Μολιέρος όπως Μπουλγκάκοφ

Το έργο του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ «Μολιέρος ή Εταιρεία Υποκριτών» – παίζεται στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου-, που άρχισε να γράφεται από το 1929-30 και ύστερα από περιπέτειες με τη σοβιετική αστυνομία και την κομματική λογοκρισία ανέβηκε το 1936 για να απαγορευτεί σε λίγες μέρες. Είναι μια καθαρή σατιρική αλληγορία.

Δεν είναι η πρώτη φορά που ένας συγγραφέας καταφεύγει σε μια παραβολή, μια αλληγορία ή μια αναλογία για να σατιρίσει μια πολιτική ή κοινωνική ανωμαλία, ειδικά όταν οι συνθήκες είναι τυραννικές, απαγορευτικές και κάθε κριτική πράξη κολάσιμη.

Θα αναφερθώ μόνο στον «Γαλιλαίο» του Μπρεχτ όπου αναλύονται με σκηνικά μέσα τα αδιέξοδα ενός πνευματικού ανθρώπου και σε συνθήκες καπιταλισμού και σε συνθήκες υπαρκτού σοσιαλισμού. Με πρόσχημα τον βίο του Μεγάλου Επιστήμονα, που στην εμπορική δημοκρατία της Βενετίας υποχρεώνεται να βγάζει με μόχθο το ψωμί του κάνοντας ιδιαίτερα μαθήματα για να μπορεί να ασχοληθεί με την Αστρονομία και στη Φλωρεντία ζει ανέτως υπό την αιγίδα του καθολικισμού αρκεί να μην αμφισβητεί τα δόγματα του Βατικανού, ο Μπρεχτ σχολιάζει τα δικά του αδιέξοδα, όταν στην καπιταλιστική Δύση (Αμερική) για να επιβιώσει γράφει σεναριάκια με ψευδώνυμο ώστε να εξοικονομήσει χρόνο για το κύριο θεατρικό του έργο και όταν στη Σοβιετική Ένωση θα έπρεπε να γράφει, σύμφωνα με τους όρους της επίσημης αισθητικής του Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού, έργα αισιόδοξα που να συμβαδίζουν με την κομματική ντιρεκτίβα.

Ο Μπουλγκάκοφ δανείζεται τελείως χοντρικά, καθόλου ιστορικώς τεκμηριωμένα επεισόδια από τις τελευταίες ημέρες του Μολιέρου, για να ξεσκεπάσει το σταλινικό αυταρχικό, αντιπνευματικό, δογματικό, συντηρητικό, ολοκληρωτικό καθεστώς.

Γι’ αυτό θεωρώ αφέλεια πρώτου μεγέθους να παιχτεί αυτό το άκρως ειρωνικό ανατρεπτικό κείμενο με κάθε είδους ιστορική, υποκριτική, ενδυματολογική και συμπεριφορική πιστότητα. Απόδειξη πως η σταλινική λογοκρισία, που βέβαια δεν έτρωγε άχυρα, από μιας αρχής αντιλήφθηκε τις προθέσεις του συγγραφέα, διέκρινε τις κρυπτικές του μεθόδους, το πώς λειτουργούσε και στους αναγνώστες και στους θεατές και πώς αποπειράθηκε να στρεβλώσει τον άξονά του, να του αλλάξει στόχο ή να παραπλανήσει το κοινό. Μια από τις μεθόδους που μηχανεύτηκε ήταν ακριβώς να το μετατρέψει σε έργο «Εποχής». Με φανταχτερά κοστούμια και μπαρόκ σκηνικά, αυλικές ρεβεράντζες, περίτεχνες κινήσεις και επιτηδευμένο λόγο να δοθεί στο κοινό η εντύπωση πως ο συγγραφέας ξεσκεπάζει το αυταρχικό καθεστώς του Λουδοβίκου ΙΔ’, τον δογματισμό και τη υποκρισία αλλά και την απανθρωπιά του καθολικισμού και τη δουλικότητα της παλατιανής τέχνης, της εξαρτημένης, της αλλοτριωμένης «τρίτης» τάξης και τη σαθρότητα της κυρίαρχης.

Μετατρέποντας μια αλληγορία σε ιστορικό δράμα, έστω σε σάτιρα του ανερχόμενου αστισμού και σε γελοιοποίηση της «φωτισμένης μοναρχίας», αποπροσανατόλιζαν το κοινό ή έτσι πίστευαν. Το κοινό όμως και μέσα από τις περούκες, τα φιογκάκια, τα καπέλα με τα φτερά και τον επιτηδευμένο κώδικα επικοινωνίας διέκρινε κάτι απλό και συνάμα σημαντικό, ότι τα αυθαίρετα καθεστώτα είτε κληρονομικά είτε τυραννικά είτε δογματικής ορθοδοξίας, ανεξαρτήτως ιδεολογικών όρων, αξιών που ευαγγελίζονται και δημαγωγικών οραμάτων, παράγουν βία, ταπεινώσεις, εξανδραποδισμούς, εξουθένωση αντιπάλων , φίμωση της αντίθετης γνώμης, φυλακίσεις, εκτελέσεις, χαφιεδισμό, υποτέλεια κ.λπ.

Όταν θέλει ένα τέτοιο αυταρχικό καθεστώς να φιμώσει μια ελεύθερη φωνή, να συκοφαντήσει μια νέα καλλιτεχνική έκφραση, να απαξιώσει μια ηθική στάση ζωής, επιστρατεύει, είτε για τον Μολιέρο πρόκειται είτε για τον Μπουλγκάκοφ είτε για τον Όσκαρ Ουάιλντ είτε για τον Καρυωτάκη, μηχανισμούς κατασυκοφάντησης, δημοσιεύσεις προσωπικών αυστηρών δεδομένων, τάχα ηθικές παρεκτροπές, πλαστά έγγραφα, μαρτυρίες κατασκευασμένων μαρτύρων, καταθέσεις χαφιέδων.

Θέλετε άλλα τεκμήρια από την περίφημη Συλλογή Κωστάκη; Ο δαιμόνιος αυτός Έλληνας αγόραζε για ένα κομμάτι ψωμί πρωτοποριακή ζωγραφική από τους απαγορευμένους ζωγράφους της σταλινικής περιόδου, τους διωκόμενους, τους έγκλειστους στα στρατόπεδα σωφρονισμού, επειδή η τέχνη τους χαρακτηριζόταν μικροαστική, φορμαλιστική, ειρωνική, παρακμιακή.

Θέλετε άλλα τεκμήρια από τους εξόριστους ηθοποιούς, ποιητές, στοχαστές, ζωγράφους στα ξερονήσια της Ελλάδας του Εμφυλίου με την αιτιολογία πως η τέχνη τους πρόδιδε τα ιδεώδη της φυλής, της θρησκείας και της οικογένειας; Τι Μολιέρος, τι Μπουλγκάκοφ, τι Ρίτσος, τι Θεοδωράκης (και το ’50 και το ‘70).

Την εξουθένωση του αμφισβητία καλλιτέχνη, του επαναστάτη, του ανατρεπτικού, του ανελέητα κριτικού διεκτραγωδεί ο Μπουλγκάκοφ στο έργο του, που ο πρώτος τίτλος του ήταν «Εταιρεία Υποκριτών», σαν να υπονοούσε παντός καιρού και παντός καθεστώτος. Η λογοκρισία τον υποχρέωσε να αλλάξει τίτλο και να επιμείνει στο «Μολιέρος», ώστε να μειωθεί κάθε απόπειρα να εκληφθεί ως άλλοθι.

Δεν αντιλαμβάνομαι γιατί ο Στάθης Λιβαθινός επέμενε σε μια έντονη θρησκευτικότητα και σε μια μολιερική ιστορική παραπομπή στην παράστασή του. Εξηγούμαι από τώρα πως η παράστασή του έχει συνέπεια, ρυθμό, ύφος και έξοχα σχεδιασμένους ρόλους, αλλά κάπου σκοντάφτει όσον αφορά το στόχο της. Πρέπει να πω ότι οι δυο σαφείς ομάδες που συγκρούονται, ο θίασος του Μολιέρου και οι εξουσιαστικές ιεραρχίες, δεν αντιμετωπίστηκαν και με το ίδιο ιδεολογικό κριτήριο. Ο Λουδοβίκος, η παλατιανή καμαρίλα, οι μπράβοι και βέβαια το ιερατείο είχαν την ψύχρα, τη στέγνα αισθημάτων, την επιτήδευση και την υποκριτική ηθικολογία που συναντώνται σ’ αυτά τα κλιμάκια εξουσίας διαχρονικά. Ο θίασος, όμως, οι καλλιτέχνες κουρντίστηκαν σε μια φαμφαρονική, μπουλουκτζήδικη, χαοτική συμπεριφορά. Κατέφευγαν σε υπερβολές μπουφόνικες, που εμφανώς προσπαθούσαν να αποσπάσουν το γέλιο του κοινού. Και δεν το κατόρθωσαν. Το κοινό δεν γελούσε. Και γιατί να γελάσει, αφού πίσω από τις κουίντες, στην πλατεία του θεάτρου, στα θεωρεία – αλλά και στα στεγανά του παλατιού και στα επισκοπικά μέγαρα ενέδρευε η συνομωσία, ο πουριτανισμός, η δογματίλα, η ζήλεια, η στειρότητα και η σεμνοτυφία;

Οι θεατρίνοι της εξουσίας

Αν ο Μολιέρος είναι ένας επιπόλαιος, οξύθυμος κόλακας της εξουσίας, περίφοβος θεατρίνος, ένας πιθανός αιμομίχτης, αφού συζεί με την κόρη της πρώην ερωμένης του που υπάρχει υπόνοια να είναι κόρη του, τότε δεν είναι τραγικό το κυνήγι, ο διωγμός που υφίσταται από την Εταιρεία Υποκριτών. Αν θέλουμε να είμαστε έντιμοι με τον Μπουλγκάκοφ, θα έπρεπε με ανεστραμμένη σχέση να προσεγγίζουμε τις συνιστώσες της σύγκρουσης. Ο ευφυής αμφίσημος τίτλος σαφώς δεν αναφέρεται στον θίασο των ηθοποιών, αλλά στην Εταιρεία των υποκριτών (θεατρίνων) της εξουσίας, που ενδύονται κάθε μέρα τη σκευή, τη στολή της θεσμικής τους θέσης, και παίζουν ένα θέατρο σκιών ή μαριονετών. Αυτοί είναι οι καραγκιόζηδες και ο θίασος των καλλιτεχνών οι πραγματικά εμπνευσμένοι, οι ταλαντούχοι.

Η τραγική πλευρά αυτής της σύγκρουσης έγκειται στο γεγονός ότι οι φαιδροί με τα προσωπεία της εξουσίας, διαθέτοντας την ισχύ των θεσμών, των όπλων, του χρήματος και των… αναθεμάτων, εξουθενώνουν πάντα τους ανθρώπους της ελεύθερης σκέψης και έκφρασης.

Οι ταλαντούχοι καλλιτέχνες της Πειραματικής Σκηνής με τη συνδρομή της Θάλειας Ιστικοπούλου (εικαστικά), του πάντα εύστοχου Θοδωρή Αμπαζή και τις χορογραφίες του Κοσμίδη, έξω από τις θεωρητικές και δραματολογικές μου αντιρρήσεις, υπάκουσαν στη σκηνοθεσία με άκρα συνέπεια. Δεν μπορώ να μην ξεχωρίσω τον στυλίστα Νίκο Καρδώνη, τον πληθωρικό Δημ. Ήμελλο, τον εύστροφο Γ. Δάμπαση, τον λιτό αρχιεπίσκοπο του Λιβαθινού, τον μπριλάντε Παπανικολάου και τις μπριόζες Μαρία Σαββίδου και Ναταλία Στυλιανού.

26-27. 03.2005, Γεωργουσόπουλος Κώστας «Μολιέρος όπως Μπουλγκάκοφ», Τα Νέα

 

Για το link πατήστε εδώ