Μια ολική αποτυχία: «Τρεις αδελφές» του Αντον Τσέχοφ, στο Θέατρο του Νότου

Τι ήταν άραγε χειρότερο στην παράσταση των «Τριών αδελφών» στο θέατρο Αμόρε; Η σκηνοθεσία, η υποκριτική των περισσότερων ηθοποιών, η εντελώς λάθος διανομή σε μερικούς ρόλους, η ερμηνεία των ρόλων ή τα ανεκδιήγητα σκηνικά;

Το σωστό είναι ν’ αρχίσει κανείς από το τέλος: από τα σκηνικά. Ίσως ήταν πράγματι ό,τι χειρότερο σ’ αυτή την παράσταση. Το ακατανόητο όμως ήταν ότι αυτά τα σκηνικά είχαν την υπογραφή μιας σκηνογράφου (της Θάλειας Ιστικοπούλου) που είχε έως τώρα παρουσιάσει εξαιρετικές δουλειές σε άλλες παραστάσεις.

Τι συνέβη τώρα; Τι ήταν αυτό που σκέφτηκε και την οδήγησε, παραδείγματος χάρη να κατασκευάσει αυτό το κατακόρυφο (χωρίς βάθος) κουκλόσπιτο στα δεξιά της σκηνής; Σήμαινε κάτι; Δεν σήμαινε τίποτα, αλλά ήταν διακοσμητικό στοιχείο; Ή μήπως ήθελε να ασκήσει τους ηθοποιούς να ανεβοκατεβαίνουν την κάθετη σκάλα;

Και κείνος ο αβαθής λάκκος, που άνοιξε μπρος μπρος στη σκηνή, για τις δυο τελευταίες εικόνες, πώς της ήρθε άραγε στο μυαλό; Ήθελε μήπως να δείξει για τη σκηνή της πυρκαγιάς ότι βρισκόμαστε στα υπόγεια του σπιτιού; Και μήπως γι’ αυτό άραγε έβαλε ως τα χείλη του λάκκου και κείνη την απίστευτη υπερυψωμένη πασαρέλα από την οποία υποχρεώνονταν οι ηθοποιοί να περνάνε, να κατεβαίνουν μια σκάλα ώς να φτάσουν στα χείλη του λάκκου;

Και μια και άνοιξε το λάκκο σκέφτηκε ότι της δινόταν μια μοναδική ευκαιρία να καταργήσει επιτέλους εκείνο το παγκάκι στο φινάλε του έργου όπου κάθονται οι τρεις αδελφές; Παρά τις οδηγίες του καημένου του Τσέχοφ- και να μας δείξει τις τρεις αδελφές να κάθονται στο πάτωμα με τα πόδια κρεμασμένα (!) μέσα στο λάκκο; Της άρεσε καλύτερα αυτή η εικόνα;

Και άρεσε και στο σκηνοθέτη που τη δέχτηκε; Αλλά ο Γιάννης Χουβαρδάς όχι μόνο δέχτηκε τις εμπνεύσεις της σκηνογράφου του – αλλά είχε και αποκλειστικά δικές του. Όπως να βάλει τη Λυδία Φωτοπούλου να παίξει τη μικρότερη από τις αδελφές, την Ιρίνα. Και έτσι να αναγκάσει μια καλή ηθοποιό να παίξει όχι μόνο λάθος ερμηνευτικά αλλά και με κακή υποκριτική!

Ο σκηνοθέτης όμως είχε και μια άλλη λανθασμένη ιδέα στη διανομή: να παίξει τον Βερσίνιν ο Αλέξανδρος Μυλωνάς! Που μπορεί να είναι πράγματι πολύ καλός ηθοποιός – και αυτό το έδειξε και σ’ αυτή την παράσταση – αλλά δεν έχει την εμφάνιση που με την πρώτη ματιά θα πέσει ξερή η Μάσα, γοητευμένη ακριβώς απ’ αυτή την εμφάνιση.

Οπότε αναγκαζόταν η Ελεωνόρα Σταθοπούλου (που έπαιξε τη Μάσα) να δείχνει γοητευμένη μαζί του – πράγμα που δύσκολα θα μπορούσε να πιστέψει ο θεατής, παρ’ όλη τη θεατρική σύμβαση που είναι αποφασισμένος να αποδεχθεί.

Ο Μυλωνάς όμως – σαν υποκριτής πλέον – ανέδειξε τα άλλα στοιχεία του ρόλου, έκανε μια καλή σύνθεση – αν και «κρατήθηκε» στο φανφαρονισμό της λογοδιάρροιας που ο Τσέχοφ, με χιούμορ, είχε προικήσει το ρόλο.

Και η Σταθοπούλου κατάφερε να είναι το πιο ειλικρινές πρόσωπο της παράστασης – έστω κι αν ήταν αναγκασμένη να φαίνεται πως παίζει μόνη της.

Η τρίτη αδελφή, η Όλγα, της Μαρίας Κατσιαδάκη, ήταν ελλιπής συνθετικά, της έλειπαν πολλά και σημαντικά στοιχεία του ρόλου – έτσι που στο τέλος ν’ αφήνει μια εντύπωση ενός προσώπου χωρίς ενδιαφέρον.

Δυσάρεστη έκπληξη ήταν ο Τούσεμπαχ του Λάζαρου Γεωργακόπουλου. Και είναι κρίμα γιατί ο Γεωργακόπουλος ερχόταν από δυο γερές υποκριτικές επιδόσεις: τον Τέσμαν στην «Έντα Γκάμπλερ» και το Διόνυσο στις «Βάκχες». Ξαφνικά άρχισε να χρησιμοποιεί εδώ πάλι τα παλιά κλισέ του που είχε καταφέρει να αποβάλει. Γιατί άραγε; Από ερμηνευτική αδυναμία να συγκροτήσει τον Τούσεμπαχ που τον οδήγησε σε υποκριτική αμηχανία;

Αδρανής, χωρίς υποκριτική ευφυΐα ήταν και ο Στάθης Λιβαθηνός που κατάφερε να σβήσει εντελώς ένα ρόλο προβολής. Ίσως να παρασύρθηκε από το ότι ο Κουλίγκιν είναι ένα «σβησμένο» πρόσωπο, στη σκιά της γυναίκας του, ήρωας δεύτερης και τρίτης κατηγορίας. Μέγα, φυσικά, υποκριτικό λάθος.

Αρκετά καλή ήταν η Νατάσα της Ναταλίας Δραγούμη – χωρίς όμως κι αυτή να καταφέρει τη μεγάλη, περίπλοκη σύνθεση, που κάνει ένα ρόλο να πεταχτεί ψηλά και να λάμψει.

Κάτι πήγε να φτιάξει ο Νίκος Χατζόπουλος με τον Σολιόνι του, αλλά γι’ αυτόν το σπάνιο ρόλο οι απαιτήσεις είναι πολύ μεγάλες και ο Χατζόπουλος τις ικανοποίησε μόνο εν μέρει.

Εντελώς ανύπαρκτος, άοσμος και άγευστος ο Γιάννης Κυριακίδης στο «ζουμερό» γιατρό Τσεμπουτίκιν. Στην ίδια κατάσταση και ο Ακύλας Καραζήσης που έχασε όλες τις μεγάλες σκηνές του: τις δυο με τον Φεραπόντ και την κορυφαία με τις αδελφές του.

Συμπαθητικά εμφανίστηκαν ο Γιώργος Βελέντζας στον Φεραπόντ και η Ζωή Βουδούρη στην παραμάνα.

Ο Γιάννης Μετζικώφ έφτιαξε ωραία κοστούμια που εξέθεταν ακόμα περισσότερο το κακό σκηνικό.

Ο Αντον Τσέχοφ έχασε μια ακόμα μάχη στην Ελλάδα – πάλευε μόνος του, με το κείμενό του – αλλά ο Τσέχοφ είναι κάτι πολύ περισσότερο από τις λέξεις του κειμένου του…

27.11.1994, Χρηστίδης Μηνάς «Μια ολική αποτυχία: «Τρεις αδελφές» του Αντον Τσέχοφ, στο Θέατρο του Νότου», Ελευθεροτυπία

 

Για το link πατήστε εδώ