Ο Τόμας Μπέρνχαρντ, ο Αυστριακός δραματουργός, πεζογράφος και ποιητής, παραμένει και μετά το θάνατό του (1989) η πιο σύγχρονη και σημαντική ιδεολογο-αισθητικά, η πιο δυνατή, απροκάλυπτη και συνειδητή πολιτική «φωνή» του γερμανόφωνου, αν όχι και του ευρωπαϊκού θεάτρου των ημερών μας. Μια επίκαιρη «φωνή», καθώς, με το σύνολο σχεδόν του έργου του, αποκάλυψε και πολέμησε τα κοινωνικά αίτια και τους ισμούς που γέννησαν, διατήρησαν και εκκολάπτουν και σήμερα το φασιστικό «αυγό του φιδιού». Έχοντας «μαθητεύσει» στο πολιτικό χαρακτήρα του μπρεχτικού θεάτρου και στη σκληρή, οργισμένη, ωμή αλήθεια του θεάτρου του Αρτώ, ο Μπέρνχαρντ έκανε θέατρο πολιτικής καταγγελίας κατά του ναζισμού, του εθνικοσοσιαλισμού και του καθολικισμού και της αστικής και μικροαστικής τάξης που τον εξέθρεψαν, αντλώντας από βιώματά του. Βιώματα τραυματικά, που σημάδεψαν ανεξίτηλα την ύπαρξή του όλη. Βιώματα – «φαντάσματα» των φιλοναζιστών της μεγαλοαστικής του οικογένειας, των μαθητικών του χρόνων, ως εσώκλειστος σε Γυμνάσιο του Ζάλτσμουργκ, της μεταπολεμικής ΟΔ Γερμανίας και της Αυστρίας που όχι μόνο δεν τιμώρησαν τους εγκληματίες των ΕΣ-ΕΣ, αλλά και τους έκρυψαν, τους προστάτεψαν, τους «εξάγνισαν» τοποθετώντας τους σε πόστα του κρατικού μηχανισμού. Γεγονός που ποτέ δε συγχώρησε ο Μπέρνχαρντ στο πολιτικο-οικονομικό, κοινωνικό και πνευματικό κατεστημένο της πατρίδας του. Σε βαθμό τέτοιο, που, έμμεσος αλλά και έντονα άμεσος καταγγελλόμενος στόχος αρκετών θεατρικών, πεζογραφικών, αλλά και των συναρπαστικών αυτοβιογραφικών έργων του, να είναι πρόσωπα της οικογένειάς του, από την οποία αγαπούσε μόνον τον παππού του και έναν θείο του, τον μόνο κομμουνιστή της οικογένειας.
Κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι το γεγονός ότι ο Μπέρνχαρντ το 1979, εποχή που ο νεοναζισμός ξανασηκώνει κεφάλι, έγραψε το θεατρικό «Πριν την αποχώρηση», το οποίο ανέβασε ο αναζητών πάντα έργα υψηλής ποιότητας θίασος «Πράξη» στο «Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας». Τα πρόσωπα και του έργου αυτού – «μείγματα» συγγενικών του προσώπων, προσώπων του φιλικού και ευρύτερα του κοινωνικού του περιβάλλοντος – κάθε άλλο παρά εκλείπουν τα μεταπολεμικά χρόνια. Άνθρωποι σαν το πρωταγωνιστικό πρόσωπο του έργου, τον αμετανόητο ναζί Ρούντολφ Χέλερ, πρώην αξιωματικό των ΕΣ-ΕΣ, και μεταπολεμικά πρόεδρο του Δικαστηρίου, είναι διάσπαρτοι παντού, κατέχοντας και ανώτατα αξιώματα, στο μεταπολεμικό κρατικό μηχανισμό της Γερμανίας και της Αυστρίας. Ο δικαστής Χέλερ, αποτραβηγμένος από την κοινωνία και κρύβοντας το εγκληματικό του παρελθόν, ζει με τις δυο ανύπανδρες αδελφές του. Την ομοϊδεάτισσά του Βέρα, με την οποία έχει και ερωτική σχέση και με την οποία συνεορτάζει κάθε χρόνο, στο σπίτι του, τα γενέθλια του αρχηγού του Χίμλερ, και την αντιφασίστρια και σοσιαλιστικών ιδεών, ανάπηρη Κλάρα. Πρόσωπα ενός υπαρξιακού, ψυχολογικού δράματος, τα πρόσωπα του έργου είναι ταυτόχρονα και σύμβολα. Ο Χέλερ και η Βέρα, γνήσια τέκνα της αστικής τάξης, συμβολίζουν τη νοσηρότητα, τη διαστροφή και τα αδιέξοδά της. Η ανάπηρη Κλάρα, σύμβολο ίσως του τραυματικού αλλά και οργισμένου με τους φασίστες συγγενείς του Μπέρνχαρντ, μοιάζει σύμβολο ενός κοινωνικού «σώματος» ανάπηρου, ανήμπορου να καταπολεμήσει οριστικά τους νοσταλγούς και τα αίτια του φασισμού – ήθη, παραδόσεις, αντιλήψεις, συνήθειες, συμπεριφορές.
Το πολιτικά επίκαιρο, θεματικά σκληρό, δραματουργικά αδρό, ψυχογραφικά δραστικό έργο του Μπέρνχαρντ, βρήκε τη «γλώσσα» που του ταιριάζει με τη νοηματικά μεστή, θεατρικά ρέουσα μετάφραση του Βασίλη Πουλαντζά. Ο Γιώργος Πάτσας με το λιτό σκηνικό και κοστούμια που αναλογούν στην ιδεολογία και το «ήθος» κάθε προσώπου, βοηθούμενος από τους φωτισμούς του Λευτέρη Παυλόπουλου, «εικόνισε» τον «σκοτεινό» ψυχοδιανοητικό και συνειδησιακό «κόσμο» των προσώπων, ο οποίος υπογραμμίζεται από τις μουσικές επιλογές του Θοδωρή Αμπατζή.
Η σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού, ρεαλιστική, καθάρια, σε χαμηλόφωνους «μουσικούς» τόνους, οδήγησε τους ηθοποιούς σε μια ανατομοψυχολογική εμβάθυνση των ρόλων. Σε μια αναγκαστική διαδικασία αυτοαποκάλυψης της νοσηρότητας και διαστροφής του Χέλερ και της Βέρας, που λεπτομερειακά, έως μυελού οστέων, «κεντούν» ο Σοφοκλής Πέππας και η Μπέτη Αρβανίτη, αντίστοιχα, και της οργής και της αναπηρίας της Κλάρα, που με κάποια εκφραστική υπερβολή ερμηνεύει η Ανέζα Παπαδοπούλου.
25.01.2000, Θυμέλη «Κριτική Θεάτρου – «Πριν την αποχώρηση» από την Πράξη», Ριζοσπάστης
Για το link πατήστε εδώ