Η καθυστέρηση του παρόντος είναι ηθελημένη, γιατί δεν θα ήθελα όποια θεωρητική, όπως θα φανεί από όσα ακολουθήσουν, αντίρρηση μου να ληφθεί με την τρέχουσα, αγοραία συχνά, αντίληψη απόρριψης, μέσω της κριτικής, μιας προσπάθειας με καθαρό πειραματικό χαρακτήρα αλλά και γιατί θα ήταν μίζερο να φανεί πως ο γράφων έρχεται να υπονομεύσει μια αναφανδόν μεγάλη και δημοφιλή επιτυχία που με δύο εκδοχές κράτησε για δύο περιόδους το πρόγραμμα της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού θεάτρου.
Πρόκειται για τις δύο εκδοχές (από τις οποίες παρακολούθησα, δυστυχώς, μόνο τη δεύτερη) της σύνθεσης με σκηνοθετημένα νεοελληνικά ποιήματα με τον τίτλο «Αυτό που δεν τελειώνει».
Σπεύδω λοιπόν να πω εκ προοιμίου πως θεωρώ άκρως παρήγορο το γεγονός ότι κατέστη καλλιτεχνική (και εμπορική) επιτυχία ένα πρόγραμμα ποιημάτων κυρίως νεωτερικής γραφής. Αν προσθέσω το γεγονός ότι η πλειονότητα των θεατών – ακροατών αυτής της τολμηρής εκφοράς του ποιητικού λόγου αποτελείτο από νεανικό κοινό, το πράγμα παίρνει τη μορφή εκπαιδευτικής επανάστασης. Ο γράφων ως εκπαιδευτικός έχει πικρά πείρα και για την ποιητική αναισθησία μεγάλου μέρους των εκπαιδευτικών και για την τελείως νεκροφιλική μέθοδο προσέγγισης του ποιητικού φαινομένου με το εξετασιοκτόνο σύστημα αλλά και για τη γενικότερη, λόγω και απνευμάτιστου οικογενειακού περιβάλλοντος, αδιαφορία των μαθητών για την ποίηση. Ανεκδοτολογικώς μόνο θα αναφέρω ότι γυμνασιάρχης υπό τον οποίον στο Δημόσιο Λύκειο υπηρέτησα δογμάτιζε εν συνεδρία: «Ποίημα χωρίς ομοιοκαταληξία, ποίημα δεν είναι». Όταν μισοειρωνικά τον ρώτησα, αν, μ’ αυτή την αρχή, ο ίδιος δεν εδίδασκε ούτε Κάλβο, απάντησε «Σαφώς»!
Επέσυρα συχνά τη χλεύη παλιότερων συναδέλφων, όταν με έβλεπαν να κουβαλάω στην τάξη τη μνημειώδη έκδοση του Λίνου Πολίτη των χειρογράφων του Διονύσιου Σολωμού και να «τρώω» την ώρα απλώς αφήνοντας τους μαθητές μου να περιεργάζονται τα ορνιθοσκαλίσματα του Ποιητή, τις διαγραφές, τις διορθώσεις στίχων ή τις αντικαταστάσεις λέξεων, τα σχεδιάσματα, δηλαδή όλη τη χειρωναξία, τον μόχθο και την αγωνία του ποιητικού εργαστηρίου. Ως δάσκαλος είχα μόνο μια φιλοδοξία, οι μαθητές μου να φύγουν από το σχολείο με την κατασταλαγμένη πίστη και τη βεβαιωμένη γνώση πως η ποίηση είναι ΔΥΣΚΟΛΗ ΔΟΥΛΕΙΑ, ίσως πιο δύσκολη από τη μουσική, την αρχιτεκτονική, τη ζωγραφική και γλυπτική, τέχνες που τις σέβονταν γιατί δεν μπορούσαν να τις κάνουν χωρίς σπουδή, ενώ η τρέχουσα αντίληψη θεωρούσε την ποίηση εύκολη δουλειά, αφού είχε υλικό τις λέξεις, πρόσφορο και πρόχειρο!!
Όταν λοιπόν μια τέτοια αποπροσανατολισμένη νεολαία που μπορεί και να έχει και τραυματικές επιπτώσεις από μια μικρή βαθμολογική συγκομιδή στις Πανελλήνιες Εξετάσεις στο μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας με πιθανό αποτέλεσμα να βρεθούν κάποιοι σε άλλη Σχολή από την επιδιωκόμενη, όταν προσελκύεται από μια δημόσια εκφώνηση προχωρημένου ποιητικού λόγου, οι όποιες αντιρρήσεις ημών των τάχα μυημένων, καλύτερα να αναβληθούν για χρόνο νηφαλιότερο και μακράν κάθε επηρεασμού.
Ο Στάθης Λιβαθινός που εκτός από την ευθύνη της Πειραματικής Σκηνής είχε, από ό,τι γνωρίζω, και την ιδέα αυτής της θεατρικοποιημένης πρόσληψης του ποιητικού λόγου, εκκίνησε, αν δεν απατώμαι, και από μια αναπηρία της καλλιτεχνικής θεατρικής μας εκπαίδευσης. Έχω κι εγώ συχνά αναφερθεί σ αυτήν την αναπηρία, στο γεγονός πως στις δραματικές σχολές δεν περιλαμβάνονται μαθήματα που να διδάσκουν στους μέλλοντες ηθοποιούς τη δημόσια «ανάγνωση» ποιημάτων και πεζογραφικών κειμένων. Βρέθηκα παλιότερα σε μεγάλη αμηχανία, όταν σε εκπομπές λόγου στο ραδιόφωνο καλούσαν πολύ σημαντικούς και έμπειρους ηθοποιούς να διαβάσουν ποίηση και διηγήματα και η καταστροφή ήταν πλήρης! Γιατί βεβαία ένα ποίημα ή μια σελίδα του Παπαδιαμάντη ή του Σκαρίμπα δεν είναι ΡΟΛΟΣ, με ό,τι συνεπάγεται αυτή η απλή και ωμή διατύπωση.
Άρα, και ξεκινάω από αυτό, ορθότατα ο Λιβαθινός εν γνώσει αυτής της αναπηρίας, θέλησε να μυήσει τους μετεκπαιδευόμενους ηθοποιούς του στην ανάγνωση και στους μηχανισμούς της δημόσιας εκφοράς ποιητικού κειμένου.
Σταματάω εδώ να πω ότι η θητεία του Λιβαθινού στο εκπαιδευτικό σύστημα εν γένει της Ρωσίας τον εξοικείωσε με έναν λαό (όχι μόνο καλλιτέχνες, λαό απλό) που συχνά στις συνάξεις του, στα πάρκα, στα σαλόνια, στις εξομολογήσεις του, στο Μετρό, απαγγέλλει αγαπημένους Ρώσους ποιητές.
Για να είμαι τίμιος με τα πράγματα, θα πρέπει επίσης εδώ να πω ότι δύο μεγάλοι θεατράνθρωποι, ο Ροντήρης και ο Κατσέλης, είχαν, εκτός υποχρεώσεων του επισήμου εγκυκλίου προγράμματος, συμπεριλάβει στη διδακτέα ύλη, και μάλιστα ως προαπαιτούμενο μάθημα, την ποίηση, ο Κατσέλης εμμόνως δημοτικό τραγούδι και ο Ροντήρης Σολωμό και παραλογές. Ο Λιβαθινός υπήρξε μαθητής του Κατσέλη και μαθητής μου εκλεκτός, άρα κουβαλώντας από τον δάσκαλό του την αγάπη για την ποίηση και ενισχύοντάς τη στη ρωσική θητεία, θέλησε να την εντάξει στο πρόγραμμα της πειραματικής του προσπάθειας. Αφήνω το γεγονός πως ο Λιβαθινός ως ανιψιός του Μάνου Κατράκη είχε την τύχη να γαλουχηθεί με τα νάματα της πιο ώριμης ελληνικής φωνής που διάβαζε ανεπανάληπτα ποίηση.
Ο Λιβαθινός όταν αποφάσισε να προχωρήσει στο εγχείρημά του κάλεσε τους ηθοποιούς του να φέρουν στην πρόβα ποιήματα που αγαπούν. Έτσι είναι. Η ποίηση, είπαμε, δεν είναι ρόλος, είναι κατ’ αρχήν συγκίνηση και προσωπική σχέση. Κάθε ευαίσθητος στο ποιητικό φαινόμενο, δεν είναι πάντα έτοιμος να αναλύσει τι τον συγκινεί σε ένα ποίημα. Άλλος εισέρχεται στο μαγνητικό της πεδίο, ελκυόμενος από μια λέξη, από τον ρυθμό, από ένα σύμβολο, από μια εικόνα, από το μέτρο του κ.λπ. Οι ηθοποιοί της Πειραματικής έφεραν ένα, δύο, τρία ποιήματα που τους ερέθιζαν τη φαντασία, τη μνήμη ή κάποιο συναισθηματικό τους απόθεμα. Άλλος θα έφερε τα αγαπημένα του, άλλος όσα θα ήθελε να εξοικειωθεί μαζί τους, άλλος πιθανόν ό,τι έως τώρα τον απωθούσε για να δοκιμάσει πώς θα το δαμάσει. Ο Μαλλαρμέ έλεγε πως η ποίηση δεν γίνεται με ιδέες, γίνεται με ΛΕΞΕΙΣ. Ακόμη και η γνωμική ποίηση με λέξεις γίνεται, δηλαδή πρυτανεύει ο τρόπος, το πώς και όχι το τι.
Δεύτερο εδώ Στάσιμο. Παλιότερα από άγνοια(;) στα σχολικά εγχειρίδια ο πρώτος στίχος του γνωμικού ποιήματος των «Θερμοπυλών» του Καβάφη τυπωνόταν ως εξής: «Τιμή σε κείνους που στη ζωή των ώρισαν να φυλάγουν Θερμοπύλες» αντί του ορθού «ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες». Το σύμβολο «Θερμοπύλες» δεν λειτουργεί μόνον ως ιστορικό αλλά και ως γραμματικό, αφού ο πληθυντικός μας υποβάλλει να το εκλάβουμε ως σύμβολο για κάθε ανάλογον. Το σύμβολο ισχύει αν αντικατασταθεί με τις λέξεις Μανιάκι, Μεσολόγγι, Σούλι, Αλαμάνα, Κερκόπορτα, Καισαριανή. Δοκιμάστε το, το ποίημα ισχύει για κάθε ιστορικό ανάλογον! Αλλά και το διώνυμο «όρισαν και φυλάγουν» σημαίνει πως πρέπει να υποτεθεί πως υπάρχουν κάποιοι που ορίζουν και δεν φυλάγουν, άλλοι που φυλάγουν και δεν ορίζουν και οι τιμώμενοι από τον ποιητή που και ορίζουν και φυλάγουν!
Ελύτης μετά μπουγέλου!
Αφού η ποίηση γίνεται με λέξεις και μάλιστα όταν οι λέξεις θέλεις να γίνουν φθόγγοι, δηλαδή να ακουστούν κι όχι εν σιωπή να αναγνωστούν, προέχει η μουσική τους και ό,τι η μουσική τους αναδεικνύει από τη σημασία τους. Σημαίνον και σημαινόμενο ταυτίζονται στην ποίηση, το ένα είναι παρακλητικό του άλλου. Δεν είναι το ίδιο το παλαμικό «Δεν σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ» και το σύνηθες «Δεν σ’ αγαπώ, σε λατρεύω»! Που είναι λοιπόν η θεωρητική μου αντίρρηση για την «παράσταση» της Πειραματικής; Το ότι τα ποιήματα χειρονομήθηκαν, εικονοποιήθηκαν, συχνά υπονομεύτηκαν. (Γιατί τι άλλο από υπονόμευση είναι να λες Ελύτη ή Εμπειρίκο ή Εγγονόπουλο και να σε μπουγελώνουν, να σου συνθλίβουν το κεφάλι με την γκαραζόπορτα του χώρου της παράστασης;).
Δεν αμφισβητώ πως κάποιος μπορεί να αγαπά να απαγγέλλει το αγαπημένο του ποίημα στην τουαλέτα ή ακόμη και αυνανιζόμενος. Δικαίωμά του. Ο καθένας ακουμπάει σ’ ό,τι αγαπά και βρίσκει την ηδονή, ακόμη και την πνευματική, όπου μνήμη, εμπειρίες, τραύματα, απωθήσεις, αναστολές ή νοσταλγίες τον οδηγούν. Αλλά ό,τι προσωπικό δεν είναι πάντα αισθητικά αλλά και ηθικά αποδεκτό να γίνει δημόσιο θέαμα ή ακρόαμα ή και τα δυο και μάλιστα ως δύο ξέχωρες και αντιφατικές μεταξύ τους λειτουργίες.
Η ποίηση, κατά την ταπεινή μου γνώμη, δεν χρειάζεται ούτε διαμεσολαβητή, πλην της φωνής, ούτε εικονογράφηση ούτε θεατρικότητα.
Η θεατρικότητα της ποίησης βρίσκεται μέσα στους ρυθμούς, τα μέτρα, τις σιωπές και τη πολυσημία των λέξεων, είναι για να θυμηθούμε εύστοχο ορισμό «η συναισθηματική φόρτιση της γλώσσας στον υπέρτατο βαθμό».
23-24.07.2005, Γεωργουσόπουλος Κώστας «Με τι γίνεται η ποίηση», Τα Νέα
Για το link πατήστε εδώ