Ο «Καζανόβα» ανεβαίνει το Γενάρη στον «Εξώστη» του Αμόρε.
Τον Καζανόβα όλοι νομίζουν ότι τον γνωρίζουν. Αν όχι ως ιστορικό πρόσωπο, που έζησε από το 1725 έως το 1798, μια ζωή τυχοδιωκτική, αιρετική, παραδομένη – μέχρι υπερβολής στη γοητεία κάθε λογής περιπετειών, τουλάχιστον ως επιθετικό προσδιορισμό ανδρός με πλούσια ερωτική δραστηριότητα.
Την Μαρίνα Τσβετάεβα, όμως, πόσοι είναι αυτοί που την γνωρίζουν; Υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες ποιήτριες του εικοστού αιώνα, αλλά γεννήθηκε και έζησε μια εποχή και σ’ έναν τόπο που πολλοί σημαντικοί άνθρωποι όχι μόνο δεν μπόρεσαν να βρουν την αναγνώριση που τους άξιζε, αλλά χάθηκαν άδικα στο στρόβιλο των ιστορικών ανακατατάξεων.
Στον «Εξώστη» του Αμόρε, στα μέσα Γενάρη, θα γίνουμε θεατές της περίεργης συνάντησης αυτών των δύο εξαιρετικών ανθρώπων. Το έμμετρο θεατρικό έργο, «Περιπέτεια» ή «Καζανόβα» που η Μαρίνα Τσβετάεβα έγραψε στην πεινασμένη Μόσχα του 1919, αντλώντας από τον τρίτο τόμο των (δώδεκα συνολικά) «Απομνημονευμάτων» του Τζιοβάνι Τζιάκομο Καζανόβα, σκηνοθετεί ο Στάθης Λιβαθινός, με σκηνικά και κοστούμια του Άγγελου Αγγελή και μουσική του Νίκου Πλάτανου. Τους ρόλους έχουν αναλάβει ο Θέμις Πάνου, η Άννα Μάσχα, ο Αλέξανδρος Λογοθέτης, η Δέσποινα Κούρτη, ο Άκης Βλουτής και ο Νέστορας Κοψίδας.
«Vous oublierez aussi henriette»
Το μότο που χρησιμοποιεί η Μαρίνα Τσβετάεβα στο θεατρικό της κομψοτέχνημα (παρά το γεγονός ότι στο κείμενό της μετάφρασης δεν μπορεί να διατηρηθεί ανόθευτη η ομορφιά της γλώσσας και του στίχου της, η γοητεία του απόηχου αυτής της ομορφιάς είναι καταδεικτική του ποιητικού μεγέθους της συγγραφέως) είναι «Και θα ξεχάσεις την Εριέττα».
Κι αυτό γιατί έχει να κάνει με την αληθινή ερωτική ιστορία του εικοσιτετράχρονου Καζανόβα και της μυστηριώδους Εριέττας, που εμφανίστηκε σε ανύποπτη στιγμή στη ζωή του, τον κατέκτησε με το πνεύμα και την ομορφιάς της, έζησε μαζί του λίγους μήνες, προτού εξαφανιστεί για πάντα – αφού προηγουμένως τον ορκίσει ότι δεν θα την αναζητήσει ποτέ, κι αν κάποτε τυχαία την συναντήσει θα κάνει πως δεν την γνωρίζει. «Και θα ξεχάσεις την Εριέττα» χάραξε στο τζάμι του δωματίου του ξενοδοχείου όπου έμεναν με το διαμάντι που της είχε χαρίσει. Ο Καζανόβα την ξέχασε την Εριέττα ή ο ίδιος ξεχάστηκε αναζητώντας κομμάτια της σε κάθε μία από τις εκατοντάδες γυναίκες που βρέθηκαν στη συνέχεια στο δρόμο του.
Η Τσβετάεβα χωρίζει το έργο σε πέντε εικόνες. Η γνωριμία τους, ο έρωτάς τους, το αποκορύφωμα του, ο αποχωρισμός τους δίνεται στις τέσσερις πρώτες.
Προσθέτει, όμως, με τη δαιμονική φαντασία της, και μία πέμπτη. «Ξεκινά, λέει ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός, με την εξής ποιητική σκηνική οδηγία ‘Μπαίνουν, χαρούμενοι σαν θύελλα του δρόμου, ο Καζανόβα και η χιλιοστή πρώτη ερωμένη του’. Είναι εκπληκτικό πώς με ένα άλμα δεκατριών χρόνων ο Καζανόβα φτάνει με την χιλιοστή πρώτη – ούτε καν με την χιλιοστή…- στο ίδιο δωμάτιο όπου δεν αποχωρίστηκε την μοναδικά Εριέττα. Δεν αναγνωρίζει το μέρος, αλλά το κορίτσι συλλαβίζει το χάραγμα στο παράθυρο: «Και θα ξεχάσεις την Εριέττα». Τότε ο ήρωας τρελαίνεται, ουρλιάζει, σπάει το γυαλί, αλλά είναι αργά. Συμβαίνει, βλέπετε, πολλές φορές στη ζωή μας να είναι ήδη αργά. Κι αυτό είναι ένα σημαντικό στοιχείο της ανθρώπινης τραγωδίας».
Γύρω απ’ αυτό το «αργά» επικεντρώνεται τόσο το έργο της Τσβετάεβα όσο και η σκηνοθετική αγωνία του Στάθη Λιβαθινού γι’ αυτή την παράσταση, που εκ των πραγμάτων έχει αναλάβει την «ευθύνη» να εισαγάγει το κοινό στον κόσμο αυτής της σημαντικής ποιήτριας. Λέει: «Σ’ όλα τα σπουδαία έργα υπάρχει μια τεράστια αλληγορία κι αυτή είναι που σε έλκει να ασχοληθείς μαζί τους, ώστε μέσω αυτής να μπορέσεις να πεις κάτι για την ζωή και τον εαυτό σου. Η ζωή, όπως και το θέατρο, δεν είναι απλώς ένα παιχνίδι. Είναι ένα παιχνίδι με περιεχόμενο, γι’ αυτό και μπορούμε ν’ αντέχουμε τη ματαιότητα του.
Η Τσβετάεβα παρουσιάζει τον Καζανόβα στις τέσσερις σκηνές σ’ όλη την ομορφιά της επιθετικότητας της νιότης του, αλλά στην τελευταία σκηνή τον εγκαταλείπει στην τραγικότητα του ανθρώπου που, θα ’λεγε ο Δάντης, φτάνει στη μέση του δάσους και ανακαλύπτει ότι είναι περιτριγυρισμένος από σκοτάδι. Αυτό το σημείο είναι που καθιστά το έργο της επίτευγμα: ότι μεταμορφώνει μια τόσο παρεξηγημένη προσωπικότητα σε τραγική ύπαρξη. Κι αυτό κίνησε το ενδιαφέρον: η στιγμή που ο χρόνος της ζωής ενός νέου ανθρώπου χωρίζεται στα δύο, όταν συνειδητοποιεί αίφνης την τραγικότητα της ύπαρξής του».
Μαρίνα Τσβετάεβα (1892-1941): αυτή η άγνωστη
Η Τσβετάεβα στον «Καζανόβα» κάνει ένα σχόλιο πάνω στην διαδικασία απονέκρωσης της ανθρώπινης ψυχής. Η ίδια δεν έχασε την ψυχή της γιατί διοχέτευε την απελπισία σε στίχους, σε θεατρικά έργα, σε δοκίμια, στα γράμματα που έστελνε στους φίλους της έως το 1941. Τότε, μολονότι δεν ήθελε να πεθάνει, «δεν άντεχε να είναι». Αυτοκτόνησε, δίνοντας τέλος στο βάσανο της προσωπικής της ιστορίας που τραγικά αποδεικνύει ότι η ζωή ενίοτε υπερβαίνει την πλέον ευφάνταστη μυθοπλασία.
Κόρη πανεπιστημιακού καθηγητή της ιστορίας της τέχνης και μιας Γερμανίδας πιανίστριας, από οικογένεια, δηλαδή, αστών διανοούμενων, βρέθηκε στη θύελλα της Οκτωβριανής Επανάστασης, χωρίς άνδρα και με δύο κόρες, από τις οποίες τη μία, λίγων μηνών τότε, θα χάσει από ασιτία το 1920.
Έζησε στην έσχατη αθλιότητα έως το 1922, οπότε εγκαταλείπει τη Σοβιετική Ένωση για να ζήσει πρόσφυγας σε διάφορες πόλεις και χώρες της Ευρώπης. Ο άνδρας της, Σεργκέι Εφρόν, ο οποίος κατά διαστήματα αγνοείτο, από εθελοντής της Λευκής Στρατιάς, το 1935 δουλεύει για τις μυστικές σοβιετικές υπηρεσίες και επιστρέφει στη Μόσχα το 1937.
Η Μαρίνα Τσβετάεβα τον ακολουθεί το Ιούνιο του 1938, λίγο προτού ο Εφρόν συλληφθεί και εκτελεστεί – όπως συνέβαινε μ’ όλους σχεδόν τους πράκτορες που επέστρεφαν. Η κόρη της στέλνεται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Η ίδια αναζητά δουλειά ως λαντζέρισσα στην ένωση λογοτεχνών (!) και όταν αρχίζει η εισβολή του γερμανικού στρατού, το 1941, στέλνεται με τον γιο της στην Ταταρία. Αυτοκτονεί λίγο αργότερα.
«Τον ‘Καζανόβα’ γράφει το 1918-1919, λέει ο Στάθης Λιβαθινός, προσπαθώντας να βυθιστεί στον 18ο αιώνα, της ομορφιάς της εκζήτησης, των χυμών της ζωής, των τολμηρών πνευματικών αλμάτων του Διαφωτισμού, για να αναπληρώσει, έστω νοερά, όλα εκείνα τα πράγματα που έλειπαν από τη ζωή της: την ευγένεια, την ποίηση, τον έρωτα. Γύρισε στο παρελθόν για να μπορέσει να αναπνεύσει, για να μπορέσει να μιλήσει. Σκεφτείτε ότι σε μια πραγματικά άθλια περίοδο της ζωής της βάζει τους ήρωές της να επικοινωνούν με στίχους, με λόγο έμμετρο!».
«Ω, τι εκπαίδευση θα πρόσφερα στην Άλια (σ.σ στην κόρη της) στον 18ο αιώνα! Τι παπούτσια με αγκράφες! Τι βιβλίο με θηλυκωτήρια!
Και τι δάσκαλο χορού!» γράφει στο ημερολόγιο της σοφίτας της το 1919-20 («Γήινα Σημεία», 1993, εκδόσεις Ηριδανός). Το έργο της, μετά το θάνατό της, έμεινε στην αφάνεια λόγω του σοβιετικού καθεστώτος. Τις τελευταίες δεκαετίες άρχισε να αναγνωρίζεται στην πατρίδα της και στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Η Ιωάννα Σαββίδου, βασική μεταφράστρια έργων της στην ελληνική, σημειώνει: «Γι’ αυτό προτείνω να διαβάσουμε τα ποιήματά της όπως κάποιοι κοινωνιολόγοι ή ιστορικοί θα διάβαζαν μία ιστορία ζωής; Ως ένα χώρο όπου διασταυρώνονται το υποκείμενο και η ιστορία του, η Ιστορία και ο εαυτός του, ως κύκλο αμοιβαίων μεταλλάξεων! (περιοδικό «Ποίηση», τεύχος 7, καλοκαίρι 1996).
Από το Κρατικό Ινστιτούτο Μόσχας στον «Εξώστη»
Ο Στάθης Λιβαθινός (που την περίοδο που τρέχει ερμηνεύει έναν από τους δύο κεντρικούς ρόλους της παράστασης στο θέατρο Εξαρχείων «Άγρια Δύση») είχε από μικρός σχέση με το θέατρο, αφού είναι ανιψιός του Μάνου Κατράκη. Βρέθηκε στην σχολή του Πέλου Κατσέλη και στη συνέχεια στο κορυφαίο Κρατικό Ινστιτούτο Μόσχας, απ’ όπου πήρε δίπλωμα ηθοποιού και σκηνοθέτη. «Οι ‘‘Τρεις αδελφές’’ μπορεί να μην πήγαν στη Μόσχα, αλλά εγώ τα κατάφερα…και μάλιστα μια εποχή που για μια ακόμη φορά ο χρόνος χωρίστηκε στα δύο: πήγα επί Τσερνιένκο και έφυγα επί Γκορμπατσόφ.
Βρέθηκα σε ένα διαφορετικό θεατρικό πλανήτη, όχι μόνο λόγω θεατρικής παραδόσεως, και σχέσης με τους μεγάλους κλασικούς που εδώ τους έχουμε βάλει στο ράφι προτού καλά καλά τους γνωρίσουμε, αλλά γιατί υπήρχαν κορυφαίοι σκηνοθέτες-δάσκαλοι, που ό,τι δίδασκαν είχες την δυνατότητα να δεις στη συνέχεια εφαρμοσμένο επί σκηνής. Έζησα μια περίοδο μαθητείας μοναδική, μου λείπει η πνευματική ζωή, το θέατρο που γνώρισα».
Ο Στάθης Λιβαθινός λέει ότι η ρωσική σχολή θεάτρου έχει προχωρήσει σε τέτοια σημεία, που η υπόλοιπη Ευρώπη θα χρειαστεί χρόνια να φτάσει. Από πέρσι ο ίδιος διδάσκει στη σχολή του Καζάκου, προσπαθώντας να διδάξει ό,τι έμαθε. Υπό όρους, βέβαια: «Η στεγανοποιημένη γνώση δεν έχει σχέση με την τέχνη. Η τέχνη, όπως κι η ζωή, βρίσκεται σε διαρκή εξέλιξη. Αυτό σημαίνει, άλλωστε, ταλέντο: να μπορείς να συμπίπτεις με την εποχή σου, που διαρκώς μεταβάλλεται, εξηγώντας το χρόνο σου, βάζοντας ερωτηματικά, προσπαθώντας να γνωρίσεις τον εαυτό σου. Βέβαια, και στην τέχνη του θεάτρου υπάρχει το συστηματοποιημένο μέρος της γνώσης, που μπορεί να μεταδοθεί. Αφορά τη γνώση της ανθρώπινης φύσης, που έχει νόμους, αλλά και κάποιους τρόπους με τους οποίους ο ηθοποιός μπορεί να έχει επαφή με το υποσυνείδητο, απ’ όπου πηγάζει η έμπνευση. Και η τέχνη είναι έμπνευση».
Μπορεί στην πορεία του ο καλλιτέχνης να ξεχάσει από πού ξεκίνησε, αλλά ποτέ δεν χάνει τη σημασία του το σημείο απ’ όπου ξεκίνησε. Εκείνος βρέθηκε τελικά εδώ, ψάχνοντας το δικό του δρόμο, συνοδοιπόρος με ανθρώπους που «μπορεί να μην σκέφτονται όπως εγώ, αλλά τουλάχιστον για τα ίδια θέματα», προσπαθώντας να απαντήσει σε καίρια ερωτήματα: Ποιο θέατρο είναι ζωντανό, τι σημαίνει πρωτοπορία, ποια είναι η σχέση μεταξύ περιεχομένου και φόρμας, είναι η τέχνη η ύψιστη βαθμίδα μιας κουβέντας διαρκείας πάνω στη ζωή, είναι ο καλλιτέχνης ο έξυπνος ή ο ευαίσθητος της εποχής του, που βαδίζει το ελληνικό θέατρο και οι, ορφανοί δασκάλων, νέοι ηθοποιοί.
Πιστεύει ότι η δημιουργία προκύπτει ως έργο αντίστασης του καλλιτέχνη στη φθορά και στο θάνατο.
«Στο σημείο αυτό συναντώ τον Καζανόβα και την Τσβετάεβα: οι ζωές και των δύο είναι μαρτυρίες του πώς οι άνθρωποι αγωνίζονται να ξεπεράσουν το άγχος της φθοράς και του επερχόμενου θανάτου».
14-15.12.1996, Καλτάκη Ματίνα «Μια Ρωσίδα ποιήτρια συναντά τον Καζανόβα στην Αθήνα», Επενδυτής