«Μήδεια»

Το Εθνικό Θέατρο (η «Πειραματική Σκηνή του»), παρουσίασε στα Επιδαύρια και τη «Μήδεια» του Ευριπίδη. Την καθαρόαιμη και πασίγνωστη τραγωδία της ολέθριας ερωτικής ζήλιας, της συζυγοκτονίας και παιδοκτονίας. Τραγωδία, η οποία, από την πρώτη κιόλας λέξη του ποιητή –δια της Τροφού- αναπαριστά την οδύνη και το θρήνο της απατημένης και εγκαταλειμμένης, από τον Ιάσονα, Μήδειας. Η φύση, το ήθος, τα όρια του έργου, είναι αυστηρά καθορισμένα από το δημιουργό του, και γι’ αυτό, όταν αυτά αγνοούνται, «τιμωρούν», όπως συνέβη με την παράσταση του Στάθη Λιβαθινού.

Η υπογράφουσα τη στήλη, με όλο το σεβασμό στο ταλέντο και εκτίμηση για τις προηγούμενες παραστάσεις του, θεωρεί ότι ψύχραιμα, συνειδητά πρέπει να «αποκηρύξει» αυτή τη παράσταση, αλλά και να διδαχθεί από αυτή, ακριβώς, γιατί ήταν εκ βάθρου λαθεμένη και εξαρχής προβληματική. Όχι τόσο επειδή εκσυγχρόνισε το έργο ανάγοντάς το στο μεγαλοαστικό, κοσμοπολίτικο «ήθος» και «κλίμα» της τηλεοπτικής «Δυναστείας», «Τόλμη και γοητείας», ένας «κόσμος» που δεν «κολλά» με το άγριο, εκδικητικό ερωτικό πάθος της ξεριζωμένης, προδομένης, αποδιωγμένης Μήδειας. Προβληματική, κυρίως, επειδή, αλλοιώνοντας εντελώς τη φύση του έργου, έμοιαζε να εισηγείται την άποψη ότι ο Ευριπίδης, εκτός από τραγωδία, σατυρικά και ειρωνικά, έγραψε και… κωμικά δράματα. Αντί για την Τροφό, η οποία διηγείται στο Χορό (ο Ευριπίδης τον ήθελε σκόπιμα γυναικείο για να υπογραμμίσει την καταπιεσμένη θέση της αρχαίας γυναίκας) τον οδυρμό και θρήνο της Μήδειας, θρήνος που ακούει ο θεατής να βγαίνει από τα δώματα της Μήδειας, ο σκηνοθέτης με ένα φλας μπακ εύρημα, μετέτρεψε την παράσταση σε μιούζικαλ, αρχίζοντας με τραγουδάκια και χορούς για τους γάμους του Ιάσονα με τη Μήδεια, με τους άντρες του Χορού (ο σκηνοθέτης τον έκανε μεικτό) να τραγουδούν την Αργοναυτική Εκστρατεία και τις γυναίκες του Χορού να ερωτοτροπούν με τους άνδρες. Άλλα λέει ο αρχαίος ποιητής – δια της καλής μετάφρασης του Στρατή Πασχάλη – κι άλλα συνέβαιναν επί σκηνής. Και καθώς η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, και μιας κακής αρχής μύρια έπονται, έτσι η έλλειψη κάθε μέτρου, η ερμηνευτική παρανόηση και σύγχυση και η προπετής και μπερδεμένη από τις ίδιες της τις ακρότητες και αντιφάσεις εκσυγχρονιστική άποψη, συνεχίστηκε μέχρι το τέλος της παράστασης. Όσο κι αν η απατημένη Μήδεια φούντωνε, χειρονομούσε, φώναζε, απειλούσε, ο Χορός δε χαμπάριαζε. Διασκέδαζε και γελούσε. Ακόμα και η Τροφός της Μήδειας γελούσε (!). Ούτε κρύο, ούτε ζέστη τα τεκταινόμενα και για τον Κρέοντα, ενώ και ο Ιάσονας περιφερόταν χαλαρά μπλαζέ και ανυποψίαστα, για να πλατσουρίσει στο τέλος, όπως και η Μήδεια, εντός και εκτός της πισίνας που εφηύρε, επίσης, απερίσκεπτα η σκηνογράφος Ελένη Μανωλοπούλου. Ο σκηνοθέτης έφθασε και στην αστοχασιά, για να στηρίξει την επιλογή της ταλαντούχας ηθοποιού (αλλά για έργα ψυχολογικού και κλειστού θεάτρου), Ταμίλα Κουλίεβα, να βάλει την ίδια να μιλά και Γεωργιανά και έναν ηθοποιό να κάνει «αστειάκι» επί σκηνής για το ξενικό αξάν της Μήδειας. Κακά τα ψέματα. Ο Ευριπίδης έγραψε μεν την τραγωδία της ξένης Μήδειας, αλλά για να μιλήσει ελληνικά και από Έλληνα υποκριτή. Άμοιροι, λοιπόν, του σκηνοθετικού λάθους, ήταν, ανεξαιρέτως, όλοι οι ηθοποιοί.

10.09.2003, Θυμέλη «Μήδεια», Ριζοσπάστης

 

Για το link πατήστε εδώ