Επιμένοντας στην ποιοτική ρεπερτοριακή κατεύθυνσή του, ο θίασος «Πράξη» ανέβασε στο «Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας» ένα έργο «σταθμό» του γερμανόφωνου μεταπολεμικού θεάτρου, την «Επίσκεψη της γηραιάς κυρίας» του Φρίντριχ Ντίρενματ, σε νέα, νοηματικά και θεατρικά δραστική μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα. Ιδεολογικά και δραματουργικά επηρεασμένος από τον Μπρεχτ, ο σπουδαίος Ελβετός δραματουργός και πεζογράφος Ντίρενματ με το έργο αυτό (1956), χρησιμοποιώντας το συνηθέστατο, οικουμενικό, από γενέσεως ανθρώπου, φαινόμενο της ερωτικής προδοσίας, αλληγορικά αποκαλύπτει τη δύναμη του κεφαλαιοκρατικού χρήματος. Το χρήμα εκπορνεύει. Είναι αδυσώπητο, απάνθρωπο. Χάριν της εξουσίας του, χρησιμοποιεί όλες τις μεθόδους για να εκβιάζει, να διαβρώνει και να εξαγοράζει συνειδήσεις. Όχι μόνο του ατόμου, αλλά και τη συλλογική συνείδηση μιας κοινωνίας. Εκμεταλλεύεται τα πάντα. Τα προσωπικά και οικογενειακά προβλήματα, την αδυναμία, τις προσωπικές φιλοδοξίες, την επαγγελματική ή κοινωνικοθεσμική θέση και εργασία του ανθρώπου, κυρίως τη φτώχεια του ανθρώπου της ανάγκης. Εκμεταλλεύεται προπαντός την εκτεταμένη οικονομική κρίση και ανέχεια της κοινωνίας. Αυτό «διαμήνυσε» στην εποχή του και στην εποχή μας ο Ντίρενματ. Όπως ο Μπρεχτ, ο Ντίρενματ πίστευε ότι ο άνθρωπος αλλάζει. Ότι οι συνθήκες, η ταξική θέση και στάση του, η κοινωνική ή μη συνειδητοποίησή του τον αλλάζουν. Τον ωθούν – αναλόγως – είτε στο καλό είτε στο κακό. Και με αυτή την πεποίθηση έπλασε όλα, ανεξαιρέτως, τα πρόσωπα του έργου αυτού. Ο Ντίρενματ γράφει τη «Γηραιά κυρία» σε μια κρίσιμη εποχή. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έχει τελειώσει. Το μεγάλο κεφάλαιο ανακατανέμεται, ανασυντάσσεται και σωρεύεται «καταβροχθίζοντας», σιωπηλώς και εν μια νυκτί, τον εθνικό πλούτο ανίσχυρων, πασχόντων εξαθλιωμένων κοινωνιών και χωρών (εκτάσεις, υποδομές, εργοστάσια, άλλες επιχειρήσεις κλπ.) και παριστάνοντας τον κοινωνικό «ευεργέτη» αλώνει τις ανθρώπινες συνειδήσεις. Το κεντρικό πρόσωπο του έργου, η Κλαιρ Τσακανασιάν, γηραιά ιδιοκτήτρια πολλών μεγάλων επιχειρήσεων και εκτάσεων σε διάφορες χώρες, κληρονόμος των οκτώ αθλίων, αλλά ζάμπλουτων που παντρεύτηκε, η οποία εν κρυπτώ αγόρασε και τη δημόσια περιουσία (εκτάσεις, δάση, εργοστάσια) της γενέτειράς της, μετά από πενήντα χρόνια απουσίας επιστρέφει σ’ αυτήν, με ένα μόνο σκοπό. Σκοπό που είχε σε όλη τη ζωή της. Με την ισχύ του πλούτου της να εξαγοράσει, ως «ευεργέτις» όλες τις συνειδήσεις στον εξαθλιωμένο οικονομικά και παραγωγικά τόπο της, προκειμένου να τιμωρήσει – έως θανάτου – τον άντρα που ερωτεύτηκε στη νιότη της, τον Αλφρεντ, ο οποίος την εγκατέλειψε, αν και έγκυο, για μια άλλη, εξαιτίας του οποίου ξενιτεύτηκε, έγινε πόρνη για να ζήσει και έχασε το εγκαταλειμμένο, λόγω της ανέχειάς της, μωρό της, αλλά και τη γενέτειρά της (κατοίκους και θεσμούς) που, αντιμετωπίζοντάς την ως πορνίδιο, απάλλαξαν από τις ευθύνες του τον άντρα που την άφησε έγκυο. Ο σκοπός της υπηρετείται από όλα τα πρόσωπα. Όλα εξαγοράζονται, όλα γίνονται συνένοχα. Ο συμπατριώτης της δικαστής, που τον εξαγόρασε για να υπηρετεί όλες τις υποθέσεις της. Ολα τα θεσμικά όργανα – λ.χ. δήμαρχος, αστυνόμος, παπάς, δημοσιογράφοι, πολίτες. Ακόμα και η γυναίκα και τα παιδιά του ηλικιωμένου μικρομαγαζάτορα, αγαπημένου της νιότης της. Μόνο ο δάσκαλος αντιστέκεται στο κακό, αλλά τελικά και αυτός υποκύπτει στην απαίτηση της «ευεργέτιδος»: Κάποιος από όλους να δολοφονήσει τον προδότη του νεανικού έρωτά της. Ο Αλφρεντ, εν μέσω μιας κοινωνικής «ζούγκλας», αναγνωρίζοντας ότι υπήρξε υπαίτιος ενός κακού, αυτοκαθαιρείται αυτοκτονώντας. Η σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού αναδεικνύει, τα μέγιστα, τη διαχρονική και επίκαιρη αξία του έργου, αλλά και τις μπρεχτικές επιρροές του. Κράμα ρεαλισμού, αλλά και συμβολικού εξπρεσιονισμού, αποστασιοποίησης και σαρκαστικού σχολιασμού, η σκηνοθεσία υπογραμμίζει το «γκέστους», τη θέση – στάση (κοινωνική, ταξική, ηθική, συνειδησιακή, ψυχοδιανοητική, συναισθηματική) του κάθε προσώπου. Την ενδιαφέρουσα, πολύ δραστική σκηνοθετική «ανάγνωση» στηρίζουν το λιτά συμβολικό σκηνικό και τα επίσης συμβολικά κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου, οι «ζοφώδεις» φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου, η αρμόζουσα στο «γκέστους» κάθε προσώπου κινησιολογία της Μαρίας Γοργία και η «σκοτεινή» μουσική του Θόδωρου Αμπαζή. Η κυρίαρχη ερμηνεία της παράστασης ανήκει στην Μπέτυ Αρβανίτη (γηραιά κυρία), που πλάθει ένα κυνικά απάνθρωπο και εκδικητικό, ανθρωπόμορφο «τοτέμ» της μεγαλοαστικής τάξης. Λιτά ρεαλιστική η ερμηνεία του Γιάννη Φέρτη. Άξιοι ονομαστικής αναφοράς για τις συνολικά αξιόλογες ερμηνείες τους είναι και οι άλλοι ηθοποιοί της παράστασης: Κώστας Γαλανάκης, Μπάμπης Σαρηγιαννίδης, Θανάσης Δήμου, Παναγιώτης Παναγόπουλος, Βασίλης Καραμπούλας, Τζίνη Παπαδοπούλου, Ελένη Ουζουνίδου, Ακης Λυρής, Ηλίας Κουνέλας, Δημήτρης Μυλωνάς.
24.12.2008, Θυμέλη «Κριτική θεάτρου – «Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας» από την Πράξη», Ριζοσπάστης
Για το link πατήστε εδώ