«Η πανέμορφη Αυστρία με την πλούσια ιστορία που ξεδιπλώνεται στα εντυπωσιακά της μνημεία και μέγαρα, αλλά και τα γραφικά της χωριουδάκια, η φύση, η μουσική και οι φιλόξενοι κάτοικοι θα σας μείνουν αξέχαστα» μας υπόσχεται το ενημερωτικό-διαφημιστικό φυλλάδιο γνωστού ταξιδιωτικού γραφείου. Η Αυστρία είναι πράγματι στο μυαλό μας η «παραμυθένια χώρα», εκεί όπου συνδυάζεται μοναδικά η γαλήνια ομορφιά της εξοχής με την αστραφτερή χλιδή της πρωτεύουσας και τις μελωδίες του Μότσαρτ ένας πόλος έλξης για τους φυσιολάτρες αλλά και για τους φιλόμουσους αυτού του κόσμου.
«Στην Αυστρία, αν έπαιρναν τα κεφάλια των ανθρώπων λέγοντας ότι είναι απόφαση των ανωτέρων, κανείς δεν θα διαμαρτυρόταν και το γεγονός θα περνούσε απαρατήρητο» υποστήριζε το 1982 ο Τόμας Μπέρνχαρντ σε συνέντευξή του μιλώντας για μια «άλλη», λιγότερο γνωστή, Αυστρία, αυτή που ήρθε πρόσφατα στο προσκήνιο ύστερα από την άνοδο του ακροδεξιού Κόμματος της Ελευθερίας στην εξουσία.
Ο Μπέρνχαρντ (1931-1989) δεν έπαψε ποτέ, γραπτώς ή προφορικώς, να κατακρίνει τη χώρα του για το χιτλερικό παρελθόν της, αντιλαμβανόμενος ότι το παρελθόν αυτό όχι μόνο δεν έχει ξεθωριάσει αλλά παραμένει η εφιαλτικότερη διάσταση του παρόντος. «Σήμερα όλοι αυτοί οι άνθρωποι (οι πρώην ναζιστές) ζουν μια τελείως ήσυχη ζωή, σε κάθε γωνιά, όπως λένε, της χώρας, και απολαμβάνει ο καθένας τους μεγάλες συντάξεις από την πολιτεία. Αλλά όλα αυτά, σκέφτηκα, είναι αντάξια μιας κοινωνίας που είναι πέρα για πέρα διεστραμμένη. Στην ουσία, σκέφτηκα, είναι αυτοί ακριβώς οι άνθρωποι, αυτοί οι διοικητές των SS και οι συνταγματάρχες των SS και οι αιμοσταγείς παρασημοφορημένοι, οι δικοί σας άνθρωποι, σκέφτηκα, αυτοί στους οποίους ειδικά σήμερα, σκέφτηκα, οι συμπατριώτες μου προσβλέπουν θεωρώντας τους κρυφούς τους αρχηγούς» έγραφε τρία χρόνια πριν από τον θάνατό του στο τελευταίο μυθιστόρημά του.
Στο «Πριν την αποχώρηση», έργο του 1979, ο συγγραφέας έρχεται να μας δείξει ότι αυτή η «άλλη» Αυστρία δεν είναι μια περιθωριακή υπόθεση, ένα υπόγειο φαινόμενο που αφορά κάποια ξεχασμένη στον κόσμο της μειοψηφία: είναι η καθημερινότητα, είναι το «τώρα», που εκτυλίσσεται αμετανόητα πλάι μας, ανά πάσα στιγμή, πίσω από τα κλειστά παντζούρια του γείτονά μας.
Ποιος θα διανοούνταν πράγματι ότι πίσω από τα παντζούρια αυτά τρία αδέλφια, ο Ρούντολφ, η Κλάρα και η Βέρα, γιορτάζουν ανελλιπώς κάθε χρόνο τα γενέθλια του Χάινριχ Χίμλερ, αρχηγού των SS; Ποιος θα φανταζόταν ότι ο ηλικιωμένος κύριος της διπλανής πόρτας, πρώην ναζιστής και νυν ευυπόληπτος δικαστής που αγωνίζεται με σθένος για την προστασία του περιβάλλοντος, όχι μόνο αναγκάζει την ανάπηρη, αριστερών πεποιθήσεων, αδελφή του να συμμετέχει, παρά τη θέλησή της, στον εορτασμό αυτόν, αλλά την υποχρεώνει και να φοράει την εξευτελιστική στολή με το κίτρινο αστέρι προς τέρψη των σαδιστικών ενστίκτων του; Ποιος θα πίστευε ότι ο ίδιος αυτός κύριος κάνει έρωτα με την άλλη αδελφή του, την «αγαπημένη» του, μαζί με την οποία οραματίζονται ένα «καλύτερο» αύριο, όπου δεν θα «πρέπει συνεχώς να υποκρίνεσαι» και «να λες μόνο ψέματα»;
«Μια κωμωδία της γερμανικής ψυχής» αποκαλεί ο Μπέρνχαρντ το έργο του και πράγματι προσεγγίζει με μοναδική ειρωνεία τους ήρωες επιτρέποντας σε όλο το γκροτέσκο μεγαλείο τους να αναδυθεί αβίαστα, με μια φυσικότητα που σοκάρει, ακριβώς επειδή φαντάζει επιφανειακά τόσο «φυσιολογική».
Η παράσταση που σκηνοθέτησε ο Στάθης Λιβαθινός είναι τόσο ανώδυνη, τόσο λειασμένη και αδιάφορη, ώστε το μόνο που μας τρομάζει είναι το μέγεθος της ανίας μας. Οι εντάσεις δεν κορυφώνονται ποτέ, η ατμόσφαιρα μοιάζει να έχει αποτινάξει από πάνω της την παραμικρή υπόνοια κινδύνου και το μόνο που στιγμιαία μας σοκάρει είναι η εμφάνιση της ναζιστικής στολής. Μια επίπεδη, πλαδαρή αφήγηση που θα μπορούσε να αφορά μια οποιαδήποτε οικογενειακή συνεστίαση με τις συνηθισμένες διενέξεις μεταξύ συγγενών.
Η Αννέζα Παπαδοπούλου είναι μάλλον ενοχλητική στον ρόλο της ανήμπορης, καταδικασμένης να ζει σε κλίμα τρομοκρατίας, αδελφής: υιοθετεί μια ασπούδαστη μανιέρα που αδυνατούμε να καταλάβουμε ποια σκοπιμότητα εξυπηρετεί μοιάζει περισσότερο σαν να έχει πάρει ηρεμιστικά. Ο Σοφοκλής Πέππας κάνει αξιόλογες προσπάθειες, κινείται όμως υποτονικά και πλάθει έναν ήρωα μάλλον απλοϊκό, από τον οποίο δεν νιώθουμε να εκπηγάζει κανενός είδους απειλή. Η Μπέττυ Αρβανίτη είναι η μόνη που συλλαμβάνει σε ικανοποιητικό βαθμό την πολυπλοκότητα του ρόλου της και χάρη σε αυτήν κρατιέται κάπως η παράσταση.
12.03.2000, Λοΐζου Στέλλα «Κριτική – Στα άδυτα μιας «άλλης» Αυστρίας», Το Βήμα
Για το link πατήστε εδώ