω ιδέα. Ηθοποιός που αντέχει να παίζει θέατρο και στη ζωή, έχει πρόβλημα. Αγγίζει τα όρια του γελοίου, της ψυχοπαθολογίας, μέχρι και της παραφροσύνης. Εγώ μετά τη «Φόνισσα» βγάζω την περούκα, στεγνώνω τα μαλλιά μου, βάφομαι λίγο για να με ξαναβρώ. Για να συνέλθω θέλω περίπου μιάμιση ώρα. Ήδη η δουλειά μάς αποσπά μεγάλο κομμάτι από το 24ωρο. Αν εξαιρέσουμε τον ύπνο και κάποια βασικά, τον υπόλοιπο χρόνο τρέχεις για το θέατρο. Πόσο ακόμα να «παίξεις»;.
30.03.2013, Μαρίνου Έφη «Μόνη μας περιουσία πια ο άνθρωπος», Εφημερίδα των Συντακτών
Για το link πατήστε εδώ