Μια παράσταση που δικαίωσε τον Τσέχωφ: Τρεις αδελφές του Αντόν Παύλοβιτς Τσέχωφ στο Θέατρο Αμόρε

Με μια αξιόλογη παράσταση συνόλου εγκαινίασε τη φετινή σεζόν η κεντρική σκηνή του θεάτρου «Αμόρε».

Ο Γιάννης Χουβαρδάς, ρίχνοντας το βάρος της σκηνοθεσίας του στο τόσο παρεξηγημένο πνεύμα του συγγραφέα και στους ηθοποιούς που ζωντάνεψαν τα τσεχωφικά πρόσωπα, έστησε μια παράσταση που δικαίωσε την περίοπτη θέση που κατέχουν οι «Τρεις αδελφές» στο διεθνές δραματολόγιο. Σκηνοθέτης και ηθοποιοί μπορούσαν να βρουν την ισορροπία στο πλήθος των στοιχείων που δένει την τσεχωφική «κωμωδία» και κατόρθωσαν να αποτρέψουν τον κίνδυνο ηθογραφικής απόδοσής της. Έτσι ανέδειξαν αυτό το αριστούργημα προσώπων, ατμόσφαιρας, χαμηλών τόνων, λόγων και παύσεων που βρίθουν από το ανείπωτο, ψυχικών δράσεων και αντιδράσεων, ακύρωσης επιθυμιών έως και υπάρξεων, και συνθλιπτικής ροής του χρόνου («Λένε πως ο χρόνος γιατρεύει τα πάντα. Αλλά αν ο χρόνος είναι αρρώστια;», Βιμ Βέντερς, «Ο ουρανός πάνω από το Βερολίνο»).

Τρίτο έργο της τετραλογίας του τέλους –ζωής και δημιουργίας- του Τσέχωφ γράφτηκε το 1900 και γνώρισε θρίαμβο όταν πρωτανέβηκε στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας του Ναμίροβιτς Νταντσένκο και Στανισλάβσκι το Γενάρη του 1901. Έκτοτε πολύ νερό έχει κυλήσει στα αυλάκι κι είναι αμέτρητα αυτά που έχουν γραφτεί για την πολυσύνθετη προσωπικότητα του συγγραφέα και για το διηγηματικό και θεατρικό έργο του: ότι έδωσε το χαριστικό πλήγμα στο θέατρο του 19ου αιώνα, παραθέτοντας στην «αλήθεια» του νατουραλιστικού θεάτρου, το «θέατρο ατμόσφαιρας», ότι τα έργα του σηματοδοτούν το κοινωνικό-ψυχολογικό ρεαλισμό ή και τον συμβολικό ρεαλισμό στο θέατρο. Επιπλέον, δεν είναι λίγες οι μελέτες για την αντιθεατρικότητα της μη-δράσης που διακρίνει τη θεατρική του παραγωγή, όπως και για την «αποκοπή», που ο Τσέχωφ παγίωσε ως ύφος και σύστημα στα έργα του, προκειμένου να τονώσει τη συμμετοχή των θεατών στη θεατρική πράξη.

Ωστόσο αυτό που περισσότερο μετράει είναι ότι ο Τσέχωφ ήταν δημιουργός, ευφυής και φιλάνθρωπος –με την έννοια της βαθύτερης κατανόησης της ανθρώπινης φύσης. Γι’ αυτό και, έναν αιώνα μετά, τα έργα του συγκινούν το μυαλό και την ψυχή μας. Στα είκοσι εννέα του είχε δει τα σημάδια της ανίατης τότε αρρώστιας της φυματίωσης. Στα σαράντα τέσσερα πέθανε. Στο ενδιάμεσο μπόρεσε να ξεκαθαρίσει, βιώνοντάς την, την αλληλένδετη σχέση μεταξύ κωμικότητας και τραγικότητας που συνέχει την ασήμαντη, σχεδόν γελοία, ύπαρξή μας. Γι’ αυτό και αποστρεφόταν κάθε έμφαση του δραματικού στις σκηνικές αναπαραστάσεις των έργων του και με επιμονή τα χαρακτήριζε «κωμωδίες». Πάντως, όσο κι αν η καυστική σάτιρα που χαρακτηρίζει το σύνολο των έργων του, είναι αυτή που κυριαρχεί στο πρώτο έργο της «τετραλογίας», το «Γλάρο», στα επόμενα υποχωρεί με σταδιακή ενίσχυση του δραματικού στοιχείου στο «Θείο Βάνια» και στις «Τρεις αδελφές», ενώ ο «Βυσσινόκηπος» αγγίζει τα όρια του καθαρού δράματος.

Γι’ αυτό και στην παράσταση του Γιάννη Χουβαρδά μας κακοφάνηκαν τα επίμονα, σχεδόν νευρωτικά, γελάκια των τριών αδελφών (στο πρώτο μέρος της κυρίως). Η Μάσα, η Όλγα και η Ιρίνα είναι ματαιωμένες υπάρξεις, που αν και αγκιστρωμένες στο όνειρο της διαφυγής στη Μόσχα, έχουν συνείδηση της κατάστασής τους. Δεν είναι νευρωτικές. Αυτό ως παρένθεση. Γιατί η παράσταση του «Αμόρε» είχε ενότητα ύφους και ρυθμό, ενώ η δουλειά εις βάθος που έγινε από σκηνοθέτη και ηθοποιούς, φάνηκε στις εξαίρετες ερμηνείες που έδωσαν στο σύνολό τους. Ο Τσέχωφ πρέπει εκεί ψηλά να είναι ευχαριστημένος.

Είδαμε, λοιπόν, έναν αγνώριστο Ακύλα Καραζήση στο ρόλο του Αντρέι, της προσωποποίησης της διάψευσης του υψηλού οράματος της οικογένειας Σεργκέγεβιτς. Έχοντας εντυπωμένη στη μνήμη μας την εικόνα του, ως ηδυπαθή και γόη Δούκα στην περσινή «Δωδέκατη νύχτα», η μεταμόρφωσή του στο θλιβερό ανθρωπάκι Αντρέι ήταν εντυπωσιακή και ενδεικτική του πώς ο καλός ηθοποιός «απορροφάται» από το ρόλο που κάθε φορά ερμηνεύει.

Έξοχος ο Στάθης Λιβαθινός στο ρόλο του γυμνασιάρχη Κουλίγκιν, απατημένου συζύγου της Μάσα. Η ερμηνεία του στόχευε καίρια τα σημεία του ρόλου και με την κίνηση και το λόγο του ανέδειξε το άχρωμα ανδρείκελο του γυμνασιάρχη σε εξισορροπητικό των δραματικών σχέσεων, κωμικό πρόσωπο. Όσο για τον Λάζαρο Γεωργακόπουλο, ο ρόλος του Τούζενμπαχ δεν θα μπορούσε να αποδοθεί καλύτερα. Πλούσιος στην εκφραστικότητά των μέσων του και ικανός να παίζει με τον πλούτο αυτό, ο Γεωργακόπουλος έδωσε μια ερμηνεία που έσφυζε από τις αναξιοποίητες ευαισθησίες του ήρωα. Ο Βερσίνιν είναι ένας παθιασμένος άνθρωπος που έχει μάθει να συγκρατείται. Από τις χαραμάδες, όμως μπαινοβγαίνει το φως. Ο Αλέξανδρος Μυλωνάς, που τον υποδύθηκε, κινήθηκε με άνεση στα όρια του ρόλου, αλλά δεν εκτίμησε όσο έπρεπε τις «χαραμάδες», γι’ αυτό και δεν τις αξιοποίησε. Πολύ καλός ο Σαλιόνι του Νίκου Χατζόπουλου, εκτόξευε εύστοχα τις φαρμακερές παρεμβολές του με τη σωστή δόση βιαιότητας και κυνισμού. Οι καλές ερμηνείες του Θανάση Ευθυμιάδη στο ρόλο του Φεντότικ και του Γιάννη Κυριακίδη στο ρόλο του γηραιού στρατιωτικού γιατρού Τσεμπουτίκιν, συνέβαλαν στην επιτυχημένη σύνθεση της τσεχωφικής ατμόσφαιρας.

Αλλά και οι κυρίες της διανομής δικαίωσαν με την ερμηνεία τους αυτή την παράσταση συνόλου. Χαμηλών τόνων και μεγάλης ευαισθησίας η ερμηνεία της Ελεονώρας Σταθοπούλου, ήταν η πιο τσεχωφική από τις τρεις «αδελφές». Λιτότητα και μέτρο χαρακτήριζαν κάθε εμφάνισή της επί σκηνής.

Η Όλγα της Μαρίας Κατσιαδάκη, δάκρυζε διαρκώς –ιδίως στο δεύτερο μέρος. Γιατί; Η Όλγα είναι δυνατή γυναίκα. Έχει αξιοπρεπή δουλειά, είναι υπεράνω έρωτος, συχνά συγκρατεί, ως μεγαλύτερη, τις αδελφές της. Μπορεί να λέει «Η παραμικρότερη προστυχιά, ένας άπρεπος λόγος, με κάνει άνω κάτω», αλλά ξέρει και κρατά τη θέση της. Το βούρκωμα ή και το κλάμα ενός ηθοποιού, όταν είναι επίμονο, λειτουργεί ως συγκινησιακός εκβιασμός προς τον θεατή, περιττός τελικά σ’ ένα έργο με τις φορτίσεις των «Τριών αδελφών».

Όσο για τη Λυδία Φωτοπούλου, έπαιξε με πάθος την Ιρίνα, ερμηνεύοντας το ρόλο της με την κίνηση σώματος και χεριών μιας γυναίκας του σήμερα. Η διάσταση αυτή δεν ενόχλησε γιατί ισορροπήθηκε με έξοχες μεμονωμένες στιγμές της. Η Ναταλία Δραγούμη έδωσε μια ενδιαφέρουσα Νατάσα, περνώντας στο πρόσωπο που υποδύθηκε τόσο το σύνδρομο κατωτερότητας για την καταγωγή και στην ανατροφή της, αλλά και τη λάμψη της δύναμης του ανθρώπου που διεκδικεί την ευτυχία, έστω παρεκτρεπόμενη ηθικώς. Σε ξεχωριστή σελίδα του προγράμματος της παράστασης παρουσιάζονται οι δύο παλαίμαχοι ηθοποιοί της διανομής η Ζωή Βουδούρη –που υποδύθηκε την Ανφίσα- και ο Γιώργος Βελέντζας –που υποδύθηκε τον Φεραπόντ. Πράξη σωστή, καθώς ο σεβασμός στους άξιους παλαιότερους είναι χρέος, απ’ αυτά που όταν ξεπληρώνονται αποφέρουν μακροπρόθεσμα κέρδος. Η μετάφραση των Δεπάστα και Ίσαρη δεν πρόσθεσε πολλά στις καλές παλαιότερες. Τα σκηνικά της Θάλειας Ιστικοπούλου – αν και πρέπει να υπολογιστεί η προβληματικότητα της σκηνής του «Αμόρε»- δεν ήταν από τα πλέον εμπνευσμένα. Ενώ θεατρικότατα ήταν τα κοστούμια του Γιάννη Μετζικώφ.

Στην τσεχωφική ατμόσφαιρα συνετέλεσε επιτυχώς η μουσική του Γιώργου Κουμεντάκη.

20.11.1994, Καλτάκη Ματίνα «Μία παράσταση που δικαίωσε τον Τσέχωφ: Τρεις αδελφές του Αντόν Παύλοβιτς Τσέχωφ στο Θέατρο Αμόρε», Επενδυτής

 

Για το link πατήστε εδώ