Ιδανικές ερμηνείες στο έργο του Τόμας Μπέρνχαρντ, με την «Πράξη» της Μπέτυς Αρβανίτη.
Τολμώ να πω ότι για την ώρα, απ’ όσα αρκετά θέατρα έχω επισκεφθεί, το καλύτερο έργο (και ίσως και η καλύτερη παράσταση) είναι αυτό που παίζεται από την «Πράξη» της Μπέτυς Αρβανίτη στο στέκι της οδού Κεφαλληνίας. Είναι το «Πριν την αποχώρηση» του Αυστριακού Τόμας Μπέρνχαρντ.
Σε μια χρονιά μάλιστα, που λείπουν από το θέατρό μας τα καλά δράματα, ο θεατρόφιλος και ο θεατής εν γένει, που αγαπά το δρόμο, δεν έχει καλύτερη και πιο εγγυημένη επιλογή από το θεατράκι της οδού Κεφαλληνίας.
Την επίσκεψη την οφείλει στον εαυτό του, ως θεατρόφιλος.
Γενικά, η Μπέτυ Αρβανίτη με την εταιρία «Πράξη», που ξεκίνησε το 1987 κατάφερε να φτιάξει εκεί μια κατάσταση.
Κατάφερε να πείσει ότι εκεί μέσα θα δεις κάτι καλό στα σίγουρα. Άλλοτε καλύτερο από το περσινό, άλλοτε ίσως όχι. Όμως καλό. Η ποιότητα των παραστάσεων είναι εγγυημένη, τουλάχιστον τέσσερις απ’ αυτές τις κατατάσσω στις καλύτερες της 12ετίας:
«Τα πικρά δάκρυα της Πέτρα Φον Καντ», «Ο Φερνάντο Κραπφτ μου έγραψε ένα γράμμα», «Ο χρόνος και το δωμάτιο»(αν και δεν μου άρεσε το έργο, η παράσταση ωστόσο ήταν άνευ προηγουμένου) και «Το παιχνίδι των ρόλων». Σε κάθε συνδυασμό με την Β’ Σκηνή ο χώρος έγινε στα καλά καθούμενα φυτώριο νέων σκηνοθετών και υπάρχει και ένα τρίτο στοιχείο, σημαντικότατο:
Η «Πράξη» μας φέρνει κάθε τόσο σ’ επαφή με το γερμανικό ή γερμανόφωνο θέατρο, το σύγχρονο, κάτι ανεκτίμητο διότι το πλουσιότατο ελληνικό θέατρο αντιφάσκει κινούμενο σε περιορισμένους γεωγραφικούς χώρους.
Αναφέρομαι στα θέατρα του κέντρου.
Μετάφραση
Εδώ, λοιπόν, πρέπει να εξάρουμε τη συμβολή του Βασίλη Πουλαντζά, ο οποίος πέρα από γνώστης του γερμανικού θεάτρου και της τεράστιας γερμανικής κουλτούρας είναι και ένας έξοχος θεατρικός μεταφραστής.
Φέτος ο Πουλαντζάς – ξεκινώ από εκείνον – έχει κάνει την καλύτερη ως τώρα δουλειά του και ο λόγος του σε κρατά ακίνητο στο κάθισμά σου, μη και χάσεις και την τελευταία αντωνυμία.
Ο λόγος δεν έχει τίποτα το περιττό, αντίθετα κάθε λέξη κρύβει μέσα της βαθιά σημασία.
Διότι έχει στα χέρια του ένα έργο που πραγματικά η κάθε του φράση, η κάθε λέξη, ακόμα και η παύση και η σιωπή έχουν σημαίνουσα θέση εκεί μέσα.
Όταν ο ένας από τους τρεις ρόλους θα πει τα σημαντικότερά του πράγματα με τη σιωπή του, η ανάπηρη Κλάρα συγκεκριμένα, καταλαβαίνετε πώς πρέπει να περιγράψει ο συγγραφέας αυτή τη σιωπή, πώς να την τονώσει με το διάλογο των άλλων, πώς να το θέσει αυτό ο μεταφραστής, πώς να το υπογραμμίσει ο σκηνοθέτης, πώς να του δώσει σπλάχνα ο ηθοποιός.
Το έργο το έγραψε ο Τόμας Μπέρνχαρντ, Αυστριακός αντιφασίστας μέχρι το μεδούλι, που αισθανόταν ντροπή για τα φιλοναζιστικά συναισθήματα των συμπατριωτών του.
Το έγραψε το 1979 (πέθανε το 1989 σε ηλικία 58 ετών), το τοποθετεί στη Γερμανία αλλά αφορά και την Αυστρία, όπου άλλωστε ενόχλησε όταν έγινε πρόεδρος ο Κουρτ Βαλντχάιμ και αποκαλύφθηκε το ναζιστικό παρελθόν του.
Δεν είναι έργο βασισμένο τόσο στην πλοκή όσο στην ατμόσφαιρα και κυρίως στη χαρακτηρογραφία, που μέσα όμως από εκεί βγάζει τόσο ψυχισμό ώστε να καθρεφτίζει δια των τριών προσώπων τις ενοχές ενός ολόκληρου έθνους και στην οριστική καταδίκη μιας ιδεολογίας που φορτώθηκε με πολλά εγκλήματα.
Η ανάλυση, η ανέλιξη, η εξέλιξη και η εξήγηση των προσώπων είναι τέτοια σα να επρόκειτο τελικά για έργο πλοκής.
Η ιστορία τοποθετείται σε ένα σπίτι, δεκαπέντε χρόνια περίπου μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου κάθε χρόνο, στις 7 Οκτωβρίου γιορτάζουν παράνομα και συνωμοτικά μια μεγάλη, πένθιμη γιορτή.
Σαν και σήμερα ήταν τα γενέθλια του Χάινριχ Χίλμερ, του Χίμλερ του γνωστού, του ανθρώπου που οργάνωσε γερά την Γκεστάπο, του ανθρώπου που ανέλαβε να στήσει τα στρατόπεδα εξόντωσης των Εβραίων στην Ανατολική Ευρώπη.
Ο άνθρωπος που διοργανώνει κάθε χρόνο τη μεγάλη αυτή γιορτή – μνημόσυνο στο ναζισμό είναι ο Ρούντολφ Χέλερ, πρόεδρος δικαστηρίου, που ετοιμάζεται να συνταξιοδοτηθεί, πρώην αξιωματικός των Ες-Ες.
Εμφανίζεται στη δεύτερη πράξη.
Αδελφές
Στην πρώτη παίζουν αποκλειστικά οι δύο αδελφές του, με τις οποίες συγκατοικεί και από τις οποίες παίρνουμε πληροφορίες για τη ζωή τους, τις σχέσεις τους, την καθεμία ξεχωριστά, τις παρτίδες εκεί μέσα ανά δύο.
Και η ζωή σε αυτό το σπίτι είναι μια κόλαση, μια βρομιά, ένα χαμένο παρελθόν που όλο αυτό από την άλλη τους τροφοδοτεί.
Η μια αδελφή, η Κλάρα, που έμεινε ανάπηρη, σωματικά και συναισθηματικά, όταν οι Σύμμαχοι σφυροκόπησαν με βομβαρδισμούς τη Γερμανία, είναι η αντιπολίτευση. Δεν είναι σαν τους άλλους δύο, αλλά είναι υποχρεωμένη να τους ανέχεται. Και τους σιχαίνεται. Τους προκαλεί με τη σιωπή, άλλοτε με την αδιάκοπη ανάγνωση εφημερίδων και προοδευτικών βιβλίων και άλλοτε με το επιθετικό ξέσπασμά της.
Όμως, από την άλλη, εκείνοι την ταΐζουν, την ποτίζουν, τη συντηρούν και την παρατρέχουν. Η καρδιά της είναι φωλιά μίσους, αηδίας και απόγνωσης, διότι δεν μπορεί να δράσει. Μέχρι το τέλος στα γεγονότα θα κρατάει το ρόλο της τρομαγμένης και αηδιασμένης παρατηρήτρια.
Η αδελφή της, η Βέρα, είναι άλλης ταραχής άτομο. Είναι ίσως ο πιο σύνθετος ρόλος ανήθικης που έχει γραφτεί.
Η πόρωση είναι τέτοια ώστε να μην έχει πρόβλημα να βγάλει και ευαισθησίες.
Αυτή είναι άλλωστε και η αγαπημένη αδελφή του Ρούντολφ, με τον οποίο μοιράζεται την αγάπη, όχι μόνο αδελφικά αλλά και στο ίδιο κρεβάτι, σε ένα σπίτι κλειστό στον έξω κόσμο, απομονωμένο από την κοινωνία και την επαφή, όπου κανείς δεν έχει πάρε-δώσε με τους έξω, ούτε δίνει ούτε παίρνει ευτυχία.
Τα γενέθλια του Χίμλερ αυτή τη χρονιά θα είναι ο καταλύτης ώστε να ξεσπάσει η τραγωδία και να επέλθει ο «καθαρμός».
Το έργο θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως μια επαναστατική αλληγορία, αλλά ο όρος θα μπέρδευε, θα δημιουργούσε παρεξηγήσεις για τίποτε αφηρημένες γραφές.
Εγώ επιμένω στον όρο «χαρακτηρογραφία», όπου προσεγγίζουμε ένα πολιτικό θέμα μέσα από τη βαθιά ανάλυση τριών χαρακτήρων και καταλήγουμε στην ουσία σε βάθος ανθρώπων.
Ένα από τα σημαντικότερα που πετυχαίνει η παράσταση είναι ότι γεμίζει την ψυχή του θεατή με θεατρική ομορφιά και όχι με τη νοσηρότητα προσώπων. Δεν σε καταθλίβει, αντίθετα σου δίνει την ανάταση που μπορούν να σου χαρίζουν τα ωραία δράματα είτε λέγονται «βρικόλακες» είτε «πριν την αποχώρηση».
Η παράσταση στηρίζεται στους τρεις ηθοποιούς της, θα έλεγα ότι ιδεωδέστερη διανομή δεν μπορούσε να υπάρξει.
Η Μπέτυ Αρβανίτη φτιάχνει μια πραγματική κυρία αμοραλίστρια, της δίνει ύφος και υφέρποντα «κατινισμό», την κάνει ολοζώντανη και άμεση. Και επικοινωνίσιμη στους Έλληνες Γερμανίδα.
Ο Σοφοκλής Πέππας, ηθοποιός που μαγεύει με την αμεσότητά του και τη απλότητά του, δίνει εδώ ένα άλλο μεγάλο μάθημα: Πώς να παίζεις άμεσα και μη θεατρινίστικα ένα ρόλο γεμάτο γοητευτικές παγίδες θεατρινισμών.
Η Ανέζα Παπαδοπούλου, ως Κλάρα σε τρομάζει με τις σιωπές της, με την εσωτερική δύναμη που φανερώνουν τα μάτια της, νιώθεις με την ηρεμία της ότι σε απειλεί.
Στη σκηνή
Τρεις ερμηνείες κλάσεως:
Ο συντονισμός τους και η ερμηνευτική τους κατεύθυνση πιστώνονται, εκτός από τη φυσική υποκριτική ικανότητα εκείνων και στο σκηνοθέτη τους, Στάθη Λιβαθινό, ο οποίος εξελίσσεται σε σοβαρή δύναμη του θεάτρου – όσοι είδατε «Το κτήνος στο φεγγάρι» με καταλαβαίνετε – στο πώς βγάζει ‘ζουμί’ από το έργο μέσα από τα πρόσωπα, από τους ηθοποιούς, πώς αφήνει το χιούμορ να υπονομεύει το δράμα, πώς φτιάχνει επί σκηνής γερμανική ατμόσφαιρα σπιτιού και ψυχών με τους δύο πολιτισμούς συνεργάτες του, τον Γιώργο Πάτσα, που βρήκε πάλι την ευκαιρία να μας υποβάλει – ο καθρέφτης του σκηνικού λέει πολλά – και του Λευτέρη Παπαδόπουλο, που φωτίζει σπίτια και βγάζει φως και ημίφως από τις ψυχές.
Η παράσταση, λέει το πρόγραμμα, αφιερώνεται στον Μίνω Βολανάκη. Εκεί μέσα ο Μίνως, ως γνωστόν, μεγαλούργησε ουκ ολίγες φορές. Μπορεί να «κοιμάται» ήσυχος. Η «Πράξη» βρίσκεται σε καλά και ασφαλή χέρια.
27.12.1999 Τιμογιαννάκης Παναγιώτης «Μια παράσταση με τα όλα της», Ελεύθερος Τύπος
Για το link πατήστε εδώ