Κλειστή οδός: «Ρόσμερσχολμ» του Ίψεν στο «Απλό Θέατρο»

Η γοητεία των κλασικών θεατρικών κειμένων, γοητεία μοναδική και υπέρμετρη, μερικές φορές δεν βρίσκει – όσο κι αν φαίνεται παράδοξο – ανάλογη «ανταπόκριση» στη σκηνική υλοποίησή τους. Με την έννοια πως στοιχεία ερεθιστικά και μεστά, που αξίζουν απόλυτη χρονική «ελευθερία» για να τα πλησιάσει κανείς σε βάθος («ελευθερία» που έχουν σε μεγάλο βαθμό οι σκηνοθέτες και οι ηθοποιοί τους), οφείλουν να «απορροφηθούν» από τους θεατές μέσα σε ένα δίωρο συνήθως. Σε χρόνο, δηλαδή, που μόνο επιφανειακές εντυπώσεις μπορούν να αποτυπωθούν με πληρότητα, αφήνοντας έναν άλλον – μεγάλο – όγκο νοημάτων, σχέσεων, ιδιοτήτων κ.λπ. χωρίς «εξερεύνηση».

Μια τέτοια αίσθηση έλλειψης χρόνου, από την πλευρά του θεατή (ενώ, αντίθετα, υπήρχε άφθονος από την πλευρά των συντελεστών της, που μάλλον εντρύφησαν βασανιστικά στις κρυφές αξίες του κειμένου), μοιάζει, λοιπόν, να γεννιέται και σε όσους παρακολουθούν την παράσταση του έργου του Ίψεν «Ρόσμερσχολμ», φέτος, στο «Απλό θέατρο». Μία έλλειψη χρόνου, που εμποδίζει την επαφή να είναι πλήρης και ολοκληρωμένη, ειδικά καθώς το κείμενο του μεγάλου Νορβηγού συγγραφέα φαίνεται να έχει πολλά «μυστικά», νήματα υπόγεια και κρυμμένα, δυνάμεις
πολύτιμες, αλλά μόνον για όποιον θελήσει να τις αναγνωρίσει.

Αυτός, άλλωστε, είναι και ο λόγος για τον οποίο το έργο, αν και δεν υστερεί σε «τεχνική γραφής», δεν παίζεται τόσο, όσο άλλα – «φημισμένα» – έργα του Ίψεν. Μια και εκ πρώτης όψεως δεν δείχνει ακραία εντυπωσιακή ούτε η – χαμηλόφωνη και χωρίς έντονες εξάρσεις – «προσωπικότητα» του κειμένου, ούτε η ιστορία που «διηγείται» (με επίκεντρο την περίπτωση μιας γυναίκας που, «διαβρώνοντας» την ψυχολογική κατάσταση μιας «φίλης» της, την οδηγεί στην αυτοκτονία, για να κερδίσει τον άντρα της και τη «θέση» της – και μαζί να «κερδίσει εκδίκηση» από την κοινωνία και τις συντηρητικές τότε ιδέες της).

Πίσω, όμως, από τους χαμηλούς τόνους υπάρχουν μερικά από τα καλύτερα υλικά του ιψενικού – και όχι μόνον – θεάτρου. Όπως, η σοβαρή αντιμετώπιση (μέσα από τα πρίσματα, βέβαια, της επικρατούσης ηθικής) του χώρου πέραν του καλού και του κακού. Αντιμετώπιση, που κάνει το «Ρόσμερσχολμ», παρότι είναι στενά δεμένο με την εποχή του, να «επιβιώνει», έχοντας «κάτι να πει» και σήμερα, σε αντίθεση με άλλα – «φημισμένα» – έργα του Ίψεν. που μοιάζουν πια ουσιαστικά κενά… (Εξίσου «αιώνια», αλλά και πέραν του καλού και του κακού, παρά τις προθέσεις και τις πράξεις της, μπορεί, εξάλλου, να θεωρηθεί και η μορφή της κεντρικής ηρωίδας, πράγμα που εξηγεί άλλωστε και την «επικίνδυνη» γοητεία, την οποία ασκεί στους καλλιτέχνες, σκηνοθέτες και ηθοποιούς. Και στο κοινό, ενίοτε…).

Τους χαμηλούς τόνους του κειμένου (μεταφρασμένου δημιουργικά από τη Μαρία Αδάμ και προσαρμοσμένου για την παράσταση από την ίδια και τον σκηνοθέτη), πάντως, υπηρετεί στο έπακρο και η σκηνοθεσία του Αντώνη Αντύπα. Που, θυμίζοντας σύνθεση κάποιου «βόρειου» συνθέτη (του Σιμπέλιους. ίσως), υποβάλλει ανεπαίσθητα μα στιβαρά ένα ένα τα θέματά της, τη δύναμη, την αδυναμία, την πίστη, την απόγνωση κ.λπ. Κρατώντας πάντα υπόκωφους τους – καρποφόρους – ρυθμούς του θεάματος (σε σημείο, ώστε να οδηγούνται στα πρόθυρα της δυσφορίας ίσως, όσοι θεατές δεν γοητεύτηκαν και δεν ακολούθησαν την «γκρίζα εσωτερική οδό» της παράστασης…).

Και τη γενική υπόκωφη αίσθηση του θεάματος αυξάνει η αντίστοιχη – και δυσκολότερη – ισορροπία, που κάθε ερμηνευτής μοιάζει (μετά από εντατική καθοδήγηση, άσκηση και προσπάθεια αυτοσυγκράτησης) να έχει πετύχει, ώστε να μεταβληθεί σχεδόν σε μουσικό «όργανο» ήχων με «σουρντίνα»… Αρχίζοντας από τον – μάλλον αποκαλυπτικό – Στάθη Λιβαθηνό (στον ρόλο του «εύπλαστου» συζύγου) και τον έξοχο Χρήστο Νινή και συνεχίζοντας με τον Γιώργο Μωρόγιαννη (που κρατά μέσα στο μέτρο έναν ρόλο έξω από μέτρα) και την Κατερίνα Καραγιάννη (καθώς δίνει υπόσταση σε μία μορφή, που βρίσκεται στο «φόντο»). Και καταλήγοντας στον Κώστα Μεσσάρη (που, αν και διατηρεί μερικές «εξωτερικεύσεις» στην ερμηνεία του, προσφέρει μια από τις αξιολογότερες εμφανίσεις του). Και, εντέλει, τη συνταρακτική σχεδόν Ρούλα Πατεράκη, αλλά μόνον όταν υποτάσσει την προσωπικότητα – και τα ιδιαίτερα εκφραστικά της μέσα – στους χαμηλούς τόνους της παράστασης…

Παράστασης, άλλωστε, η οποία (με τη βοήθεια και των σκηνικών και κοστουμιών του Γιώργου Πάτσα, που επιβάλλουν οπτικά το «κλειστό» κλίμα του θεάματος και της μουσικής της Ελένης Καραϊνδρου, που το «ηχοκοσμεί»), παρά το «ερμητικό» ύφος της, διαθέτει κομμάτια γοητείας και για το κοινό – και όχι μόνον για εκείνους που είχαν όλο το χρόνο να «ψάξουν» το κλασικό κείμενό της σε όλες του τις πτυχές…

13.01.1992, Παγκουρέλης Βάιος «Κλειστή οδός: «Ρόσμερσχολμ» του Ίψεν στο Απλό Θέατρο», Ελεύθερος Τύπος

 

Για το link πατήστε εδώ