Μεικτό νόμιμο είδος

Η «Θεατρική ψευδαίσθηση» είναι η μοναδική κωμωδία του Κορνέιγ και ένα «παράξενο τέρας» όπως χαρακτήρισε το έργο του ο μεγάλος αυτός ποιητής του Μπαρόκ. Όπως και να έχει το πράγμα, το κείμενο αυτό είναι από τη σύλληψή του ώς την αισθητική του ολοκλήρωση σε στίχους ομοιοκατάληκτους αλεξανδρινούς ένα αριστούργημα.

Ο μεταμοντέρνος, σοβαρός εκλεπτικιστής και «είρων» Αμερικανός συγγραφέας Τόνυ Κούσνερ διείδε πως στο έργο αυτό του 1636 υπήρχαν τα σπέρματα του Πιραντέλο αλλά και του Μπρεχτ και αποφάσισε να το διασκευάσει χωρίς να αγγίξει στο παραμικρό τη φιλοσοφία του και την πυρηνική του σύλληψη. Πήγε προς τη μεριά του με τη σχετικοκρατική ματιά του Πιραντέλο, τη σοφιστική ειρωνεία την αμφιβολία και τη λογική των «δισσών λόγων» και από την άλλη μεριά κράτησε τη διαλεκτική επιφύλαξη της μπρεχτικής απόστασης. Οι δύο βασικοί οδηγοί του Κούσνερ είδαν τα «Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα» και «Ο κύκλος με την κιμωλία».

Και τα δύο είναι εξελίξεις του ευρήματος του Κορνέιγ, θέατρο εν θεάτρω. Ένας πατέρας έχει χάσει τον γιο του και καταφεύγει σε ένα μάγο ο οποίος του αφηγείται τη ζωή του γιου του μέσα από τρεις ιστορίες πάθους ερωτικού έως τον θάνατό του σε μονομαχία, για να αποδειχτεί τελικά πως ο γιος είναι ζωντανός και πως οι περιπέτειες που αναπαραστήθηκαν ήταν ρόλοι του θεατρικοί. Στον Μπρεχτ το θέατρο εν θεάτρω λειτουργεί ως παραστατικό μοντέλο μιας μαρξιστικής αξιωματικής αρχής. Στον Πιραντέλο ως παράδειγμα της θεωρίας της σχετικότητας. Το καθετί είναι αυτό που βλέπει ο καθένας ανάλογα με τη θέση ή τις παρωπίδες του. Ο Κούσνερ εφαρμόζοντας μια μείξη των δύο δραματουργιών διαβάζει τον Κορνέιγ με τιμιότητα, αφού ήδη είναι ένας άνθρωπος του καιρού του διαμορφωμένος αισθητικά και ιδεολογικά με την προίκα που του δώρισε η απόσταση από τον 17ο αιώνα έως το τέλος του 20ού. Δεν χρειαζόταν παρά να αφαιρέσει από τον Κορνέιγ τα στολίδια, τη φλυαρία (για μας σήμερα) του μπαρόκ, τη χειρονομία μιας κωδικοποιημένης μακιγιαρισμένης κοινωνίας. Και ξαφνικά το έργο του Γάλλου κλασικού άστραψε και αιφνιδίασε. Προβλήθηκαν με γούστο τα σύμβολά του και ολόκληρο λειτούργησε ως εργαλείο σκέψης, ως διδακτικός σωρείτης και ως ανήσυχη παραβολή της αμφιβολίας των πάντων. Ως μοντέλο, απεικόνιση της αβέβαιης, αμφίβολης, αμφισβητήσιμης πραγματικότητας. 0 κόσμος είναι θέατρο, όνειρο (όπως στο ισπανικό ανάλογο του Κορνέιγ η «Ζωή είναι όνειρο» του Καλντερόν). Το ζώον άνθρωπος ενδυόμενο τη δορά της γλώσσας υποδύεται ρόλους. Η γλώσσα και η συναισθηματική της φόρτιση δημιουργούν φαντασιακές καταστάσεις, μετατρέπουν το φυσικό σε ουτοπία, μια ψευδαίσθηση, μιαν αυταπάτη, μιαν άλλη πραγματικότητα, μια μετα-φυσική. Ο φυσικός άνθρωπος γίνεται αλλότριος και η αλλοτρίωσή του μεταθέτει τον άξονα από το σημαινόμενο στο σημαίνον. 0 άνθρωπος είναι πλέον ο ρόλος του, η γλώσσα του, η ιδεολογία του, δηλαδή η ψευδής του συνείδηση, ό,τι γλώσσα, κείμενο που εκφωνεί του υπαγορεύει να λέει ό,τι είναι. Στη φύση υπάρχει η παρόρμηση του σεξ. 0 έρωτας είναι ένας θεατρικός μανδύας που μετατρέπει το σεξ σε φαντασίωση, προσδοκία ευτυχίας ή ματαίωση, λύπη και απελπισία. Στη φύση δεν υπάρχει μελόδραμα, τραγωδία και λυρισμός. Ο Κούσνερ εν τέλει αν το καλοσκεφτεί κανείς μάλλον πλατωνίζει και φαίνεται να αποδέχεται τη θέση του μεγάλου φιλοσόφου πως η τέχνη είναι από τρίτου μίμησις, μίμησις μιμήσεων ή μάλλον μίμησις σειράς μιμήσεως∙ ένα ζώο που υποδύεται τον άνθρωπο είναι ηθοποιός που υποδύεται έναν πατέρα που παρακολουθεί ένα ζώο που υποδύεται τον άνθρωπο που υποδύεται έναν ηθοποιό που παίζει τον ρόλο του γιου του «πατέρα» που απατάται νομίζοντας πως ο ρόλος είναι η ζωή του γιου του!

Αυτό το γοητευτικό παιχνίδι της μιμήσεως, της μεταμόρφωσης, της συνεχούς αλλοτρίωσης, ετερότητας και ψευδαίσθησης, όπου η «πραγματικότητα» δεν υπάρχει, όπου το φαίνεσθαι κρύπτει το είναι, και ηρακλείτεια η φύσις κρύπτεσθαι φιλεί, αφού ούτε λέγει εντέλει, ούτε κρύπτει, αλλά σημαίνει∙ αλλά και παρμενιδικώς αφού το είναι, η πραγματικότητα, είναι ταυτόσημο με το νοείν, τη σκέψη και πάλι, όπως στον Βιντγκενστάιν, ο κόσμος μου είναι η γλώσσα μου. Η μόνη αλήθεια μου οι ρόλοι που παίζω.

Ο θίασος «Δόλιχος» πέτυχε διάνα. Έδωσε μια παράσταση υψηλών προδιαγραφών, ποιότητας, γούστου, μέτρου και αισθητικής ακρίβειας.

O Στάθης Λιθαθινός αποδεικνύεται συνεχώς και σταθερά σκηνοθέτης βαθιάς θεατρικής καλλιέργειας, δάσκαλος ηθοποιών με ασφαλή μέθοδο και ευαισθησία, εγγυητής πλέον μιας ασυμβίβαστης προσφοράς θεατρικού πολιτισμού. Καθοδήγησε σε μια παράσταση ευαίσθητων ισορροπιών ηθοποιούς με διαφορετική αγωγή και πείρα.

Ο Γιάννης Νταλιάνης έπλασε με εξέχουσα ειρωνική υπόκριση, με λοξό κτύπημα της στέκας τον Πρινταμώντ. Ο Καρδώνης ιδιαίτερα στον Αμανουένση τον μουγγό (ψευδομουγγό) υπηρέτη του Μάγου – Σκηνοθέτη Αλκάντρ έξοχος. Ο Αλκάντρ του Νίκου Χατζόπουλου αινιγματώδης, ειρωνικός, χλευαστής και μεταμορφωμένος μεταμορφωτής έπλεε στο χιούμορ. Ο Τάρλοου κατακτά μια θαυμάσια τεχνική συνδυασμένη με εσωτερική συναισθηματική πλήρωση. Η Αγγελική Παπαθεμελή έχει θαυμάσια προσόντα και στην κωμική τεχνική. Παίζει έξοχα σε δύο ταμπλό.

Η Στυλιανού είναι μια ανερχόμενη σουμπρέζα με χυμούς πλούσιους.

Ο Βλουτής ασθενέστερος της διανομής με λιγότερη πείρα, μπορεί να βελτιωθεί στην επανάληψη της χειμερινής σεζόν. Να δαμάσει την πόζα του, το κάμωμά του.

Η έκπληξη της παράστασης ο Δημήτρης Ήμελλος, κρατήστε αυτό το όνομα. Εκκολάπτεται ηθοποιός, μεγάλων δυνατοτήτων, τερατώδους τεχνικής, αισθητικού μέτρου, με χιούμορ και γνώση της ιστορίας και της εξέλιξης των θεατρικών τύπων και μορφών. Ο Ματαμόρ του διασχίζει με γλαφυρή ειρωνεία τον τύπο του Καπιτάνο από τον Πλούτο ώς τον Συρανό και ακόμα πιο πέρα, τον Δον Κιχώτη. Η εικαστική δουλειά της Μανωλοπούλου νομίζω θα θριαμβεύσει στην προσεχή μεγαλύτερη και προσφορότερη σκηνή του θεάτρου «Πορεία».

Η μετάφραση του Στρατή Πασχάλη αριστουργηματική.

05.06.2000, Γεωργουσόπουλος Κώστας «Μεικτό νόμιμο είδος», Τα Νέα

 

Για το link πατήστε εδώ