Ο Στάθης Λιβαθινός με την «Κάρμεν» του δημιούργησε ένα υπέροχο σύγχρονο υβρίδιο λαϊκής τραγωδίας, πάθους και αίματος
Δεν είναι παράξενο που οι γάλλοι συγγραφείς όταν θέλουν να αφηγηθούν ιστορίες πάθους καταφεύγουν στο ισπανικό ήθος. Βλέπετε, ο καρτεσιανισμός τους, ψυχρός συχνά γαλατικός ορθολογισμός λειτουργεί σαν τροχοπέδη στην εκδήλωση των βίαιων παθών. Από τον «Σιντ» του Κορνέιγ έως τον «Κανδινάλιο της Ισπανίας» του Μοντερλάν οι γάλλοι λογοτέχνες άφησαν τα πάθη να εκλυθούν αρκεί η ιθαγένεια των ηρώων να μη διακρίνεται από τη γνωστή μικροαστική γαλλική υποκρισία που καλύπτεται θεωρητικά από τον μύθο της εκλογίκευσης των παθών.
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που ο Μεριμέ και στο πεζό του κείμενο «Κάρμεν» αλλά και στο θεατρικό του μονόπρακτο «Η άμαξα της θείας κοινωνίας» (που είχε το 1932 θριαμβεύσει στο Εθνικό ο Βεάκης με την πρωτοεμφανιζόμενη Κατερίνα) έχουν ισπανικό και μεξικανικό μύθο αντίστοιχα. Αλλά η όπερα του Μπιζέ που με λιμπρέτο των Μελάϊκ και Αλεβύ (δύο πασίγνωστων στις αρχές του 20ου αιώνα και στην Ελλάδα βαλεβαρδιέρων συγγραφέων) από το ισπανικό μουσικό πάθος αντλεί τα μοτίβα της.
Είναι γνωστό πως μια ραδιοφωνική διασκευή της «Κάρμεν» από τον νεαρό τότε Ιάκωβο Καμπανέλλη ερέθισε τη Μελίνα Μερκούρη να του ζητήσει να γράψει ένα ελληνικό «ανάλογο». Έτσι δημιουργήθηκε «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» και από αυτήν το σενάριο της «Στέλλας» του Κακογιάννη. Τι είναι η Στέλλα, τι είναι η Κάρμεν. Κατ’ αρχάς ως θεατρικό είδος μιας «λαϊκή τραγωδία». Ο Μεριμέ βέβαια γράφει το έργο του και ο Μπιζέ το μελοποιεί όταν βρίσκεται σε έξαρση η πρώτη φεμινιστική επανάσταση στην ιστορία.
Αλλά και η πρώτη παγίδα στην οποία έπεσαν οι γυναίκες από την ανδροκρατούμενη στρατηγική. Η φεμινιστική επανάσταση δεν συνέπεσε, βεβαίως, τυχαία, με τη βιομηχανική επανάσταση. Όταν ο καπιταλισμός χρειάστηκε χέρια για τα εργοστάσια και ο αντρικός πληθυσμός (που πήγαινε και στον στρατό) δεν επαρκούσε, εφηύρε την απελευθέρωση της γυναίκας από την κουζίνα και τη λάτρα των παιδιών και την ώθησε προς τη μισθωτή εργασία, με μικρότερο βέβαια μεροκάματο. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που η Κάρμεν είναι εργάτρια σε βιοτεχνία. Αλλά η απελευθέρωση από την ηθική της κουζίνας, έφερε συχνά και την απελευθέρωση της ερωτικής διαθεσιμότητας. Η γυναίκα ως αυτεξούσιο πλέον οικονομικά ον μπορούσε να διαθέτει κατά τις επιθυμίες και τις προτιμήσεις της και το σώμα της. Πέρα από αυτό ο Μεριμέ και οι λιμπρετίστες του Μπιζέ για να μην προσβάλουν την ηθική των απελευθερωμένων οικονομικά μικροαστών γυναικών έδωσαν στην Κάρμεν διαβατήριο Τσιγγάνας, μ’ όλον το συσσωρευμένο συμβολικό, κοινωνικό και σεξουαλικό της ιδιαιτερότητάς αυτής.
Η Κάρμεν είναι πόρνη αλλά εκλεκτική, επιλέγει κάθε φορά τον εραστή της, ενώ διατηρεί και χαρτζιλικώνει τον προαγωγό της. Είναι η γυναίκα – φλόγα που συνδαυλίζει τις αντρικές φαντασιώσεις, υπόσχεται το απόλυτο ερωτικό σμίξιμο και ερεθίζει την έπαρση της ηλικίας της, της φυλής της και των προσδοκιών που προκαλεί.
Από την άλλη η επιλογή της δράσης να γίνεται κοντά σε στρατόπεδο, όπου η ερωτική πείνα και οι φαντασιώσεις των στρατιωτών παροξύνονται από τον εγκλεισμό, την πειθαρχία και την πάγια στρατιωτική τακτική της τυφλής υπακοής παντός κατώτερου προς πάντα ανώτερο, δημιουργούν μια εκρηκτική ερωτική κατάσταση.
Νομίζω πως κανένας έως τώρα δεν έχει συνδέσει τις ανωτέρω συνθήκες (πόρνη – θηλυκή ανεξαρτησία – στρατόπεδο) της Κάρμεν και με την «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού. Αναλογιστείτε και τα παράλληλα σενάρια του Παζολίνι και του Φελίνι.
Το μεσογειακό πάθος!!
Ήταν έξοχη η ιδέα του Στάθη Λιβαθινού να διασκευαστεί σε μια νέα οντότητα κείμενο του Μεριμέ και όπερα του Μπιζέ και να δημιουργεί ένα υπέροχο σύγχρονο υβρίδιο λαϊκής τραγωδίας, πάθους και αίματος.
Διακινδυνεύω να πω ότι είναι πιθανόν η ιδέα γι’ αυτή τη μείξη πρέπει να εκκίνησε από την ανακάλυψη – αποκάλυψη του χώρου. Ο Λιβαθινός για πολλά χρόνια ήταν υπεύθυνος της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού που στεγάστηκε στο «Από Μηχανής Θέατρο» στο Μεταξουργείο. Σύχναζε και στις ταβέρνες του ερειπωμένου συνοικισμού, στα εγκαταλελειμμένα σπίτια έβρισκε τη γοητεία της παλιάς χαμένης αρχοντιάς και της κραυγαλέας πλέον έκθεσης των κρυφών αμαρτιών της.
Τώρα η γειτονιά αυτή είναι κρυψώνα, καταφυγή και προστασία μεταναστών, πορνών, προαγωγών και ναρκομανών, χρηστών και εμπόρων. Βρήκε λοιπόν μια εγκαταλειμμένη αυλή με γύρω – γύρω ξεχαρβαλωμένες πόρτες, έναν απόπατο και δύο σιδερένιες στριφτές σκάλες που οδηγούν σε κρεμασμένα στο κενό δωμάτια. Μια ταράτσα και μια είσοδο σχεδόν τούνελ, ενώ κάπου έχασκε ένας υπόγειος σκοτεινός χώρος σαν άδης. Ένας έμπειρος θεατρικού χώρου θα μπορούσε να τον έχει αποθανατίσει ο Τσαρούχης, ενώ σε μένα θύμιζε το έξοχο σκηνικό του Κλώνη στο Εθνικό για το «Φυντανάκι» και το σκηνικό του Τσαρούχη στο Θέατρο Τέχνης και για την «Αυλή των θαυμάτων» και το «Φυντανάκι». Τι παίζουμε εδώ, σκέφτηκε ο Λιβαθινός. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα της «Κάρμεν» στα καθ’ ημάς. Αλλά για να μην υποκύψει στον πειρασμό ενός νατουραλιστικού δρώμενου, που θα μας πήγαινε στην ηθογραφία ή σε κάτι σαν τη «Λύκαινα» του Βέργκα, την «Καβαλερία Ρουστικάνα» του ίδιου και του ιταλικού νεορεαλισμού, εγκατέστησε στη σκηνή ορχήστρα τζαζ, διασκευάστηκαν οι μελωδίες του Μπιζέ σε τζαζίστικα μοτίβα, έγραψε νέους στίχους ο Στρατής Πασχάλης και η όλη παράσταση στήθηκε με φόντο τους παροικούντες μετανάστες ως λειτουργικοί θεατές.
Μια απόλυτη πρωταγωνίστρια
Σκοπός του Λιβαθινού ήταν να αφηγηθεί το πάθος, την ερωτική πείνα, τη ζήλεια , τη φαλλοκρατική έπαρση, τον σεξουαλικό παροξυσμό που προκαλεί ένα ερωτικό αγρίμι στους στερημένους στρατιώτες και αξιωματικούς σε ερημικό στρατόπεδο. Δίπλα στην πόλη που οργιάζει το αντριλίκι και το θάμβος της ταυρομαχίας. Και ο Λιβαθινός με συρμούς χωρίς στολίδια, ρυθμούς και εικόνες αφηγήθηκε την τραγωδία του σεξ έχοντας στη διάθεσή του μια απόλυτη πρωταγωνίστρια.
Τη Μαρία Ναυπλιώτου.
Και μόνον ότι ο Λιβαθινός αποκάλυψε σ’ αυτήν την ταλαντούχα έως τώρα δραματική ηθοποιό που ευδοκίμησε σε ευρύ φάσμα δραματουργίας (από την τραγωδία και τον Ίψεν έως το σύγχρονο θέατρο) ένα ανεπανάληπτο ερωτικό σώμα, ένα παραδείσιο αγρίμι πέραν του καλού και του κακού, μια ερωτική διαθεσιμότητα σύμφυτη με την απόλυτη έκλυση των ηθών χωρίς ίχνος ανοχής ή αίσθησης της αμαρτίας, προσγράφεται στον Λιβαθινό Δάσκαλο.
Η διασκευή των μοτίβων του Μπιζέ από τον Κώστα Μαγγίνα, η μικρή ορχήστρα, η έξοχη γενικά κίνηση της Κολοκοτρώνη, τα κοστούμια της Μανωλοπούλου, ο φωτισμός του Αναστασίου και οι θαυμάσιοι ηθοποιοί, ο Ηλίας Μελέτης, η Πηνελόπη Μαρκοπούλου, ο Ευθύμης Παππάς, ο Χρήστος Σουγκάνης, συνέβαλαν στην έξοχη αίσθηση πως με το τίποτα, αρκεί το ταλέντο, παράγεται Αισθητική.
02.08.2010, Γεωργουσόπουλος Κώστας «Λαϊκή τραγωδία», Τα Νέα
Για το link πατήστε εδώ