Μια ενδιαφέρουσα «Πράξη»: στη Σταυρούπολη το έργο του Πάουλ Μπαρτς

Στη Σταυρούπολη παίζεται αυτές τις μέρες το έργο του Πάουλ Μπαρτς «Μια Πιθανή Συνάντηση» (1985), που έχει ως θέμα μια φανταστική συνάντηση (το 1747) σε ξενοδοχείο της Λιψίας δύο μεγάλων μορφών της κλασικής μουσικής, του Χέντελ και του Μπαχ, με στόχο να σατιρίσει την ανθρώπινη φύση και το διαχρονικό παιχνίδι της δημοσιότητας. Πρόκειται για την πρώτη θεατρική εμφάνιση του Γερμανού συγγραφέα στην Ελλάδα και κάθε άλλο παρά κακή ήταν.

Αφήνοντας κατά μέρος τα στοιχεία της ιδιοφυίας των δύο μεγάλων ανδρών, ο Μπαρτς επικεντρώνεται περισσότερο στα πολύ ανθρώπινα κομμάτια του εαυτού τους.

Με τρόπο λιτό, με αξιοθαύμαστη σαφήνεια και με πολύ λεπτό χιούμορ γειώνει αυτά τα ιερά τέρατα της μουσικής, τους δίνει πίσω την καθημερινότητά τους, χωρίς όμως σε καμιά περίπτωση να μειώνει και πολύ περισσότερο να αποψιλώνει την αξία του έργου τους.

Ο σεβασμός και ο θαυμασμός είναι διαρκώς ορατά συναισθήματα, όπως ορατή είναι και η άλλη πλευρά των ατόμων αυτών, εκείνη που τα φέρνει τόσο κοντά μας, τα κάνει άτομα της διπλανής πόρτας, με τις ανασφάλειές τους, τις ζήλιες, τα ψεματάκια, τις «μπηχτές» τους, τις μικροκακίες, τις αδυναμίες, τις μικροπρέπειες, τους ανταγωνισμούς τους. Ουδείς τέλειος, φαίνεται να λέει ο συγγραφέας. Κι ας υπάρχει το τέλειο έργο. Ο άνθρωπος δεν μπορεί παρά να κουβαλά και τα μικροελαττώματα της φύσης του.

Και αυτά κουβαλούν και οι δύο μεγάλοι δημιουργοί. Απλά έχουν κάθε λόγο να τα αποκρύπτουν μέχρι τη σκηνή της αναγνώρισης, εκεί όπου πέφτουν οι μάσκες και αποκαλύπτονται οι υποκριτικοί όγκοι, θα χρειαστεί τρεις τριαντάλεπτες σκηνές και έξυπνη χρήση των ιστορικών γεγονότων ο Μπαρτς για να υφάνει κομμάτι κομμάτι τις λεπτομέρειες αυτής της φανταστικής συνάντησης και παράλληλα να θέσει επί τάπητος ένα πολύ φλέγον θέμα, ιδιαίτερα σύνθετο και εν πολλοίς άλυτο: ποια πρέπει να είναι η θέση του δημιουργού απέναντι στην τέχνη του, την εκάστοτε εξουσία και την προσωπική του ευημερία; Για παράδειγμα, αξίζει τον κόπο κάποιος να δημιουργεί αριστουργήματα και να πεθαίνει στην ψάθα, επειδή δεν παίζει το παιχνίδι της εξουσίας;

Και από την άλλη, αξίζει τον κόπο κάποιος που μπορεί να δημιουργήσει αριστουργήματα να μην το πράττει, γιατί αναγκάζεται να κάνει διαρκώς συμβιβασμούς για να ικανοποιεί και τις δικές του (υλικές) προσδοκίες και των χρηματοδοτών του;

Στη συνάντηση των δύο μουσικών, ο Γκ. Φ. Χέντελ, ήδη στο επίκεντρο του σταρ σίστεμ της εποχής, υπεραμύνεται του δικαιώματος του καλλιτέχνη να παίζει το παιχνίδι της εξουσίας, εφόσον κάτι τέτοιο του εξασφαλίζει μια καλύτερη ζωή και μεγαλύτερη φήμη/αναγνώριση. Από την άλλη, έχουμε το χαμηλών τόνων Γ. Σ. Μπαχ, ο οποίος ψωμολυσσάει αλλά δεν υποκύπτει στο δέλεαρ των εύκολων και αβανταδόρικων σχέσεων και υποκλίσεων.
Και κάπου ανάμεσα παρεισφρέει και ένας τρίτος χαρακτήρας, ο οικονόμος και γραμματέας του Χέντελ, Σμιτ, ο οποίος γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα και έτσι με τα καίρια και συχνά ειρωνικά σχόλιά του προκαλεί μια σχετική αμηχανία στο αφεντικό του, η οποία σιγά σιγά οδηγεί και στην αποκάλυψη της αλήθειας, η οποία λέει ότι ο Χέντελ πολύ θα ήθελε να γράψει μια πιο ήρεμη και πιο σύνθετη μουσική, στο στιλ του συμπατριώτη του Μπαχ. Γι’ αυτό γνωρίζει τα πάντα γύρω από τις μουσικές του συνθέσεις, κι ας προσποιείται από την αρχή πως ούτε καν το όνομά του γνωρίζει -το προφέρει Παχ. Από την άλλη, όμως, μαθαίνουμε ότι και ο πιο ταπεινός Μπαχ θέλει να απολαύσει την αίγλη, τη φήμη και τις ευκολίες που χαίρεται ο Χέντελ γράφοντας την ανάλογη μουσική και κάνοντας τις ανάλογες δημόσιες σχέσεις. Τελικά, σε αυτήν τη σύγκρουση ατόμων και ιδεών δεν έχουμε κανένα νικητή. Και οι δύο θέσεις είναι καλές, εφόσον αλληλοκαλύπτονται.

Αυτά από τη νέα παραγωγή που μας έφερε η Θεατρική Εταιρία «Πράξη», η οποία τείνει να εξελιχθεί σε «ειδικό» επί του γερμανόφωνου θεάτρου. Να θυμίσω και την περσινή εξαιρετική ανάγνωση του έργου του Τ. Μπέρνχαρντ, «Πριν την αποχώρηση», σε συνεργασία με το σκηνοθέτη Στ. Λιβαθινό, ο οποίος υπογράφει και τη φετινή παράσταση.

Και εδώ βρίσκεται πάλι στο στοιχείο του, με ένα έργο ψυχολογικού ρεαλισμού και εσωτερικών διαθέσεων. Ο Λιβαθινός είναι πολύ καλός στο να δημιουργεί ατμόσφαιρα, να ψυχογραφεί πορτρέτα, να προσέχει τη λεπτομέρεια. Με σεβασμό στους τόνους και τα ημιτόνια, χωρίς υπερβολές και αδέξιες επιλογές, κατάφερε και τούτη τη φορά να στήσει μια παράσταση διακριτική, ζεστή, ζωντανή και με ανθρώπινα περιγράμματα καθαρά και οικεία. Οι ηθοποιοί σε γενικές γραμμές τον ακολούθησαν, ο καθένας βέβαια με τις δυνάμεις του και τη σχολή του.

Ο Γ. Βόγλης (Χέντελ) στις πιο καλές του στιγμές έβγαζε προς τα έξω ένα συμπαθητικό και πιστευτό υπερόπτη. Είχε όμως και στιγμές αδέξιες, ιδιαίτερα όταν η «υπεροψία» του και η «περιπαιχτική» του διάθεση μεταμορφωνόταν σε στόμφο και ρητορική υπερβολή, με αποτέλεσμα να αφαιρείται από το προσωπείο του η αναγκαία φυσικότητα, η άνεση και η ηρεμία. Ήταν σε κάτι τέτοιες στιγμές που έδειχνε πως ξεχνούσε τα ημιτόνια του έργου και έπαιζε στους ρυθμούς της παράδοσης μέσα στην οποία μεγάλωσε.

Όσο για τον Σ. Πέππα, δείχνει να αμύνεται ακόμη, και ομολογώ με επιτυχία, ενάντια στις διαβρωτικές συνέπειες της τηλεοπτικής του καριέρας. Δοκιμάζεται διαρκώς σε ρόλους δύσκολους και δείχνει πως δεν του λείπει η απαιτούμενη υποκριτική γκάμα. Παίζοντας τον Μπαχ, κατάφερε να μη φυλακιστεί στα όρια του τύπου. Εξανθρωπίζοντάς τον, δεν τον έκανε πιο «μικρό», αλλά ακόμη πιο αληθινό και «δικό μας».

Και φυσικά δεν ξεχνώ τη χαριτωμένη αυθάδεια του Η. Ασπρούδη (Σμιτ), η οποία «έγραψε». Πολλές φορές και χωρίς το λόγο.

Ρέουσα και θεατρική η μετάφραση του Λ. Καρατζά, κράτησε τη λεπτότητα του πρωτοτύπου και ανέδειξε το χιούμορ του. Ο Α. Αγγελής ταύτισε τα σκηνικά του με το λιτό πνεύμα της παράστασης.

Από την εργογραφία του Μπαρτς θέτουμε στα υπόψη και κάποια άλλα έργα: «Ρεπορτάζ βρικολάκων», «Άγρια πλάκα», «Το μποτιλιάρισμα».

21.10.2001, Πατσαλίδης Σάββας «Μια ενδιαφέρουσα «Πράξη»: στη Σταυρούπολη το έργο του Πάουλ Μπαρτς», Αγγελιοφόρος

 

Για το link πατήστε εδώ