«Μήδεια» ή η Δοκιμασία της Συμβίωσης…

Ο Στάθης Λιβαθινός και η ομάδα ηθοποιών του Εθνικού Θεάτρου «διαβάζουν» αλλιώς το έργο του Ευριπίδη.

«Στην τραγωδία τίποτα δεν μπορεί να γίνει χωρίς ρίσκο, χωρίς κίνδυνο», τονίζει ο Στάθης Λιβαθινός. «Mε τα έργα αυτά, αν δεν πάρεις μια ελευθερία για να μιλήσεις μαζί τους, τότε μένεις βουβός και εσύ και αυτά».

Ποια «ερωτικά πάθη της προδομένης γυναίκας». Είναι πολύ απλοϊκό να περιορίζουμε μόνο σ’ αυτό σήμερα την ουσία της «Μήδειας» του Ευριπίδη. Η Μήδεια υποφέρει όσο κι ο Ιάσονας – γιατί και οι δύο πληρώνουν ακριβά το τίμημα της συμβίωσης. Που το πληρώνει πάντα ακριβά ο άνθρωπος προσπαθώντας να συμβιώσει, να συνυπάρξει με τον «άλλο». Είτε πρόκειται για τον άντρα και τη γυναίκα, μέσα στο ίδιο σπίτι, είτε για δύο διαφορετικούς πολιτισμούς ή θρησκείες είτε για τη συμβίωση του ντόπιου με τον ξένο, τον μετανάστη είτε του μοναχικού, του «παράξενου», με τους άλλους γύρω του…

Επομένως; «Μήδεια» η Τραγωδία του Ξένου. Η Δοκιμασία της Συνύπαρξης με τον Άλλο.

Περίμενε κανείς ότι μια ομάδα σαν αυτήν του Στάθη Λιβαθινού και της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου θα έβλεπε λιγότερο βαθιά την ουσία της τραγωδίας του Ευριπίδη; Μήνες τώρα, πάνω από έξι, ασχολείται η νέα αυτή επίλεκτη μονάδα του θεάτρου μας με το αθάνατο έργο που επέλεξε για να κάνει το ντεμπούτο της στο αρχαίο δράμα – και ταυτόχρονα στην Επίδαυρο.
Γιατί σκηνοθέτης (Στάθης Λιβαθινός), μεταφραστής (ο ποιητής Στρατής Πασχάλης), σκηνογράφος (Ελένη Μανωλοπούλου), μουσικός (Θοδωρής Αμπαζής), χορογράφος (Μαριέλα Νέστορος), όλοι οι άλλοι συντελεστές κι ακόμη όλοι σχεδόν οι ηθοποιοί -η Ρωσίδα Ταμίλα Κουλίεβα, ο Γιάννης Μαυριτσάκης, Ιάσων, η Μαρία Σαββίδου, Τροφός, ο Δημήτρης Ήμελλος, Κρέων, ο Βασίλης Ανδρέου, Αιγέας, ο Άρης Τρουπάκης, Άγγελος, κι όλοι οι άλλοι- «κατεβαίνουν» για πρώτη φορά στο αρχαίο δράμα και στην Επίδαυρο.

Θα ταράξουν τα ύδατα. Σίγουρο αυτό. Πιθανότατα με την ποιότητα της δουλειάς και του προβληματισμού τους πάνω στο αρχαίο δράμα. Μπορεί όμως και με ορισμένες τολμηρές επιλογές, που, όπως αναφέρουν επίμονες πληροφορίες, έχουν να κάνουν κυρίως με την «όψη» της παράστασης, τα σκηνικά και τα κοστούμια. Ο Στάθης Λιβαθινός έχει επιβάλει, ως προς αυτό, άκρα μυστικότητα – είναι μια από τις «εκπλήξεις» της παράστασης.

Παρότρυνση

«Ηθικός αυτουργός» του τολμήματος ο διευθυντής του Εθνικού, ο Νίκος Κούρκουλος. «Όταν του πρότεινα να ανεβάσω σε κλειστό χώρο ”Μήδεια”», λέει ο Στ. Λιβαθινός, «εκείνος με τη ζέση και την πειθώ που τον διακρίνει με παρότρυνε να το κάνω για ανοιχτό χώρο: «Θα το κάνεις που θα το κάνεις…», μου είπε. Κι επειδή πράγματι η προσπάθεια που θα κάναμε ήταν πολύμηνη, το αποφασίσαμε».

Έφτανε όμως η παρότρυνση του Κούρκουλου για να το αποφασίσει; «Είναι ευλογία να ασχολείσαι με την αρχαία τραγωδία», λέει, «αλλά η τραγωδία είναι πληθυντικό είδος, θέτει ως προϋπόθεση την ομαδική δουλειά. Δεν θα το αποτολμούσα ποτέ αν δεν υπήρχε η ομάδα αυτή της Πειραματικής Σκηνής. Εν τέλει η χαρά είναι μεγάλη. Ανακατεμένη όμως μ’ ένα κίνδυνο που τον νιώθεις στο δέρμα σου…».

Είναι, κατ’ αρχάς, ο κίνδυνος της πρώτης φοράς. «Όχι μόνο εμείς, που πάμε για πρώτη φορά, αλλά νομίζω γενικά οι άνθρωποι της σκηνής δεν είμαστε εξοικειωμένοι μ’ αυτό το είδος θεάτρου που λέγεται ανοιχτός χώρος, και δη της Επιδαύρου. Ένας χώρος απίστευτα ανθρωποκεντρικός…». Ύστερα, πρόκειται για την τραγωδία, βέβαια: «Που για τους αρχαίους δεν σήμαινε ό,τι σημαίνει σήμερα για μας, που της έχουμε δώσει την έννοια της καταστροφής. Οι αρχαίοι μ’ αυτά τα έργα μιλούσαν για τη ζωή. Μ’ αυτά εκφράζανε το χιούμορ τους, τον σαρκασμό, την ειρωνεία, τα ερωτήματά τους για τη ζωή, τις σκέψεις τους για τον έρωτα και τον θάνατο. Έργα που ήταν σκηνικά -είμαι πεπεισμένος απόλυτα- κι όχι φιλολογικά. Δεν μπορεί αυτή η τελειότητα των διαλόγων, των μονολόγων, να μην προέρχεται και από τα στόματα πολλών ηθοποιών. Είναι κάτι καθαρά θεατρικό. Και έτσι το αντιμετωπίζω: σαν θέατρο. Με κανένα ιδιαίτερο δέος, πέρα απ’ αυτό που προκαλεί ένα μεγάλο έργο…».

Ας πούμε λοιπόν πρώτα για το έργο. Γιατί θέλησε να ανεβάσει «Μήδεια»; «Ένας από τους λόγους που ήθελα να ασχοληθώ μ’ αυτό το έργο είναι η αίσθηση που έχω αποκομίσει από τη ζωή μου, και παρατηρώντας τη ζωή των άλλων, πόσο ξένος μπορεί να είναι κανείς. Πόσο ξένος ακόμη και στον ίδιο του τον τόπο, στο ίδιο του το σπίτι.

Επίσης, τα τελευταία χρόνια, όσο η χώρα μας γέμιζε με ξένους, με μετανάστες, τόσο γινόταν εντονότερη η αίσθηση δίπλα μου των στριμωγμένων ανθρώπων… Ο Ευριπίδης βέβαια δεν μιλάει μόνο γι’ αυτά, αλλά ποιος μπορεί ποτέ να ξέρει όλα όσα λένε αυτά τα έργα. Αναλύονται επ’ άπειρον, αλλά πάντα υπάρχει και παρακάτω…».

Ο τρόπος, τώρα, με τον οποίο αντιμετώπισε το έργο πόσο κοντά είναι στη δική μας «παράδοση» ανεβάσματος της τραγωδίας; «Εγώ αυτό το έργο και στην παλαιολιθική εποχή να είχε γραφτεί, πάλι για τη ζωή μου θα το ανέβαζα. Δεν ξέρω πώς ανεβαίνει «σωστά» η τραγωδία ούτε και με ενδιαφέρει. Και δεν αναγνωρίζω καμιά παράδοση στο είδος. Αναγνωρίζω και σέβομαι τον δρόμο που άνοιξαν για τον εαυτό τους ταλαντούχοι άνθρωποι, Έλληνες και μη, αλλά εγώ δεν οφείλω να το ακολουθήσω αυτό. Γιατί οι άνθρωποι αλλάζουν, οι εποχές, τα γούστα αλλάζουν. Αυτό που χθες ήταν όμορφο, σήμερα μπορεί να είναι άσχημο. Οφείλει να ακολουθεί κανείς και να σέβεται αυτό που μιλάει μέσα του. Σέβομαι απόλυτα ό,τι έχει γίνει στο παρελθόν -προέρχομαι άλλωστε από θεατρική οικογένεια και ο θείος μου, ο Μάνος Κατράκης, που τον θαύμαζα και τον λάτρευα, έπαιζε τραγωδία- αλλά δεν μπορεί κανείς να κάνει ένα βήμα σ’ αυτό το είδος αν δεν το κάνει μόνος του και πιάνοντας τα πράγματα απ’ την αρχή. Δεν νομίζω ότι μπορεί να πάει κανείς με δανεικά. Δεν μπορεί να προχωράει έτσι η τέχνη – ιδίως σ’ αυτό το είδος όπου το νήμα έχει κοπεί κι όλοι οι κώδικες έχουν χαθεί. Οφείλεις να μαθαίνεις τι έκαναν οι προηγούμενοι, να καταστρέφεις και να ξεκινάς απ’ την αρχή. Εάν δεν καταστρέψω, σημαίνει ότι απέτυχα. Στην τραγωδία τίποτα δεν μπορεί να γίνει χωρίς ρίσκο, χωρίς κίνδυνο. Νομίζω πως με αυτά τα έργα, αν δεν πάρεις μια ελευθερία για να μιλήσεις μαζί τους, τότε μένεις βουβός κι εσύ κι αυτά. Μέσα από τη «Μήδεια» εμείς προσπαθήσαμε να μιλήσουμε για μας, για τη ζωή μας, κι όχι για αρχαία πράγματα, αδιάφορα σήμερα…».

Σκέψεις

Δηλαδή; Για ποια δικά μας ζητήματα μιλάει η παράσταση; «Για το τίμημα της ανθρώπινης συμβίωσης, που είναι πάρα πολύ ακριβό. Κάτι που νομίζω πως και ο ίδιος ο Ευριπίδης είχε πληρώσει ακριβά. Την ανθρώπινη συμβίωση γενικότερα, όχι μόνο την ερωτική. Και των πολιτισμών η συνύπαρξη τον απασχόλησε πολύ, όπως φαίνεται και στις «Βάκχες». Των πολιτισμών και των θρησκειών, που δεν υπάρχει πιο ξεκάθαρη και πιο σύγχρονη σκέψη από αυτήν. Κι όταν λέω «πολιτισμών» δεν εννοώ μόνο Ανατολής – Δύσης, που το ζούμε σήμερα και στον τόπο μας τόσο έντονα. Εννοώ και τον αντρικό πολιτισμό με τον γυναικείο. Πώς συμβιώνουν ένας άντρας και μια γυναίκα. Και μόνο τις λέξεις «γάμος» και «παιδιά» ν’ ακούσεις πόσες φορές λέγονται μέσα στο έργο, φτάνει για να σε βάλουν σε σκέψεις. Για μένα τα «γυναικεία πάθη» της Μήδειας είναι ακριβώς τα ίδια με τα πάθη του Ιάσονα. Και όφειλα να είμαι δίκαιος και με τις δύο πλευρές…

Αναφέρω μερικές μόνο, σκόρπιες, σκέψεις απ’ αυτά που μας προβλημάτισαν και μας συγκίνησαν όλο τον καιρό της προετοιμασίας. Νομίζω ότι ο Ευριπίδης, σαν καλλιτέχνης, ήταν απόμακρος άνθρωπος, απίστευτα είρων και με τρομερό χιούμορ. Και ήξερε το τίμημα της μοναχικότητας.

Ήξερε τι σημαίνει να είσαι ξένος σ’ αυτήν τη ζωή. Γι’ αυτό κι εγώ διάλεξα να κάνω «Μήδεια» με μια ξένη. Πέρα, βέβαια, από το γεγονός ότι η Ταμίλα Κουλίεβα είναι μια εξαιρετική ηθοποιός». Σύντομα θα δούμε επί σκηνής τι ακριβώς «βρήκαν» ο Στάθης Λιβαθινός και οι συνεργάτες του. Απόψε, 20/7 η παράσταση κάνει πρεμιέρα στην Αχρίδα (Σκόπια), στο εκεί θεατρικό φεστιβάλ, και ακολούθως πάει Επίδαυρο, 8 και 9 Αυγούστου.

Ο σκηνοθέτης μιλάει για τους ηθοποιούς

Ο σκηνοθέτης, Στάθης Λιβαθινός μιλάει για τους ηθοποιούς, τη Μήδεια της Κουλίεβα, τον «συγκινητικό Ιάσονα» του Μαυριτσάκη, τους άλλους ρόλους. Και κυρίως τον Χορό. «Είναι στην παράσταση εξίσου σημαντικός όσο και οι ρόλοι. Δεν μπόρεσα ούτε στιγμή να φανταστώ το ένα χωρίς το άλλο. Δεν χρησιμοποίησα μόνο γυναίκες στο Χορό, αλλά και άντρες. Είναι νέα κορίτσια και αγόρια στην αρχή της ζωής τους, στην πορεία προς την απόκτηση συνείδησης. Ο Χορός είναι μια άλλη φωνή, υπάρχει ως αντίσταση στο δράμα, όχι για να το κάνει πιο μαύρο. Δεν έχει δηλαδή δεδομένη την τραγικότητα, αλλά τη βιώνει σταδιακά. Γι’ αυτό και χορεύει και τραγουδάει. Είναι όπως ακριβώς θα μπορούσατε να φανταστείτε την παρουσία νέων ανθρώπων σ’ ένα τραγικό γεγονός. Που προσθέτουν μια άλλη φωνή, μια άλλη διάσταση στα πράγματα. Είναι ξεχωριστά πρόσωπα, δεν είναι ανώνυμο πλήθος, αλλά οι άνθρωποι στις έντονες στιγμές, χαράς ή πόνου, μοιράζονται πράγματα, γίνονται ένα. Όταν έρχονται γεγονότα «που δεν χωράνε στον νου», όπως εύστοχα λέει κι η μετάφρασή μας κλείνοντας το έργο».

Μιλάει με ενθουσιασμό για τη μετάφραση του Στρατή Πασχάλη: «Ποιητική, με ελληνικά απλά, αλλά εξαιρετικής λεπτότητας. Συναρπαστική και αληθινή, γνήσια, που δουλεύτηκε πολύ καιρό και που, πριν συγκινήσει το κοινό, συγκίνησε εμάς όλους». Μιλάει για τη μουσική, που θα είναι πολλή και ζωντανή επί σκηνής, την κίνηση, τους συντελεστές όλους της παράστασης.

Μόνο για τα σκηνικά και τα κοστούμια είναι λιγόλογος, σφίγγα σχεδόν: «Το σκηνικό θέλαμε να έχει στοιχεία της φύσης, χώμα, νερό – και έντονη θεατρικότητα πάνω απ’ όλα. Η όψη της παράστασης είναι σύγχρονη. Θέλαμε να βρούμε έναν τρόπο να συναντηθούν οι εποχές χωρίς να καταφύγουμε σε περιγραφικά πράγματα, αλλά και χωρίς να ενδώσουμε σε εύκολες, μοντερνίστικες λύσεις. Θέλαμε να βρούμε όχι το ρούχο μιας εποχής, αλλά το ρούχο της ψυχής αυτών των ανθρώπων. Κάτι που να μιλάει για τη ζωή μας. Και, διατηρώντας την ποίηση του λόγου, να συγκινεί».

20.07.2003, Αγγελικόπουλος Βασίλης «Μήδεια ή η Δοκιμασία της συμβίωσης…», Η Καθημερινή

 

Για το link πατήστε εδώ