Μια γοητευτική παράσταση

Πιέρ Μπομαρσέ
Ο γάμος του Φίγκαρο
σκηνοθ: Στάθης Λιβαθινός
θέατρο: Μέγαρο Μουσικής

Οι χρονιές 1783-84 ήταν, ίσως, οι σημαντικότερες για το πολυσχιδές και δυσύνοπτο έργο που άφησε (και δεν άφησε) πίσω του ο πιο ετεροτάλαντος, πολυπράγμων και τυχοδιώκτης Γάλλος πολίτης του 18ου αιώνα. Το 1783, ξεκινά ο Μπομαρσέ την έκδοση των απάντων του Βολταίρου (ολοκληρώθηκε το 1789!) και το 1784, μετά έξι χρόνια απαγορεύσεων, είδε στη σκηνή τον θρίαμβο του «Γάμου του Φίγκαρο», που θεωρήθηκε προάγγελος της Γαλλικής Επανάστασης.

Είτε ο συγγραφέας του προσδοκούσε την Επανάσταση (πράγμα απίθανο) είτε υπολόγιζε σ’ αυτήν για τις διεθνείς, κερδοσκοπικές κι αμφισβητούμενες δραστηριότητές του, έπλασε τον ομώνυμο ήρωα με το δικό του φιλόδοξο και αντιφατικό DNA και παρόμοια, μυθιστορηματικά βιώματα. Εκτός από κατήγορος του φαύλου καιρού του, ο πρώην εφευρέτης, επιστήμων, δημοσιογράφος, μπαρμπέρης Φίγκαρο, υπηρέτης πια ενός κόμη (ταξικού κι ερωτικού εχθρού του, αφού επιδιώκει να κοιμηθεί με τη μνηστή του, Σουζάνα, πριν από τη νύχτα του επικείμενου γάμου τους), αφήνει να διαφανούν στον μεγάλο μονόλογο πριν από το τέλος οι αιώνες που θα ακολουθήσουν: Της χειραγώγησης των πάντων από τις εξουσίες του σφετερισμένου ή κληρονομημένου χρήματος.

Το έργο, που κινείται (α λα κομέντια) από ίντριγκες υπηρετών και ακολούθων έναντι μιας αργόσχολης, αλαφρόμυαλης, ανάλγητης αριστοκρατίας και φέρει σημάδια τελικής φάσης ενός πολιτισμού, θριάμβευσε στην όπερα (Μότσαρτ) μα παίζεται σπάνια στο θέατρο. Ο Στάθης Λιβαθινός και ο θαυμάσιος θίασος των ηθοποιών-συνεργατών του αποφάσισαν να το ανεβάσουν και πέτυχαν από κάθε άποψη. Με κοινή γλώσσα και κώδικες, γνωρίζοντας την επικίνδυνη μα καρποφόρα λειτουργία μιας πολυετούς ομάδας, ανταποκρίθηκαν δημιουργικά στο σκηνικό παιχνίδι χωρίς όρια, σε νέες υποκριτικές, μουσικο-χορευτικές και ακροβατικές προκλήσεις, ενσωμάτωσαν εύκολα άξιες, ομοειδείς μονάδες, παράγοντας και προάγοντας σπάνια θεατρικότητα, σ’ ένα έργο ακάθεκτης, πολυαξονικής δυναμικής και τρελής δράσης. Ο σκηνοθέτης-ενορχηστρωτής, γνώστης των κοινωνικο-ιστορικών πτυχών της εποχής, διέρρηξε με άνεση κι έμπνευση τα όριά της κεντώντας μιαν απολαυστική, πολυαναφορική παράσταση που συνεπαίρνει και ψυχαγωγεί το κοινό, ακόμη κι όταν ο σκηνικός καταιγισμός το υπερβαίνει.

Η μετάφραση και δραματουργική συνεργασία της Έλσας Ανδριανού στάθηκε πρώτης τάξεως βάση για κάθε συντελεστή. Η Ελένη Μανωλοπούλου (σκηνικά- κοστούμια) εξασφάλισε με αιωρούμενα, τροχήλατα ή φορητά πορτοπαράθυρα ποικίλου ύφους την αίσθηση εσωτερικών χώρων και ιδιωτικότητας μέσα σε μιαν ανοιχτή σκηνή με τετράγωνη επιφάνεια στο κέντρο και μικρή «ποδιά»-καταπακτή στο προσκήνιο. Στο πίσω μέρος της σκηνής, τετράγωνη σκαλωσιά -γυμναστήριο- βεστιάριο τινάζει στον αέρα το απαραβίαστο ενός ροκοκό μπουντουάρ. Τα κοστούμια, γεμάτα γούστο και αναγωγές σε ιστορία, μόδες, τάξεις, καταγωγές.

Η ζωντανή μουσική (AntArtes) του Χαράλαμπου Γωγιού ένα γλέντι σύλληψης, παιχνιδιού, γνώσης κι εκτέλεσης. Ψελλίσματα από Μότσαρτ, ινδικά ακούσματα (το 1761 χάνει η Γαλλία μετά έναν αιώνα την επιρροή της στις Ανατολικές Ινδίες), βαλκάνιες μελωδίες με χάλκινα (Τσιγγάνοι απήγαγαν τον μικρό Φίγκαρο) τουρκο- λαγνολικνίσματα (αναγωγή στη μόδα των τυρκερί), παιγνιώδεις και κωμικοί ήχοι, ορίζουν με χιούμορ την ακρίβεια της χορευτικής και ζογκλερικής δράσης (έξοχη επιμέλεια κίνησης της Pauline Huguet).

Ο Άρης Τρουπάκης, με μαυροντυμένη… Αμλετική θωριά, «έγραψε» ως ιδιαίτερος κόμης Αλμαβίβα, άξιος εκπρόσωπος της κουρασμένης κι εκφυλισμένης τάξης του. Η Αντιγόνη Φρυδά σπουδαία, παραμελημένη κόμισσα. Με τη φιγούρα, κίνηση, έκφραση, τις αλλαγές διάθεσης καθόριζε σκηνές, καταστάσεις, ατμόσφαιρες. Ο Φίγκαρο του Ήμελλου εκρηκτικός, αεικίνητος, απρόβλεπτος, λίγο πιο λαϊκός από το βιογραφικό του, λίγο πιο βιαστικός στις πάνω νότες του για όσα ακατάπαυστα λέει και σκαρφίζεται, έφερε αναντίρρητα τη σφραγίδα του στοχαστή ηθοποιού, με κορύφωση τον αφοπλιστικό του μονόλογο. Ανεπανάληπτος ο Μπαζίλιο του Νίκου Καρδώνη, ως ινδοτραφής δάσκαλος μουσικής και αυτοκυριαρχίας. Η ακρίβεια χορευτικών και φωνητικών επιδόσεων, ο απολαυστικός «διάλογος» με τους μουσικούς και την υπεροψία του, διαρκής πηγή γέλιου και απόλαυσης. Έσκαγαν από τις «ραφές» των ρόλων τους, η Μαρσελίνα της Μαρίας Σαββίδου και η Σουζάνα της Αμαλίας Τσεκούρα. Δεν υπήρξε ρόλος που να μη βρήκε τον άξιο ηθοποιό του στη γοητευτική αυτή, πολυπρόσωπη παράσταση.

05.04.2015, Κολτσιδοπούλου Άννυ «Μια γοητευτική παράσταση», Η Καθημερινή

 

Για το link πατήστε εδώ