Μάνα, μητέρα, εξουσία

Ο Στάθης Λιβαθινός σκηνοθετεί στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας το αλληγορικό έργο του Λόρκα «Το σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα», με πρωταγωνίστρια την Μπέτυ Αρβανίτη

Ένα σπίτι-τάφος «κτίζεται» στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας για να φυλακίσει έξι γυναίκες: Τη δεσποτική χήρα Μπερνάντα Άλμπα και τις πέντε κόρες της. Ο Στάθης Λιβαθινός σκηνοθετεί το έργο του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα «Το σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα», με πρωταγωνίστρια την Μπέτυ Αρβανίτη.

Η 60χρονη Μπερνάντα είναι γυναίκα περίκλειστη, φανατικά προσκολλημένη σε αξίες, τάξη, παράδοση, κρατώντας το σπιτικό της απομονωμένο. Μια άτεγκτη, καταπιεστική μητέρα που απαιτεί υποταγή στον αυστηρό ηθικό νόμο και δεν διστάζει να διαλέξει ανάμεσα στην τιμή και τον θάνατο. Η δημόσια εικόνα είναι προτεραιότητα, ενώ το βασικό ένστικτο έχει… απαγορευθεί στις κόρες της κατέχει τον απόλυτο έλεγχο πάνω τους – που είναι όλες διαφορετικών γενεών, από σαράντα έως είκοσι χρόνων: Η μεγαλύτερη Ανγκούστιας (Τζίνη Παπαδοπούλου), η Μαγκνταλένα (Γωγώ Μπρέμπου,) η Αμέλια (Εκάβη Ντούμα), η Μαρτίριο (Κόρα Καρβούνη) και η Αντέλα (Λουκία Μιχαλοπούλου). Στο σπίτι ζουν επίσης η μητέρα της Μπερνάντα που υποδύεται η Σμαράγδα Σμυρναίου και η οικονόμος (Αννέζα Παπαδοπούλου).

Η τυραννία της Μπερνάντα απέναντι στις κόρες της προμηνύει, κατά τους μελετητές του Λόρκα, το επερχόμενο φασιστικό καθεστώς στην Ισπανία. Το έργο παρουσιάστηκε πρώτη φορά το 1945 και μαζί με τη «Γέρμα» και το «Ματωμένο Γάμο» συνθέτουν τη λεγόμενη τριλογία της «ισπανικής υπαίθρου».

«Ο Λόρκα συμπυκνώνει όλα τα στιλ που είχε αφομοιώσει μέχρι τότε προσθέτοντας λίγο σουρεαλισμό», λέει ο Σ. Λιβαθινός. «Ζώντας σε μια μεταβαλλόμενη εποχή, πραγματεύεται εκείνο που αλλάζει και εκείνο που αρνείται την αλλαγή. Έχοντας νιώσει στο πετσί του τι σημαίνει να είσαι απαγορευμένος, στρέφει το βλέμμα σε πιο σκοτεινές πλευρές της ζωής. Γράφει ένα αστυνομικό έργο με καλά κρυμμένο μαύρο χιούμορ, σε τρεις πράξεις όπου η καθεμιά συνιστά ένα δράμα. Η δομή του παραπέμπει στην παράδοση των σπιτιών, στις ανδαλουσιανές τελετουργίες, σε κείνα που δεν πρέπει να ξεχαστούν. Μια τραγική ηρωίδα έχει αποστολή να συντηρήσει με μεγάλη αυστηρότητα τους θεσμούς της ζωής και της τάξης της, ό,τι συνιστά το νόημα της ύπαρξής της. Ο αντίπαλός της είναι μεγάλος: Ο έρωτας που αντιμετωπίζεται ως συμφορά. Αλλά, όταν κάποιος κλειδώνει διά της βίας την πόρτα στην κοινωνία και στη φύση, σημαίνει ότι έχει φυλακίσει ζωντανούς-νεκρούς».

Η παράσταση θα είναι δραματική, αλλά με υπόγειο χιούμορ. Τη μουσική έχει γράψει ο Τηλέμαχος Μούσας, το σκηνικό και τα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου αποφεύγουν τις απευθείας αναφορές στον τελετουργικό Λόρκα, φέρνοντας το έργο κοντά στο σήμερα. Οι ηθοποιοί διδάχτηκαν μαθήματα φλαμένκο επί δύο μήνες. Όχι γιατί θα χορέψουν στη σκηνή, αλλά για να αφομοιώσουν στο σώμα, το στήσιμο και την κίνησή τους στοιχεία από την ανδαλουσιανή ψυχοσύνθεση.

Ο σκηνοθέτης παρήγγειλε καινούρια μετάφραση στην Έφη Γιαννοπούλου και είχε τους λόγους του: «Ήθελα ο πεζός Λόρκα να συναντηθεί αρμονικά με τον ποιητικό. Πιστεύω ότι η κάθε εποχή απαιτεί τη δική της μετάφραση. Εμείς το τολμήσαμε με μια εξαιρετική μεταφράστρια προσπαθώντας να κάνουμε σήμερα πιστευτό το ρητό του Λόρκα “ζωή ζωή κι όχι ποίηση” καθώς και μια παράσταση- φωτογραφικό ντοκουμέντο».

Σαν αρχαία τραγωδία

«Η Μπερνάντα είναι μια αυστηρή αρχόντισσα που υπερασπίζεται την παράδοση και την ηθική» λέει η Μπέτυ Αρβανίτη. «Μέσα σ’ ένα σπίτι γεμάτο γυναικεία ορμόνη κάνει τα πάντα για να τη στραγγίξει. Μόλις έχει πεθάνει ο άντρας της και παραλαμβάνει την απόλυτη εξουσία και τη διαχείριση της ζωής των πέντε θυγατέρων της. Μεγαλωμένη με την ίδια στέρηση απ’ τη μητέρα της, μ’ ένα σύστημα υποταγής και καταδυνάστευσης, αφυδατώνει κάθε υποψία ζωής. Επιτίθεται στη φύση, αλλά ο αγώνας είναι άνισος. Η φύση εκδικείται. Η σπονδυλική στήλη της ηρωίδας είναι τσιμεντένια. Παρακολουθώντας το χτίσιμο του φασισμού της, την βλέπεις να γίνεται όστρακο, πανοπλία. Κι όταν νικιέται, η καταστροφή της είναι ολοσχερής. Ή υπάρχει ως το απόλυτα δεσποτικό ον ή δεν υπάρχει καθόλου. Το θέμα είναι πώς, σ’ αυτήν την απόλυτα εξουσιαστική γυναίκα, αναδεικνύεις μικρές ρωγμές της. Πώς παίζεις έναν δικτάτορα με τα κάποια δίκια του; Παρ’ ότι έχω “σερφάρει” πάνω σε τέτοιες δυναμικές γυναίκες σε άλλα έργα, ο ρόλος είναι δύσκολος γιατί μοιάζει μονοσήμαντα σμιλεμένος. Η Μπερνάντα έχει χαρίσματα. Το θέμα είναι σε ποιες υπηρεσίες τα εναποθέτει. Ακόμα και οι κόρες της γίνονται μικρά ομοιώματά της. Η στέρηση τις μετατρέπει σε σκύλες που μισιούνται μεταξύ τους. Το έργο θυμίζει αρχαία τραγωδία: δυνατή ιστορία, σχεδόν θρίλερ, και ποίηση».

24.10.2010, Μαρίνου Έφη «Μάνα, μητέρα, εξουσία», Ελευθεροτυπία

 

Για το link πατήστε εδώ