Το κτήνος στο φεγγάρι: Μην το χάσετε, αν προλάβετε!

Ομάδα Δόλιχος – «Από Μηχανής Θέατρο» Ρίτσαρντ Καλινόσκι, Το κτήνος στο φεγγάρι.

Πολύ δυσανάλογα με τη μεγάλη επιτυχία της είναι το διάστημα που μένει στη σκηνή η παράσταση του έργου «Το κτήνος στο φεγγάρι» που θα παίζεται στο «Από Μηχανής Θέατρο» ως τις 4 Απριλίου, ενώ βρίσκεται σε πορεία ταχείας ανόδου. Ένα απ’ τα αρκετά τέτοια φαινόμενα της φετινής περιόδου που αποκρούουν τους ψιθύρους περί θεατρικής κρίσης. Ο θίασος «Δόλιχος» έκανε μια άριστη επιλογή έργου που έτυχε να αποκτήσει και μια δραματική επικαιρότητα. «Το κτήνος στο φεγγάρι» διαδραματίζεται στην Αμερική του 1920, μόλις είχε συντελεσθεί η οξύτερη φάση της γενοκτονίας των Αρμενίων και ενώ κρατούσε ο πανικός της σωτηρίας τους με τη μετανάστευση. Αυτό είναι το ιστορικό πλαίσιο του έργου και η οδύνη εκείνων των περιστατικών εκπονεί τους χαρακτήρες, δεν τους αποκλειστικοποιεί όμως. Ο χρόνος που τοποθετείται το έργο, η αναφορά στις αγριότητες των Τούρκων, τα δεινά που διεκτραγωδούνται είναι μετακινήσιμα και προσαρμόσιμα σε όποια άλλη περίοδο της ιστορίας, προγενέστερη μεταγενέστερη που η ανθρωπότητα έζησε και επέτρεψε τη μαζική εξόντωση ανθρώπων ενός έθνους με σκοπό την εξάλειψή του. Η ψυχολογία των δύο ηρώων έχει διαμορφωθεί κάτω από τη φρίκη κάποιων γεγονότων που θα μπορούσαν να συμβαίνουν και κατά τη γενοκτονία των Ερυθροδέρμων από τους Αμερικανούς και κατά τη γενοκτονία των Εβραίων από τους Γερμανούς και κατά τη γενοκτονία των Παλαιστινίων από τους Εβραίους και φυσικά τώρα που παρακολουθούμε όλοι τη μεθοδική εξόντωση των Κούρδων. Παρά την πολυδύναμη καταγγελτικότητά του, ωστόσο, το έργο δεν είναι πολιτικό αλλά σαφέστατα ψυχολογικό. Αυτό που δεσπόζει είναι η εσωτερική περιπέτεια του ζεύγους. Οι οδυνηρές εμπειρίες που σημάδεψαν τον καθένα τους βρίσκονται έξω απ’ το δράμα πριν ο Αράμ Τομασιάν και η Σέτα συναντηθούν στο Κλίβελαντ. Φέρνουν αναμφισβήτητα και οι δύο τις ψυχολογικές συνέπειες των όσων έχουν βιώσει, οπωσδήποτε όμως το έργο περιγράφει την αγωνία τους να συσχετιστούν, να αγαπήσουν και να αγαπηθούν και να συνυπάρξουν. Η Σέτα το καταφέρνει ευκολότερα ως γυναίκα και υπαρξιακά επαρκέστερη, ο Αράμ κουβαλάει για χρόνια το δυσβάσταχτο βάρος του πατριαρχικού χρέους. Το εσωτερικό του βάσανο είναι πως δεν μπορεί να βάλει μια οικογένεια στη θέση αυτής που είχε φτιάξει ο πατέρας του και την έσφαξαν οι Τούρκοι, αφού η γυναίκα του δεν κάνει παιδιά. Νομίζω πως περισσότερο από οτιδήποτε άλλο το έργο είναι ένα δοκίμιο πάνω στη τραγικότητα του χρέους.

Πρέπει εδώ να σημειωθεί πως ο Αράμ παγιδευμένος από ένα σύμπλεγμα αισθημάτων, απόρροια του ανικανοποίητου πόθου του, γίνεται σκληρός , βασανιστικός, ρατσιστής και εν δυνάμει γενοκτόνος με την αποστροφή που εκδηλώνει για τον μικρό Βίνσεντ που τον θεωρεί παρείσακτο και εισβολέα στο χώρο του, στα πράγματα και στην αποκλειστικότητα των αισθημάτων τη γυναίκας που του ανήκει. Ναι, το έργο μόνο περιπτωσιακά είναι ιστορικό και πολιτικό. Όλο το δραματικό του υλικό και η πραγμάτευσή του είναι ένα ψυχολογικό σκεύασμα δυναμοποιημένο για εκτενέστερο στοχασμό.

Ο Στάθης Λιβαθινός σκηνοθετώντας το «Κτήνος στο φεγγάρι» μας πρότεινε το ισχυρότερο επιχείρημα για τις αναμφισβήτητες ικανότητές του. Διάβασε το έργο σε βάθος και πλάτος, ανέταξε τους χαρακτήρες στα οργανικά τους σημεία, διακλάδωσε την πλοκή αναμιγνύοντας το σημείο της αφήγησης με το χρόνο αναφοράς. Το εύρημα να φέρει ο αφηγητής διάφορα σημαίνοντα αντικείμενα της ιστορίας που ξετυλίγεται και να τα εισαγάγει στη ροή είναι ένα συγκινητικό και ευαίσθητο στοιχείο. Με λίγες λέξεις μια παράσταση φροντισμένη και μελετημένη στην κίνηση, στους τόνους της, στη λειτουργικότητά της. Μέσα από ένα τέτοιο καλοκαμωμένο σχεδίασμα οι ερμηνείες των ηθοποιών έβγαλαν φτερά και πέταξαν.

Η Ταμίλα Κουλίεβα πετυχαίνει μια σπάνια ηλιακή κλιμάκωση, ξεκινώντας από δεκαπεντάχρονη παιδούλα ως τα χρόνια της ωριμότητας. Αυτή η γκάμα δεν δείχνεται μόνο μεταμορφωτικά αλλά υποστηρίζεται και από εσωτερικές μεταβολές. Οι παρορμητικές αντιδράσεις της νεαρής ηλικίας υποχωρούν, η συμπεριφορά γίνεται ολοένα και πιο ελεγχόμενη. Γίνεται ευδιάκριτη όλη η προοδευτική διαδικασία της προσαρμογής χωρίς ωστόσο να εγκαταλειφθεί το σταθερό δεδομένο της προσωπικότητάς της δραματικής ηρωίδας. Ωριμάζει, μεταβάλλεται, πάσχει σαν ο ίδιος άνθρωπος. Αυτό που βλέπουμε πολύ συχνά στο θέατρό μας είναι ηθοποιούς που ερμηνεύουν τις κορυφώσεις του ρόλου αποσχισμένοι απ’ αυτόν. Δεν είναι δηλαδή το πρόσωπο του έργου που κρεσεντάρει αλλά ο ηθοποιός. Έτσι οι μεγάλες στιγμές μιας ερμηνείας είναι ίδιες πάντα ερήμην του δραματικού ήρωα. Αυτό είναι μια κακή κατεύθυνση που δίνεται απ’ τις σχολές και αποτελεί γνώρισμα της ελληνικής υποκριτικής αντίληψης. Γι’ αυτό και οι καλύτερες ακόμη ηθοποιοί μας (Καραμπέτη, Λαζαρίδου) είναι σε όλων των ρόλων τους τις δυνατές σκηνές, σχεδόν ίδιες.

Η ρωσική σχολή, που έχει γαλουχήσει με τις αρχές της Καμίλα Κουλίεβα, στήνει πρώτιστα έναν χαρακτήρα εξωτερικά και εσωτερικά και όποιες αντιδράσεις προέρχονται πλέον απ’ αυτό το «πλάσμα». Η Ρωσίδα ηθοποιός πρόσφερε ένα υποδειγματικό παίξιμο της τεχνικής της, πρόσφερε όμως και την προσωπική της σκηνική ιδιοσυγκρασία που δεν είναι ασφαλώς αποτέλεσμα καμιάς σχολής. Εκπέμπει και μόνο με την παρουσία της στη σκηνή και όταν παίζει εξωτερικεύει ένα συγκινησιακό ρευστό που προκαλεί άμεσο συναίσθημα. Είναι απ’ τις ευλογημένες ιέρειες του μεγάλου θεατρικού θεού.

Ο Δημήτρης Τάρλοου στο ρόλο του ταγμένου Αράμ Τομασιάν στάθηκε νομίζω στο περίγραμμα. Δεν μας υποψίασε για την τραγική αποσκευή που έφερε. Ένας άνθρωπος που κουβαλάει μια τέτοια κρυφή πληγή είναι «βαρύτερος» στο φτιάξιμο του ρόλου, ήθελε περισσότερο έρμα. Κατά τα άλλα κρατήθηκε με καλή αναλογία δίπλα στην Κουλίεβα και σ’ όλες τις σκηνές ανταποκρίθηκε με επάρκεια. Τη δραματική του ποιότητα ωστόσο την έδειξε στο ξέσπασμα της σκηνή του. Εκεί μαζί με την παρτενέρ του δημιουργούν ένα ισχυρό ωστικό συναισθηματικό κύμα.

Ο Γιάννης Κυριακίδης ήταν ανθρώπινος και αισθαντικός. Ο θεατής αισθανόταν πως ο κύριος που ξετυλίγει τις αναμνήσεις του είχε αγαπήσει και θαυμάσει τους ήρωες της ιστορία του και πως προσπαθεί να μην παρασυρθεί απ’ τη συγκίνηση και να μείνει αντικειμενικός. Αυτή η λεπτομέρεια δείχνει την κλάση του ηθοποιού. Ο μικρός Γιώργος Φιλίδης παίζει πειστικά και συνήθως με φυσικούς τονισμούς, πρέπει όμως να μάθει και να αισθάνεται. Η συνάντησή του με την Κουλίεβα πρέπει να τον κάνει να προβληματιστεί. Ψυχολογημένο, ατμοσφαιρικό και υποβλητικό το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου, όπως και τα κοστούμια της. Βαθύ παράπονο, πόνο και νοσταλγία διέχεε η μουσική του Χέιγκ Γιαζτζιάν.

18.03.1999, Γεωργίου Αδριανός «Το κτήνος στο φεγγάρι: μην το χάσετε, αν προλάβετε!», Ραδιοτηλεόραση

 

Για το link πατήστε εδώ