Μία (ακόμη) παράσταση που επιβεβαιώνει πως το «γήπεδο» του Λιβαθινού είναι οι μεγάλες διαστάσεις, το θέατρο μεγέθους, ακόμη και όταν δεν έχει να κάνει με «σπουδαία» έργα.
Τολμώ αυτόν τον «αποχαρακτηρισμό» του έργου, λόγω των δραματουργικών εκκρεμοτήτων και ατελειών του καθώς και της ανομοιογένειας ύφους που παρουσιάζει, εν πολλοίς οφειλόμενης στην ιδιαιτερότητα της συγγραφικής συνεργασίας – χαρακτηριστικά που ούτως ή άλλως έχουν οδηγήσει τους μελετητές να το κατατάξουν στα «προβληματικά» σαιξπηρικά δράματα.
Το έργο εμπνέεται από την προσωπικότητα του πραγματικού Τίμωνα, εύπορου Αθηναίου πολίτη του 5ου π.Χ. αι., ο οποίος, αφού έχασε την περιουσία του σκορπώντας τη στους κόλακες, αποτραβήχτηκε στον Υμηττό και αποκήρυξε τους συμπολίτες του και το ανθρώπινο γένος συνολικά· μάλιστα, στη θεατρική εκδοχή οι συγγραφείς θέλουν τον ήρωα να προσφέρει βοήθεια στον εξόριστο Αλκιβιάδη προκειμένου να επιτεθεί εναντίον της Αθήνας.
Το έργο καταφέρεται με σαρκασμό εναντίον της φιλάργυρης και αχάριστης ανθρώπινης φύσης, όμως, παρά το πλούσιο υπόβαθρο σε ειρωνεία και πικρό προβληματισμό, δεν αποφεύγει τη σχηματική διαγραφή των χαρακτήρων, κάτι που αφήνει τελικά την αίσθηση πως έχουμε να κάνουμε με μια παραβολή περισσότερο παρά με ένα πλήρως αναπτυγμένο δράμα. Ακόμη και η παράλληλη ιστορία του Αλκιβιάδη, αν και ανοίγει το έργο έξω από τα όρια μιας αυστηρά ιδιωτικής ιστορίας, εξυπηρετεί κυρίως ως άλλο ένα πεδίο για να εκφραστεί η μισανθρωπία του Τίμωνα.
Η σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού ίσως δεν «καμουφλάρισε» τα τρωτά του έργου, τα εκμεταλλεύτηκε όμως για να παραδώσει μια υψηλής αισθητικής διδακτική ιστορία. Ο σκηνοθέτης επέλεξε ένα «μοντέρνο» ανέβασμα, που όμως επιβλήθηκε χωρίς εξεζητημένους μοντερνισμούς, με κύριο μέλημα να αναδείξει τους μικρόκοσμους που έρχονται σε αντιπαράθεση, καθώς το έργο εξελίσσεται μέσα από συνεχείς συγκρούσεις προσώπων και «κοσμοθεωριών». Έτσι η παράσταση καθορίστηκε από τα δίπολά της: από τη μία πάντα ο Τίμων και από την άλλη πότε οι παρατρεχάμενοί του και πότε οι φωνές της λογικής που επιλέγει να αγνοεί.
Απολαυστική επ’ αυτού αποδείχτηκε η σκηνοθετική διαχείριση της ομάδας των ηθοποιών, έτσι ώστε η πράα, στωική φυσιογνωμία του Βασίλη Ανδρέου/Τίμωνα να έρχεται σε αισθητική αντίθεση με τα «ανθρωπάκια» που τον περιτριγυρίζουν (στους υπόλοιπους ρόλους ήταν καίριοι όλοι οι ηθοποιοί, μεταξύ αυτών οι Δ. Παπανικολάου, Χρ. Σουγάρης, Μ. Σαββίδου κ.λπ.). Και, βέβαια, παντού παρούσες οι ενέσεις θεατρικότητας και οι ευρηματικές σκηνικές λύσεις που χαρακτηρίζουν συνήθως τις σκηνοθεσίες του Λιβαθινού.
Η γεωμετρική διάταξη του σκηνικού –με μια πασαρέλα να τέμνει στα δύο την πλατεία– και η λιτότητα των σκηνικών αντικειμένων ευνόησαν την εστίαση στη δράση, που εξαπλώθηκε σε όλο το χώρο του θεάτρου, ενώ τα κοστούμια, που ενσωμάτωσαν με πολύ ωραίο αποτέλεσμα στοιχεία από την ελισαβετιανή εποχή αλλά και από μεταγενέστερες χρονικές περιόδους μέχρι και το σήμερα (σκηνικά-κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου), πρόσθεσαν επιπλέον πόντους σε μια ιστορία χωρίς χρονικά όρια και γι’ αυτό επίκαιρη.
11.10.2018, Καράογλου Τώνια «Κριτική – Τίμων ο Αθηναίος», Αθηνόραμα
Για το link πατήστε εδώ