Η μοναξιά του ενός ρόλου

Δεν μπορεί κανένας να αμφισβητήσει ούτε τις καλές προθέσεις ούτε το μόχθο ούτε τα δυσβάστακτα έξοδα που διέθεσε ο Κώστας Καζάκος για να θωρακίσει το καλλιτεχνικό του όραμα, να παίξει τον «Βασιλιά Ληρ» του Σαίξπηρ. Πρέπει να πω ότι ο Καζάκος (και ο Παπαμιχαήλ) είναι ο μόνος σήμερα Έλληνας ηθοποιός που έχει το κύρος, την εσωτερική καλλιέργεια, την τεχνική αλλά και την οντότητα την υποκριτική που απαιτεί αυτός ο τερατώδης ρόλος. Υπάρχουν ρόλοι στο θέατρο που δεν αρκεί το ταλέντο, η τεχνική και η πείρα, χρειάζονται κατάθεση ψυχής και πνευματικότητα σπάνια και μια κεραία ευαίσθητη να συλλαμβάνει τις μεταφυσικές ιδέες και τον υπαρξιακό ίλιγγο εμπρός στο έρεβος της αβεβαιότητας και την καταιγίδα του ζην.

Ο Κοζάκος είναι ένας ηθοποιός με πνευματικές ανησυχίες και όχι απλώς εδικαιούτο αλλά όφειλε να ενσαρκώσει τον αλαζόνα, πλάνητα και οδοιπόρο προς την οδυνηρή ωριμότητα γέροντα.

Και πρέπει να ομολογήσω ότι εν πολλοίς το κατόρθωσε. Ιδιαίτερα από τη στιγμή που μέσα στην καταιγίδα οδηγείται στην αυτογνωσία μέσα από την τρέλα.

Στο πρώτο μέρος δεν έδωσε τον αλαζόνα, τον επιπόλαιο, τον αυταρχικό μονάρχη, το πρότυπο του μεσαιωνικού φεουδάρχη. Στη σκηνή με τον Κεντ, σε ένα κείμενο υψηλής ποίησης, σχεδόν υπερρεαλιστικής, όπου καταρρακώνονται θρησκεία, πολιτική, κοινωνικές δομές και ηθική, ο Καζάκος ήταν καταπληκτικός, και έφθασε στον τελευταίο σπαραγμό, ανεβαίνοντας σκαλί σκαλί την απελπισία που είναι ταυτόσημη με την κατάφαση του εγώ ως εμπαθούς σαρκίου.

Δυστυχώς, η παράσταση ως όλο και στα καθέκαστα δεν μπόρεσε να πλαισιώσει επαξίως τον υπεράνθρωπο μόχθο του Καζάκου. Δεν γνωρίζω το μερίδιο ευθύνης του σκηνοθέτη κ. Τριβιζά.

Η μετάφραση του κ. Μπελιέ προϋπήρχε του σκηνοθέτη. Βεβαίως ο σκηνοθέτης την απεδέχθη, ο κ. Μπελιές γνωρίζει καλά αγγλικά και είναι θαυμάσιος ποιητής. Έχει ευδοκιμήσει στις σαιξπηρικές κωμωδίες. Στον «Ληρ» έλειψε η εσωτερικότητα, έλειψε ένας πρυτανεύων ρυθμός, έλειψε η λυρική πυκνότητα. Η μετάφραση έπασχε από φλύαρη αναλυτικότητα. Πλατείαζε και πεζολογούσε. Το δεύτερο λάθος ήταν η μουσική. Εγκαταστάθηκε επί σκηνής, ζωντανή, μια τερατώδης μπαταρία. Ένας εσμός κρουστών. Ενδιαφέρον κατ’ αρχήν εγχείρημα. Αλλά όταν επιλέγεις ως μουσική βάση το ρυθμό, δεν μπορεί να λείπει η επαφή των ρυθμών, οι συγκοπές, οι έντονοι τονισμοί και οι ποικιλίες μέτρων από την παράσταση. Η παράσταση κυλούσε ερήμην των ρυθμών των τυμπάνων. Βεβαίως κυριάρχησαν στην υπόκριση οι στομφώδεις και ρητορικοί τόνοι. Οι πλέον άπειροι ηθοποιοί και οι καλοί αλλά άπειροι στο μεγάλο ποιητικό θέατρο εν υπαίθρω, όπως ο Λιβαθηνός, ο Νταλιάνης, διάβαζαν φωναχτά τους ρόλους τους γεμίζοντας αέρα το διάφραγμά τους. Ο Ζαχάρωφ, τελείως εκτός κλίματος, έπαιξε σχεδόν σαλόνι (Κεντ). Οι δύο μεγάλες κόρες, η Μποτέλλη και δυστυχώς η Κομνηνού, δεν ξεπέρασαν τη λεγόμενη καθιστή πρόβα, διάβαζαν ρόλο. Μόνο η Φωτοπούλου όταν μιλούσε άλλαζε η ατμόσφαιρα. Χωρίς τη γνωστή της μανιέρα, έπαιξε μια συγκινημένη Κορντέλια. Ο Κωνσταντόπουλος ωριμάζει αξιοθαύμαστα. Έπαιξε τον Έντγαρ με ποιητικό οίστρο. Μόνο αυτός, η Φωτοπούλου και ο Καζάκος έδειχναν πως γνωρίζουν ότι υποδύονται πρόσωπα που ομιλούν λόγο ποιητικό και ρυθμικό. Ο Γκλόστερ του Κέντρου είχε πολλές καλές στιγμές. Ο λιτός αυτός ηθοποιός δεν έπεσε στην παγίδα ενός ψευτορεαλισμού, όπως ο Ζαχάρωφ. Αλλά δεν είχε την απογείωση που απαιτεί το κείμενο μετά την τύφλωσή του.

Ο νεαρός Κωνσταντίνος Καζάκος (Έντμοντ) έχει προσόντα, δεν βούλιαξε, στάθηκε. Έχει ωραία κίνηση και παρουσία. Χρειάζεται να καλλιεργήσει τη φωνή του και να ασκηθεί στον εσωτερικό ρυθμό.

Μένει ο κ. Φιλιππίδης. Ηθοποιός με γερά φόντα και προσωπικότητα. Δυστυχώς θύει στην τηλεοπτική του εικόνα. Νομίζει πως έπαιξε το ρόλο του τρελού. Νούμερο έκανε, έβγαινε μπροστά, γύριζε την πλάτη στους συμπαίκτες του, και στον Ληρ, και μετωπικά «πέταγε» τα αστεία του στο κοινό με το πλασάρισμα της επιθεώρησης.

Αλλά όχι μόνο αυτός.

Ολόκληρη η παράσταση ήταν μετωπική. Θύμιζε όπερα. Πιθανόν γι’ αυτό ευθύνονται τα άθλια κοστούμια που παραγγέλθηκαν και τα δανείστηκαν από ιταλικά εργαστήρια. Κάτι μεταξύ ρωμαϊκών ταινιών της Τσινετσιτά και επαρχιακών βεστιαρίων γερμανικής όπερας.

Η παράσταση είναι ακριβή, τα μπούγια καλοδουλεμένα αλλά, πλην του Καζάκου, τίποτα εν τέλει δεν διασώζεται αφού η τετράωρη παράσταση, ιδίως όταν παίζεται το παράλληλο θέμα και απουσιάζει ο Ληρ, βουλιάζει σε μια πληκτική υπνηλία.

24.07.1996, Γεωργουσόπουλος Κώστας «Η μοναξιά του ενός ρόλου», Τα Νέα

 

Για το link πατήστε εδώ