Η Ντούζε ήταν κορυφαία στην εποχής της – τέλος 19ου αιώνα, αρχές 20ου αιώνα. Εξίσου φημισμένη με τη Σάρα Μπερνάρ , φαίνεται ότι την ξεπερνούσε σε τάλαντο και πως η υποκριτική της προπορευόταν των καιρών της.
Λεπτεπίλεπτη, μικροκαμωμένη, από πάμπτωχη οικογένεια θεατρίνων των μπουλουκιών, την έβγαλαν στη σκηνή από τα τέσσερα χρόνια της, για να εξελιχθεί τόσο αλματωδώς, ώστε να φτάσει να παίξει στα δεκατέσσερα, στην ηλικία του ρόλου, την Ιουλιέτα του Σαίξπηρ. Με έρωτες θυελλώδεις (ανάμεσα στους εραστές της – σχέση ιστορική – ο κορυφαίος Ιταλός ποιητής της εποχής Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούτσιο που την απαθανάτισε στο μυθιστόρημά του «Η φωτιά») περιόδευσε ολόκληρο τον κόσμο, θριαμβεύοντας παντού. Στα 53 της χρόνια, το 1911, επειδή ένιωθε να βρίσκεται σε αδιέξοδο, σταμάτησε ξαφνικά να παίζει. Άντεξε μακριά από το θέατρο έντεκα χρόνια. Το 1921, άρρωστη από φυματίωση και χωρίς οικονομικούς πόρους, ξαναγύρισε στη σκηνή και στις περιοδείες. Και ο θάνατος την βρήκε, 66 ετών, στη διάρκεια μίας από αυτές τις περιοδείες στην Αμερική, σ’ ένα ξενοδοχείο του Πίτσμπουργκ, στις 21 Απριλίου του 1924.
Αυτήν την τελευταία βραδιά της, στο τρίτης κατηγορίας ξενοδοχείο διάλεξε για εποχή και τόπο του μονολόγου του «Ελεονώρα Ντούζε – Η τελευταία νύχτα» ο σύγχρονος Ιταλός συγγραφέας Κίγκο ντε Κιάρα. Και αυτόν τον μονόλογο θα ερμηνεύσει η δική μας Ασπασία Παπαθανασίου, από τις 4 έως τις 11 Μαρτίου, στο θέατρο «Ιλίσια» – θα ακολουθήσει ένας δεύτερος κύκλος παραστάσεων μετά το Πάσχα – σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού.
«Έψαχνα να βρω ένα έργο σύγχρονο» λέει η κ. Παπαθανασίου στα «ΝΕΑ». «Πριν από δύο – δυόμισι χρόνια, ρώτησα την Άννα τη Βαρβαρέσου, τη μεταφράστρια, αν έχει κάτι για μένα. Και μου έδωσε το έργο αυτό. Έπρεπε να το κάνω τότε, αλλά η ιστορία πέρασε από πολλές φάσεις, γιατί υπήρχαν προβλήματα. Τελικά το κάνω τώρα.
Δεν είναι μεγάλο θέατρο. Έχει όμως κάτι που με συγκλόνισε. Είναι σαν να μιλάει ένας ηθοποιός για τη ζωή του. Και μάλιστα, σε μια στιγμή καίρια: το ίδιο το βράδυ που θα πεθάνει.
Πολλά από όσα λέει τα έχω πει και εγώ. Χωρίς να εννοώ ότι είμαι μια Ντούζε… Ο συγγραφέας δεν έχει πλάσει μια μορφή, έναν χαρακτήρα για τον ‘ψάξω’. Πρόκειται για την ίδια την Ντούζε, τη ζωή της. Πρώτη φορά νιώθω ότι δεν δεσμεύομαι απέναντι στο κείμενο που θα παίξω, αλλά απέναντι στην ηρωίδα – την Ντούζε.
Δεν την ‘ανακάλυψα’, βέβαια, τώρα. Είχα διαβάσει για την Ντούζε και μου είχε μάλιστα εντυπωθεί μια φράση. Κάποιος είχε γράψει ότι στη σκηνή ‘μιλούσε με όλο της το κορμί’. Το είχα μάλιστα κουβεντιάσει αυτό με τον Φράνκο Τζεφιρέλι που είχα συναντήσει σε ένα πάρτι στο Λονδίνο, όπου ζούσα τον καιρό της δικτατορίας.
Με συγκίνησε ακόμη ότι αυτή η γυναίκα, που προερχόταν από τόση φτωχή οικογένεια και που δεν μπορούσε σχολείο να πάει, σιγά – σιγά κατάφερε να γίνει από μόνη της ηθοποιός διανοούμενη, να έχει επαφές με όλα τα πνεύματα της εποχής, μέχρι και να μεταφράζει.
Επιθυμούσε επίσης να κάνει για νέους ένα θέατρο, “μόνο με τοίχους ασβεστωμένους”. Αυτό που ψάχνουν οι νέοι σήμερα, αναζητώντας τις μνήμες των χώρων που διάλεξαν να παίξουν. Δεν μπόρεσε, βέβαια, να το κάνει. Όπως δεν μπόρεσε να έχει και ένα δικό της θέατρο στην πατρίδα της. Ξέρετε στην Ιταλία δέχτηκε πολλές επικρίσεις και άκουσε πολλές ειρωνείες, ενώ στο εξωτερικό την ανέβαζαν στα ουράνια…».
Και η Ασπασία Παπαθανασίου, όμως, για χρόνια ολόκληρα σημείωνε στο εξωτερικό θριάμβους μεγαλύτερους απ’ όσους στην Ελλάδα, όπου η αναγνώριση άργησε πολύ. Ίσως λοιπόν, να βρήκε και κάποιες «εκλεκτικές συγγένειες» με την Ντούζε.
«Δεν θα το έλεγα. Ήταν τελείως διαφορετική η ιστορία μου από τη δική της. Απλώς πιστεύω ότι ο κάθε ηθοποιός, ο κάθε δημιουργός στο κομμάτι αυτό θα μπορέσει να αναγνωρίσει τον αγώνα που κάνει, το βάσανό του για να είναι σ’ ότι κάνει ο εαυτός του».
Μου λέει πόση εντύπωση της έκανε και κάτι άλλο: ότι η Ντούζε, όταν γύρισε εξηντάρα πια, στη σκηνή, έπαιζε, ακόμη και άβαφη και χωρίς να κρύβει τα λευκά της μαλλιά. «Είχε, φαίνεται, την ικανότητα της εσωτερικής μεταμόρφωσης. Γι’ αυτό ίσως ο Στανισλάβσκι την θεωρεί πρόδρομο της σύγχρονης υποκριτικής τέχνης».
Τη βλέπω να μιλάει για τη Ντούζε γεμάτη ζωντάνια και ενθουσιασμό, ανανεωμένη, μετά το δύσκολο «λούκι» που πέρασε όταν έχασε τον σύντροφο της ζωής της Κώστα Μαυρομάτη που ήταν το μεγάλο της στήριγμα. Η φωτογραφία του – γελαστός και οικείος – υψώνεται απέναντί μας.
«Εφόσον έχω ακόμη φυσικές δυνάμεις, δεν μπορώ να παίξω την κυρία που μένει σπίτι της. Είναι θάνατος αυτό. Αν δεν μπορούσα, ας πούμε, να μάθω κείμενο, ε δεν θα έπαιζα. Σίγουρα όμως έχω πολλή αγωνία».
Μιλάει για την επιλογή του Στάθη Λιβαθινού ως σκηνοθέτη της παράστασης. «Ήθελα να συνεργαστώ μ’ ένα σκηνοθέτη πολύ νεώτερό μου. Όπως η Ντούζε ήταν πολλές γενιές πριν από μένα. Να απέχουν πολλές γενιές ηρωίδα, ηθοποιός και σκηνοθέτης. Έχει σημασία για το έργο αυτό πώς θα συγκινηθεί ο σκηνοθέτης. Ξέρω από χρόνια τον Στάθη και ήξερα τις σπουδές που έκανε στην πρώην Σοβιετική Ένωση. Δεν λέω ότι συμφωνούμε σε όλα – ευτυχώς! – αλλά εκείνο που έχει σημασία είναι ότι γίνεται μια διερεύνηση σε βάθος».
Αφήνει, όμως περιθώρια σκηνοθεσίας σ’ ένα σκηνοθέτη τόσο νεώτερό της και μάλιστα όταν είναι να ερμηνεύσει ένα μονόλογο; Ή μήπως, τελικά αυτοσκηνοθετείται;
«Πολλά περιθώρια αφήνω. Δεν θα εμπιστευόμουν, βέβαια, εύκολα ένα νέο σκηνοθέτη για μια παράσταση αρχαίου δράματος. Εδώ, όμως είναι αλλιώς. Επειδή ο ρόλος έχει πολλά αυτοσχεδιαστικά στοιχεία και μπορείς να “πυροδοτήσεις” και έτσι και αλλιώς το λόγο, πρόκειται για άλλου είδους ψάξιμο».
26.02.1998, Σαρηγιάννης Γιώργος «Μια ζωή σε μια νύχτα», Τα Νέα