Η γνωριμία μας με το άπαιχτο στην Ελλάδα έργο του Τόμας Μπέρνχαρντ «Πριν την αποχώρηση», που παρουσιάζεται σε μια εξαιρετικά προσεγμένη παράσταση στο θέατρο της οδού Κεφαλληνίας είναι κέρδος σε κρίσιμες εποχές απολιτικής απάθειας.
Ο Μπέρνχαρτ ανατέμνει τον κόσμο της μεταπολεμικής διαλλαγής βάζοντας το νυστέρι στο προ εικοσαετίας γερμανοαυστριακό περιβάλλον της αμφιβόλου καθάρσεως. Γράφει ένα μικρό δράμα για την παραγωγή και συντήρηση του καθημερινού φασισμού θεωρώντας τη φασιστική ιδεολογία στο πλαίσιο ενός οικογενειακού μικρο-μοντέλου κοινωνίας και εκθέτοντας την ως διαστροφή, που επωάζεται μέσα σ’ έναν πνευματικό λαϊκισμό εύκολης αποδοχής ή ανοχής, ιδανικό θερμοκήπιο εντός του οποίου εκτρέφεται ή συντηρείται μέσα στις στάχτες του φοίνικα ο μείζων κοινωνικός και πολιτικός φασισμός.
Με ιδεολογική αφετηρία τη μπρεχτική ανάλυση αναλόγων θεμάτων και γραφή γονιμοποιημένη από τον γερμανικό εξπρεσιονισμό και εμβολιασμένη με τον στριντμπεργκικό κόσμο του αβυσσαλέου ψυχικού σπαραγμού και την τραγικότητα του τσεχωφικού κλίματος, αφομοιώνει τις διακριτές επιρροές σ’ ένα έργο προσωπικής αγωνίας.
Σήμερα, είκοσι χρόνια μετά, με υφέρποντες καινούργιους φασισμούς εδραιωμένους στον κόσμο της Νέας Τάξης που χτίστηκε πάνω στην αγαλλίαση του ενοποιημένου Βερολίνου, το έργο μας αφορά άμεσα και πολιτικά. Επιγεγραμμένο ως «μια κωμωδία της γερμανικής ψυχής» εδράζεται μεν στερεότατα στο ιθαγενές περιβάλλον του, αλλά απηχεί τα αμείλικτα ερωτήματα μιας τραγωδίας και μάλιστα όχι μόνο της γερμανικής ψυχής.
Οι ευυπόληπτοι «παράφρονες» ήρωές του επενδύουν το μεταμφιεσμένο σε όραμα κενό με τη θεατρική διάσταση της τελετουργίας που το επικυρώνει στη συνείδησή τους έτσι, ώστε ό,τι με μια πρώτη ματιά φαντάζει ως παρανοϊκή διαστροφή, στην πραγματικότητα αποκαλύπτει την επικινδυνότητα του αυτονόητου. Οι τελετές που λαμβάνουν χώρα στον περίκλειστο ιδιωτικό χώρο αποτελούν απλώς ακραία προβολή της επικίνδυνης πολιτικής διάστασης αυτής ακριβώς της αστικής ιδιωτικότητας. Ο φασίστας μπορεί πάντα να είναι φασίστας στο σπίτι του, αρκεί να μην το δηλώνει δημοσία, μέχρι βέβαια οι συνθήκες να επιτρέψουν μιαν εκ νέου επικράτηση. Η τάξη, η υπόληψη, η θρησκευτική πίστη που αποκλείει το αλλόδοξο είναι όλοι οι μικρό φασισμοί που αγνοούν τον άνθρωπο και την τραγωδία του. Κανείς φασίστας δεν πιστεύει ότι είναι φασίστας όταν εξαιρεί τον εαυτό του πάνω από μια «ακάθαρτη» πραγματικότητα. Η αποθέωση του μηχανισμού που έχει ανάγκη από τον φασισμό και τον συντηρεί δεν είναι τόσοι οι Ρούντολφ, μα οι Βέρες αυτού του κόσμου. Και το απαύγασμα της σύγχρονης πολιτικής και κοινωνικής αποτυχίας συμβολοποιείται στην καθήλωση της ανθρωπιστικής προοδευτικής ιδεολογίας και της ευνουχισμένης, εξαρτημένης διανόησης. Η αναπηρία της Κλάρας οριοθετεί απαισιόδοξα, πλην ρεαλιστικά, τη δυναμική αυτών των διεξόδων. Και η μυστική συμφωνία ανοχών εξασφαλίζει τη διαιώνιση της ασθένειας.
Ο πληθωρισμός στερεότυπων σημάνσεων του θέματος (η τέχνη ως χωνευτικό άλλοθι, η αλλεργία για τη φτώχεια, την ασχήμια και την ακαθαρσία, η εξιλέωση των εγκλημάτων διά της φιλανθρωπίας) υπόκειται αφομοιωμένος στη θεατρική ζωή των προσώπων του έργου που, αν και χαρακτήρες, επιτρέπουν τις συμβολικές αναγωγές.
Ο Στάθης Λιβαθινός προσέγγισε τον πυρήνα του προβλήματος με μια ιδεολογικά πεντακάθαρη σκηνική ανάγνωση που περνούσε από τους όρους του ψυχολογικού θεάτρου και όδευε οε μια θεατρικότητα αναγκαία για την ανάδειξη των ουμβολοποιήσεων. Η θεατρική τελετή της Γ ΄ Πράξης με θεατή το ένα από τα πρόσωπα σκηνοθετικό μάθημα.
Η μετάφραση του Β. Πουλαντζά, κάποτε αιχμηρή, κάποτε υδαρής, αλλά πάντα θεατρικά σημασμένη. Το σκηνικό του Πάτσα ατμοσφαιρικό και λειτουργικό ως περιβαλλοντική συνθήκη δράσεων και τα κοστούμια σήματα νοοτροπιών.
Η Ανέζα Παπαδοπούλου εκδίπλωσε το σημαντικό της τάλαντο δίνοντας καίρια, ιδίως στη μακρά σιωπή της, την καιόμενη εν αφλογιστία Κλάρα. Ο Σοφοκλής Πέππας απέδωσε την αφέλεια, τις ειλικρινείς προθέσεις και τις ευαισθησίες του ναζιστικού τέρατος. Η Μπέττυ Αρβανίτη, στον καλύτερο ίσως ρόλο της, επέδειξε, ιδίως στην Α’ Πράξη, καινούργιες δυνατότητες. Έχτισε εσωτερικά και με σίγουρη τεχνική μιαν έξοχη Βέρα, ισορροπώντας το κωμικό με το δραματικό και το φρικώδες.
05.01.2000, Ανδριανού Έλσα «Μυστική επώασις», Ακρόπολις
Για το link πατήστε εδώ