Μια άνευρη παράσταση άνοιξε τα Επιδαύρια: «Ικέτιδες» από τον θίασο «Δεσμοί» της Ασπ. Παπαθανασίου

Υπάρχει η άποψη πως οι «Ικέτιδες» είναι το πιο παλιό (μάλλον το πρώτο) παγκόσμιο θεατρικό έργο που σώζεται. Ταυτόχρονα, όμως, οι «Ικέτιδες» αποτελούν κι ένα από τα πλέον δύσκολα στην κατανόησή τους έργα, έτσι όπως εδώ μπλέκονται οι συμπεριφορές που προτρέπονται από τη φύση κι απαγορεύονται από το νόμο, με τις συμπεριφορές που επιτρέπονται από το νόμο πλην είναι, σαφώς, ανόσιες κι ενάντια στη φύση.

Οι πενήντα προσφυγοπούλες Ικέτισσες, που φεύγουν από την Αίγυπτο και καταφεύγουν στο Άργος ικετεύοντας τους θεούς να τις σώσουν από το μίασμα ενός αιμομικτικού -πλην νόμιμου στην πατρίδα τους- γάμου, διεκτραγωδούν μόνο την αρχή μιας πλοκής. Τα υπόλοιπα -και σίγουρα τ’ αποφασιστικά για την κατανόηση του έργου- μέρη (οι «Αιγύπτιοι» κάι «Δαναΐδες») δεν σώθηκαν.

Ημιτελές, κουτσουρεμένο και δίχως «ηθικό δίδαγμα» το έργο σπάνια παρουσιάζεται πλέον στη σκηνή.

Ποιοι, στ’ αλήθεια, θα ήταν οι λόγοι που θα νομιμοποιούσαν σήμερα μια διδασκαλία του; Ο Θεόδωρος Στεφανόπουλος (ο οποίος αναφέρεται ως ο υπεύθυνος για τη δραματουργική υποστήριξη και τη μετρική διδασκαλία) αναλαμβάνει να μας τους εξηγήσει στο πρόγραμμα:

«1. Να δοθούν έγκυρες απαντήσεις για ζητήματα αμφιλεγόμενα, τα οποία ωστόσο έχουν κεφαλαιώδη σημασία για τον προσδιορισμό των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών του αρχαίου θεάτρου». Προσωπικά ομολογώ πως -από την παράσταση- δεν υποπτεύθηκα καν την παραμικρή απάντηση σε ερωτήματα που αφορούν το αρχαίο θέατρο.

«2. Να διδαχθούν τα λυρικά μέρη του έργου, σύμφωνα με τους κανόνες της αρχαίας μετρικής». Πολλά είναι αυτά τα οποία οι μελετητές έχουν ήδη εντοπίσει. Όμως παραμένουν -πάντα- παντελώς άγνωστα τόσο η ηχητική ποιότητα όσο και ο ρυθμικός κυματισμός των αρχαίων ποιητικών κειμένων.

«3. Να υποδειχθούν οι επιστημονικώς αποδεκτές λύσεις για πολυσυζητημένα προβλήματα ερμηνείας του έργου…» και

«4. Να εξασφαλιστεί με σύντομο αλλά ουσιαστικό υπομνηματισμό η ακριβής γνώση του αρχαίου κειμένου…».

Όλα αυτά τα παραπάνω (τα οποία είναι βέβαια μέσα στους σκοπούς του Κέντρου Έρευνας και Πρακτικών Εφαρμογών του Αρχαίου Ελληνικού Δράματος «Δεσμοί», που είναι και ο παραγωγός των «Ικέτιδων») αποπνέουν μια οσμή σοφολογιοτατισμού ο οποίος έρχεται σε -τραγική- αντίθεση με τον θεατράνθρωπο στον οποίο αφιερώθηκε αυτή η παράσταση: Στον Δημήτρη Ροντήρη. Ένας σκηνοθέτης, ο οποίος στήριξε το όραμά του για την τραγωδία στα εξής γραφόμενά του: «Σωστός τρόπος, κατά τη γνώμη μου, για να μεταδοθεί στο σύγχρονο θεατή το τραγικό ρίγος, το ιερό δέος, η πραγματική αισθητική συγκίνηση που ένιωθαν οι αρχαίοι θεατές από τα ανεπανάληπτα κλασικά αριστουργήματα είναι: να παραιτηθούμε – και αν ακόμα είχαμε αρκετά ιστορικά δεδομένα- από κάθε προσπάθεια μουσειακής αναπαράστασης… και να δώσουμε μια σύμφωνη με την ουσία του λύση στο λυρικό στοιχείο του αρχαίου δράματος, παίρνοντας στοιχεία από τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, που να δείχνουν την ενότητα της ελληνικής παράδοσης από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα».

Προσωπικά δεν συμφωνώ αναγκαστικά με τα παραπάνω, αλλά αυτό δεν έχει καμιά σημασία.

Σημασία έχει πως η ηγέρεια του Δ. Ροντήρη, η πρωταγωνίστρια assoluta του Πειραϊκού Θεάτρου και εμπνεύστρια των «Δεσμών» Ασπασία Παπαθανασίου επικαλείται τα διδάγματα του δασκάλου της για μια άνευρη, δίχως την παραμικρή -εμφανή αισθητική ή άλλη- άποψη, αρχαιολατρευτική και κουρασμένη από την αρχή της παράσταση. Υποπτεύομαι πως ο -ευφάνταστος και έμπειρος ως προς το τι απαιτεί η σκηνή- Σταύρος Ντουφεξής χρεώθηκε μία μουντή και επίπεδη παράσταση, η οποία δεν φέρει κανένα σημάδι προηγουμένων σκηνοθετικών εργασιών του.

Το κυκλώπειο τείχος που έστησε ο σκηνογράφος Νίκος Αλεξίου θα μπορούσε να χαρακτήριζε επιτυχημένα έναν τόπο, αν οι άκρες των ογκόλιθων δεν ήταν τόσο αστραφτερό κομμένες με χάρακα και ξυράφι. Η μουσική (κρουστά και πρωτόγονα πνευστά) του Γιώργου Μπουντουβή διέθετε περισσότερες αναφορές στο γιαπωνέζικο θέατρο και σε βουλγαρικές λαϊκές καντέντσες παρά σε ακούσματα τα οποία θα μπορούσαν να σου θυμίσουν μια κάποια Ελλάδα.

Κι όσο για την Ιωάννα Παπαντωνίου -μία εκπληκτική για τη γνώση της επάνω στο λαϊκό φολκλόρ ενδυματολόγο- ατύχησε με κοστούμια αμφιλεγόμενης χρωματικής καλαισθησίας.

Ο δραστικός λόγος του Αισχύλου έφθασε καίριος στους θεατές στη μετάφραση του Κ.Χ. Μύρη, παρ’ όλες τις -ακατάληπτες βέβαια- διακοπές όταν το αρχαίο κείμενο απαγγέλλονταν σε «αμβλυμένη ερασμική προφορά».

Σε μια εμφάνιση concertante η Ασπασία Παπαθανασίου -ενδεδυμένη με μαύρη λιτή ποδήρη αμφίεση των αρχών αυτού του αιώνα- καθισμένη μπροστά σε αναλόγιο, διάβαζε σκόρπια κείμενα του χορού των Δαναΐδων και Θεραπαινίδων. Εκτός από το να τονισθεί όσο το δυνατόν περισσότερο ο πρωταγωνιστικός της ρόλος, δεν κατόρθωσα να ανακαλύψω άλλο λόγο για μία τόσο εμφανή αποστασιοποίηση.

Τα φετινά Επιδαύρια, που γιορτάζουν μάλιστα μια σημαντική επέτειο, δεν ευτύχησαν ιδιαίτερα στην πρώτη τους παράσταση. Όμως, μεταξύ μας, ποιος νοιάζεται ιδιαίτερα για το τι παίζεται σ’ αυτό το μοναδικά πανέμορφο θέατρο; Η εμπειρία μιας παράστασης εκεί -μιας οποιαδήποτε παράστασης- είναι τόσο μεγάλη, ώστε ακόμα και με τις μη ολοκληρωμένες προσπάθειες το ταξίδι μέχρι την Αργολίδα να μη γίνεται ποτέ άδικα.

Βέβαια, όταν έχεις την ευτυχία να πετύχεις και τη γνήσια μαγική στιγμή, τότε η εμπειρία γίνεται κυριολεκτικά – κι όσο πουθενά αλλού σε τέτοιο βαθμό- συγκλονιστική.

15.07.1994, Χ.Σ «Μια άνευρη παράσταση άνοιξε τα Επιδαύρια: «Ικέτιδες» από τον θίασο «Δεσμοί» της Ασπ. Παπαθανασίου», Η Καθημερινή

 

Για το link πατήστε εδώ