Καταγγελία του εσωτερικού μας ναζισμού

Μια από τις καλύτερες φετινές παραστάσεις το έργο του Τόμας Μπέρνχαρντ «Πριν (από) την αποχώρηση» σε σκηνοθεσία Στ. Λιβαθινού

Αδέλφια. χιονίζει η νύχτα
ακατάπαυστα
αγκυλωτούς σταυρούς»
Χρήστος Κουλούρης,
«Βόρειο σέλας», 1946

Σπεύδω να δηλώσω ότι η θεατρική εταιρεία «Πράξη» μας παρέδωσε φέτος μια εργασία ανάλογη των «Πικρών δακρύων της Πέτρα φον Καντ». Υπό την προσεκτική και πολυεπίπεδη σκηνοθετική καθοδήγηση (αλλά χωρίς τις υποκριτικές μανιέρες) του Στάθη Λιβαθινού, είδαμε μια αρτιότατη παράσταση.

Η προσαρμοστικότητα του αμοράλ αστικού θήλεος εκπροσωπήθηκε με τη λάμψη του παρακμιακού βαμπιρισμού. της συνειδησιακής σαθρότητας και της νοσηρότητας από την έξοχη Μπέτυ Αρβανίτη. Η άτεγκτη αναπόληση του ναζιστικού εφιάλτη, η νοσταλγία του ίδιου του δίποδου Χίμλερ ως συνεργάτη καθώς και η μεταφύτευσή τους στο ψυχικό και πραγματικό θερμοκήπιο της τωρινής στέγης πραγματώθηκε, στη μαύρη εορταστική καταβύθιση και στο οικόσιτο φασιστικό παραλήρημα, από έναν ρολίστα μεγάλης αξίας, τον και πάλα λαμπρό στις κλιμακώσεις και στα ημιτόνιά του Σοφοκλή Πέππα. Τέλος, η επιθετική και νοήμων σιωπή της ανάπηρης «αριστερής» αδελφής τους που θεάται αηδιασμένη την αιμομικτική σύμπνοια των δύο όμαιμών της φασιστοειδών, κατέστη διαρκώς παρούσα και απειλητική μέσα από τις ηχηρά σιγώσες αντιδράσεις ή τα αραιότερα ξεσπάσματα της Ανέζας Παπαδοπούλου.

Σκηνοθετική μαεστρία

Οι τρεις τους, με μαέστρο του βάθους των λεγομένων και των υπόγειων συμπεριφορών τον σκηνοθέτη και με ιδανικό εικαστικό επιμελητή του εν ναζιστική νεοκροφανεία ασφυκτικού σαλονιού τον Γ. Πάτσα, απέδειξαν το σαφώς πιο ευανάγνωστο σ’ αυτό το έργο θεώρημα του στριφνού Αυστριακού (1931- 1989). Ο Τόμας Μπέρνχαρντ εδώ (1979) παρέχει στον Λιβαθινό την ευκαιρία να δομήσει αδιατάρακτη την παραλληλία τού έξω (ιστορικού) και έσω (ψυχικού) ναζισμού του σύγχρονου ανθρώπου χωρίς να παραβιάσει καμιά από τις δύο ισορροπίες και το καθέκαστον κλίμα τους.

Ίσα ίσα μπορώ να πω ότι «θεατροποιείται» ατμοσφαιρικά ο φύσει δοκιμιακός Αυστριακός (σε λίγα σημεία ίσως και κάπως εξωστρεφέστερα του δέοντος) και έτσι καθίσταται νοηματικά σαφέστερο το πολύπλοκο καταστροφικό χάος του συγγραφέα. Στο άλλο του έργο, το «Ρίτερ, Ντένε, Φος» που είχαμε δει με τον Λ. Βογιατζή το 1991, οι ενδοοικογενειακές σχέσεις φρικιαστικής εξάρτησης (και πάλι τρία αδέλφια γύρω από μια καταραμένη προγονική κειμηλιοθήκη- τραπεζαρία, και πάλι η μεταξύ δύο γυναικών αδελφών, επιστροφή του αδελφού τους από την ιδρυματική κόλαση), οι σχέσεις λοιπόν εκείνες κινδύνευαν να αφομοιωθούν μέσα στην ηροστράτεια χοάνη της οριακής γλώσσας.

Ο Μπέρνχαρντ ποθεί να καταλύσει τα πάντα – το εγώ, το λόγο. τον έρωτα, την ηθική, την ύπαρξη, την αξία της και την αξία τόσο της τέχνης όσο και της φιλοσοφίας. Αντίθετα, στο λιγότερο ερεβώδες σημερινό έργο, ο φόβος να απορροφηθεί η ίδια η θεατρική υπόσταση και τα ανθρώπινα οχήματά της από τον μηδενιστικό συνωστισμό των λέξεων ευτυχώς απομειούται αισθητά. Και τούτο, εκτός από την προαναφερθείσα καθαρότητα της σκηνοθετικής θεατροποίησης αλλά και την ίδια τη μεγαλύτερη συγγραφική νηφαλιότητα, πιστώνεται και στην έρρυθμη και λυρική μεταφραστική φυσικότητα και στο υπαρξιακό δέος της, που πέτυχε ο Βασ. Πουλαντζάς.

Βέβαια, οι αγνοούντες τα γερμανοαυστριακά και ιδίως οι αγνοούντες την εν πολλοίς ταύτιση του Μπέρνχαρντ με τον Φιλόσοφο Βίτγκενσταϊν και τις σοπεναουρικές θεωρίες του χρήζουν άκρως φιλότιμης ποδηγέτησης για να φθάσουν στα βαθύτερα κοιτάσματα κάθε εν προκειμένω λεκτικής μονάδας ή φραστικής ενότητας.

Ο Μπέρνχαρντ. έγκλειστος της μισανθρωπίας του και των πάντων άρρητου, της σύγχυσης που τίκτει η γλωσσική σαφήνεια και της μυστικής διάστασης, που εγκιβωτίζεται μέσα στα ορυχεία της σιωπής, θυμίζει τον «Κάσπαρ» του Χάντκε σε ολιστικό περί τον κόσμο και την ύπαρξη επίπεδο.

Πριν από αυτή του την παράνοια που την παράγουν οι αενάως γεννώμενες αντιφάσεις που η ίδια περαιτέρω οδηγεί στην αυτοκατάλυση, ακριβώς: «Πριν (από) την αποχώρηση», ο Μπέρνχαρντ γράφει το αδυσώπητο έργο της καταγγελίας τόσο των σύγχρονων ομοεθνών του όσο και της πρόσφατης ναζιστικής ιστορίας τους. Είναι ένα έργο πέραν γλώσσας και ηθικής που όμως λειτουργεί ακόμη (1979) διά της ηθικής, διά της ιστορίας και διά της γλώσσας και υπέρ αυτών, τελικά. Είναι λοιπόν προς επιβράβευση όσοι, ξεπερνώντας την ψυχωτική οργή ενός σημαντικού αλλά άνισου συγγραφέα ενίοτε φλύαρης δομής, κρυπτικών καταγωγών και ολισθηρών αλλά και διεγερτικών διανοητικών υποστρωμάτων, κατορθώνουν να τον αναγάγουν, πέραν παντός φθηνού συρμού, σε διαυγή αφορμή μιας από τις καλύτερες φετινές αθηναϊκές παραστάσεις.

20.02.2000, Βαρβέρης Γιάννης «Καταγγελία του εσωτερικού μας ναζισμού», Η Καθημερινή

 

Για το link πατήστε εδώ