Κριτική: Κάρμεν, Κεραμεικού 28 Μεταξουργείο

Ο Στάθης Λιβαθινός προσέγγισε το θέμα της Κάρμεν σε μια παράσταση, με ερευνητικά χαρακτηριστικά, τόσο όσον αφορά στην προσπάθεια αντιμετώπισης του αρχετυπικού στοιχείου της ιστορίας αντλώντας υλικό από τη γνωστή νουβέλα του Μεριμέ και από την ομώνυμη όπερα του Μπιζέ, όσο και από την άποψη της χρήσης ενός μη θεατρικού, αλλά άκρως ενδιαφέροντος χώρου.

Όσον αφορά στο πρώτο σκέλος, η παράσταση δομήθηκε στον άξονα μιας δραματουργίας που παρακολουθούσε λιτά και σε αδρές γραμμές τα κεντρικά συμβάντα που συγκροτούν ως πυρήνα τη θηλυκή φύση που διαπραγματεύεται με το αρσενικό, πέραν της όποιας ηθικής ή κοινωνικής διάστασης, ενώ – πολύ σωστά – απεφεύχθη επιμελώς η οποιαδήποτε προσπάθεια συμβολοποίησης και μαζί της αποσοβήθηκε αφ’ ενός ο ελλοχεύων κίνδυνος της ανιαρής αντιθεατρικότητας, εφ’ ετέρου η εγκεφαλική προσέγγιση που θα υπονόμευε το ίδιο το θέμα.

Η επιλογή των προσώπων αποτελεί εδώ ικανή και αναγκαία δραματουργική θέση, καθώς επαληθεύει τόσο το θηλυκό στοιχείο στην ολότητά του – με την παρουσία της Μικαέλας – όσο και το αρσενικό άλλο μισό του φεγγαριού με τρεις παρτενέρ, αλλά τέσσερις εραστές, καθώς οι δύο πλευρές της αντρικής εξουσίας, ο λοχαγός και ο μονόφθαλμος Γκαρθίας, παίχτηκαν από τον ίδιο ηθοποιό.

Το επίκεντρο της παράστασης ήταν αναμφίβολα η Μαρία Ναυπλιώτου -ομολογουμένως σε μία απ’ τις καλύτερες στιγμές της-, που μετακινήθηκε σοβαρά από το στερεότυπο της ντάμας σε μία κατεύθυνση που της επέτρεψε να αναδείξει ποιότητες της θηλυκότητας στην πιο αυθεντική μορφή της φλερτάροντας με το χάος της εφηβείας και την πρωτογενή μορφή της επιβίωσης που εκφράζεται σε μορφή α-ηθικής σκληρότητας.

Από τους άνδρες παρτενέρ της, ο Μελέτης Ηλίας συνέλαβε σωστά την αυτοπαγίδευση του Χοσέ, ο Ευθύμης Παπάς κινήθηκε ικανοποιητικά – αν και όχι χωρίς κάποια περιγραφικότητα – στον καταλυτικό ρόλο του Τορεαντόρ, ενώ ο Χρήστος Σουγάρης είχε ίσως την πιο ενδιαφέρουσα πορεία και από άποψη εύρους στην όλη σύνθεση, αφού επωμίστηκε τους άλλους δύο ρόλους, αλλά και όσον αφορά αυτήν την καθεαυτήν την πολυεπίπεδη προσέγγισή του, τουλάχιστον στον Λοχαγό. Η Πηνελόπη Μαρκοπούλου δεν φάνηκε να βρίσκει τη σωστή ισορροπία ανάμεσα στην γυναίκα που ποθεί διακαώς την κοινωνική της ολοκλήρωση και στη βαθύτερη πλευρά ενός θήλεος που αγαπά βαθιά. Έτσι έβγαλε μια φιγούρα από την οποία δεν έλειψαν τα χαρακτηριστικά καρικατούρας, αν και είχε κάποιες ενδιαφέρουσες στιγμές, ιδίως στη στιγμή με το «ετοιμοπόλεμο» πέπλο. Εδώ πρέπει να επισημανθεί ότι σαφώς δεν βοηθήθηκε σκηνοθετικά -έμοιαζε να προσπαθεί να συγκεράσει όχι δύο επίπεδα, αλλά δύο οδηγίες- αλλά ούτε ενδυματολογικά, καθώς η Ελένη Μανωλοπούλου που αποθέωσε πραγματικά την Κάρμεν ντύνοντας τη Ναυπλιώτου ως θείο θηλυκό καμίνι, συνέλαβε μεν το αρμόζον νυφικό, αλλά δε φάνηκε να το εξετέλεσε με το γούστο και την έμπνευση που συνήθως τη διακρίνουν.

Εκεί που χάθηκε το στοίχημα ήταν σαφώς στη μουσική διασκευή. Αν και η επιλογή της τζαζ ήταν επί της αρχής πολύ ενδιαφέρουσα, η δουλεία του Κώστα Μαγγίνα στάθηκε πολύ αδύναμη για να συνομιλήσει με τη δραματουργία της παράστασης, και παρά τους έξοχους στίχους του Στρατή Πασχάλη, τα τραγούδια λειτούργησαν μάλλον σαν ιντερμέτζα παρά σαν αναγκαίο στοιχείο της δραματουργίας.

Ο ενδιαφέρον χώρος της αυλής του Μεταξουργείου λειτούργησε εξαιρετικά, επαληθευμένος χωρίς περιττή επιτήδευση, ενώ συγχρόνως άνοιγε το σκηνικό τοπίο στο φυσικό σκηνικό της περιοχής, επιτρέποντας στο τυχαίο συμβάν του δρόμου να διεισδύει ως επιμέρους συμβάν της παράστασης, εισάγοντας την αναρχία της ζωής ως οργανικό τοπίο της Κάρμεν.

07-09.2010, Ανδριανού Έλσα «Κριτική: Κάρμεν, Κεραμεικού 28 Μεταξουργείο», Λέξη – τεύχος 205