Κριτική θεάτρου: Βρυκόλακες

“Βρυκόλακες” του Ερρίκου Ίψεν, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού, στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας.

Το έργο “Βρυκόλακες” του Ερρίκου Ίψεν γράφτηκε το 1881 και παρουσιάστηκε στη νορβηγική σκηνή το 1883. Λίγα χρόνια μετά, το 1894, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα. Την πρώτη παράσταση προλόγισε ο νεαρός τότε Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο οποίος επιδεικνύοντας μεγάλη τόλμη “κήρυξε τον θάνατο του κατεστημένου θεάτρου και την έναρξη μιας καινούργιας εποχής”. Η φράση αυτή συνοψίζει άριστα τη συμβολή του Ίψεν στην εξέλιξη του θεάτρου και επανέρχεται στην σκέψη μας κάθε φορά που ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα έργο του.

Οι “Βρυκόλακες” πραγματεύονται την ιστορία της κυρίας Άλβιγκ που θυσίασε τις έμφυτες τάσεις και τις επιθυμίες της στον βωμό της φαινομενικά λειτουργικής οικογένειας που στην πραγματικότητα πάσχει από βαθιά και δυσεπίλυτα προβλήματα. Παρακολουθούμε την μάταιη προσπάθεια της να αρνηθεί το παρελθόν και να διακόψει κάθε σχέση μαζί του, παραβλέποντας ότι κάθε άνθρωπος το κουβαλάει πάντα μέσα του. Η επιστροφή του προβληματισμένου και ψυχικά, αλλά και σωματικά άρρωστου υιού της, Όσβαλντ στο πατρικό σπίτι συνηγορεί στην πλήρη αποτυχία της να διαχειριστεί τις καταστάσεις και τους ανθρώπους, που ακολουθούν την αναπόφευκτη πορεία τους. Στον αντίποδα του νεαρού, έξυπνου και γεμάτου όνειρα Όσβαλντ στέκεται ο νεανικός φίλος της κυρίας Άλβινγκ, πάστορας Μάντερς που ενσαρκώνει κάθε συντηρητική και παρωχημένη σκέψη και προσπαθεί εναγωνίως να τακτοποιήσει και να βολέψει τα θέματα που προκύπτουν, χωρίς να αμφιβάλει ποτέ για την ορθότητα της σκέψης του και αδυνατώντας να προσεγγίσει καμία αλήθεια παρά τη δική του. Τους χαρακτήρες του έργου συμπληρώνουν η νεαρή, κεφάτη και φιλόδοξη προστατευόμενη του σπιτιού της κυρίας Άλβιγκ, Ρεγγίνα, καθώς και ο πονηρός, υποκριτής πατέρας της.

Ο Ίψεν πλάθει ολοκληρωμένους, χειροπιαστούς χαρακτήρες και καταφέρνει με την βοήθεια τους να θίξει εξαιρετικά κρίσιμα θέματα που δεν παύουν να μας αφορούν και να μας συγκινούν. Πυρήνας του έργου είναι αφενός η κληρονομικότητα που είναι δεδομένη και αφετέρου τα στοιχεία που κάθε νέος άνθρωπος υιοθετεί από το περιβάλλον του, ακόμα κι αν αυτά είναι καταστροφικά και οδηγούν στην μόλυνση κάθε καινούργιας γενιάς, αφαιρώντας της την ελπίδα. Στοιχεία που επιβιώνουν στο χρόνο και πάντα επιστρέφουν σαν “φαντάσματα”, σαν αρρώστια που, σύμφωνα με το έργο του Νορβηγού συγγραφέα, πρέπει να αναγνωριστεί σαν πρόβλημα και να αντιμετωπιστεί, διότι πάντα η εξέλιξη της είναι αναπόφευκτη. Οι Βρυκόλακες παρουσιάζουν μια πάλη των γενεών, μέσω τις οποίας θίγονται καίρια ζητήματα για τα συστήματα που αιχμαλωτίζουν τους ανθρώπους, περιορίζουν τις προσωπικότητες τους και επιβάλλουν την προσαρμογή σε μια κοινωνία διαφθοράς και υποκρισίας. Ζητήματα που βρίσκονται πάντα στην επικαιρότητα των ανθρώπινων αναζητήσεων και καθιστούν το έργο του Ίψεν κλασικό.

Σε μια εποχή που η σκέψη και η αναζήτηση της ουσίας είναι αναγκαίες, το Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας με επικεφαλής την Μπέτυ Αρβανίτη, επέλεξε να ανεβάσει τους Βρυκόλακες. Την σκηνοθεσία του έργου ανέλαβε ο Στάθης Λιβαθινός, παρουσιάζοντας μία παράσταση μελετημένη και προσεγμένη με όμορφο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, που όμως έμοιαζε να ταιριάζει περισσότερο στην αισθητική των παραστάσεων του Θεάτρου Οδού Κεφαλληνίας, παρά στην προσωπική αισθητική του σκηνοθέτη. Ο θεατής μοιάζει να παρακολουθεί στα κρυφά τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα σε ένα ξένο σπίτι, αλλά παραδόξως τον αφορούν άμεσα. Τα σκηνικά και τα κοστούμια επιμελήθηκε με γούστο η Ελένη Μανωλοπούλου. Την μετάφραση και την δραματουργική επεξεργασία του έργου έκανε ο Γιώργος Δεπάστας. Τον σχεδιασμό των φωτισμών ανέλαβε ο Αλέκος Αναστασίου και την ταιριαστή στη σκηνική δράση μουσική η Μαρίνα Χρονοπούλου.

Τον ρόλο της κυρίας Άλβιγκ κράτησε με αξιοπρέπεια η Μπέτυ Αρβανίτη, ενώ τον ρόλο του ρομαντικού Όσβαλντ ο Κώστας Βασαρδάνης που κατάφερε να διαχειριστεί τις λεπτές αποχρώσεις και τις εντάσεις του ρόλου σε ένα μεγάλο βαθμό. Τον Πάστορα Μάντερς υποδύθηκε υποδειγματικά ο Νίκος Χατζόπουλος. Τον ρόλο του Έγκστραντ χειρίστηκε με άνεση ο Γιώργος Κέντρος και τον ρόλο της Ρεγγίνας υποδύθηκε η Μαρία Κίτσου, χωρίς να καταφέρνει πάντα να διατηρεί την αληθοφάνεια του. Τελικά, πρωταγωνιστής της παράστασης αποδείχτηκε για μια ακόμη φορά το έργο του Ίψεν που έχει τη δυνατότητα να αιχμαλωτίζει τον θεατή και τον αναγκάζει να σκεφτεί, να προβληματιστεί και να ερμηνεύσει.

13.02.2014, Βασιλείου Ήβη «Κριτική θεάτρου: Βρυκόλακες», theatreviewer.blogspot.gr

 

Για το link πατήστε εδώ