Μια παράσταση γεμάτη από ελληνική ποίηση

Οι επιφυλάξεις που μπορεί να διατηρεί κάποιος για τη μεταφορά πεζογραφημάτων στη σκηνή αυξάνονται κατακόρυφα όταν το κείμενο της παράστασης είναι μια σειρά ποιημάτων, με διαφορετική θεματική, μορφική και υφολογική ταυτότητα. Αυτό που κυρίως χαρακτηρίζει ένα ποίημα είναι η συντομία του και η υψηλή συμπύκνωση των νοημάτων του. Σε μια γραμμή, σε μια στιγμή, ο μεγάλος ποιητής μπορεί να αποτυπώσει έναν ολόκληρο κόσμο -μαζί και τη θύελλα του νου και της ψυχής του- και να τον μοιραστεί, σε μια μυστική και αποκλειστική, με τον αναγνώστη του. Θέλω να πω πως η πρόσληψη της ποίησης, και δη της προσωπικής και εσωτερικής ποίησης του 20ου αιώνα, είναι περισσότερο από κάθε άλλο είδος λόγου, υπόθεση αναγνωστικής προσέγγισης.

Κι όμως… Ο Στάθης Λιβαθινός με τους ηθοποιούς του παρουσίασαν έναν ικανό αριθμό ποιημάτων σε μια δίωρη παράσταση που κατάφερε να συγκρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον των θεατών –και αρκετούς απ’ αυτούς να τους συγκινήσει βαθιά.

Δουλεύοντας, προφανώς, τον ποιητικό λόγο μέσω αυτοσχεδιασμών, σκηνοθέτης και ηθοποιοί ερμήνευσαν τα ποιήματα άλλοτε συμπληρώνοντας το λόγο με αυτοσχεδιαστική κίνηση (π.χ. η Μαρία Σαββίδου στο ποίημα της Κικής Δημουλά «Σας άφησα ένα μήνυμα»), άλλοτε «εικονοποιώντας» το (ο Γιάννης Μαυριτσάκης ερμήνευσε το ποίημα του Νάνου Βαλαωρίτη «Λέξεις – γυναίκες» και ο άνδρας που τον συνόδευε έβγαζε σχετικά αντικείμενα από ένα φορητό ντουλάπι), άλλοτε αποδίδοντας με σώμα και κίνηση μια ιδέα του (η Μαριάννα Λαμπίρη στο ποίημα του Ελύτη «τα θεμέλιά μου στα βουνά», με τη βοήθεια τριών τεσσάρων ανδρών περπατάει στον τοίχο), άλλοτε μεταφέροντας μια αίσθηση μέσω ενός αντικειμένου (ένας κόκκινος σπάγκος ξετυλίγεται και με τη βοήθεια των ηθοποιών σχηματίζεται ένας κυματοειδής ιστός που στο επόμενο ποίημα γίνεται η απειλή θανάτου και το αίμα που χύνει ο «παράξενος στρατιώτης» που σκοτώνεται). Η παράσταση δομείται μέσω «συνδετικών» προσώπων που επανέρχονται (Γιάννης Μαυριτσάκης, Παναγιώτης Μπουγιούρης) και άλλων τεχνικών που εξασφαλίζουν την ενότητα της δράσης (για παράδειγμα, ο ηθοποιός που ερμηνεύει ένα ποίημα αρκετές φορές συνέβη να εισηγείται το επόμενο, μέσω συνήθως μιας σχετικής και με τα δύο ποιήματα δράσης). Χωρίς, ωστόσο, αυτούς τους θαυμάσιους ηθοποιούς η εν λόγω παράσταση θα ήταν υπόθεση εργασίας. Θαύμασα την ομορφιά τους, το πάθος και τη δύναμη της έκφρασή τους, τις υπέροχες φωνές του Αλεξ. Λογοθέτη, του Βασ. Ανδρέου, του Γ. Μαυριτσάκη, του Δημ. Ήμελλου, της Μ. Ναυπλιώτου, της Μ.Σαββίδου, της Αλεξ. Λέρτα, του Παν. Μπουγιούρη, του Σταθ. Γράψα, του Ν. Καρδώνη, του Δημ. Παπανικολάου, της Μαρ. Λαμπίρη, της Νατ. Στυλιανού, του Άρη Τρουπάκη, της Κατ. Ευαγγελάτου, του Νικ. Παπαγιάννη, του Γ. Δάμπαση. Δεν θα αναφερθώ σ’ αυτούς που ξεχώρισαν γιατί η παράσταση ήταν στην ουσία της συλλογική. Αλλά δεν μπορώ να μη σταθώ στη συνολική παρουσία και ερμηνεία του Δημήτρη Ήμελλου, ιδίως γι’ αυτόν το διονυσιασμό θανάτου που φανέρωσε στο ποίημα «Τελευταίος σταθμός» του Σεφέρη.

Καθοριστική υπήρξε η συμβολή του Νίκου Πλάτανου, ο οποίος όχι μόνο έγραψε τα θαυμάσια τραγούδια της παράστασης, αλλά συμμετείχε στη ζωντανή ερμηνεία τους παίζοντας πιάνο και ακορντεόν, μέλος ισότιμο κι αυτός του θιάσου.

24.04.2003, Καλτάκη Ματίνα «Μια παράσταση γεμάτη από ελληνική ποίηση», Ο κόσμος του Επενδυτή

 

Για το link πατήστε εδώ