Σε ένα παλιό σπίτι η Μαρία Ναυπλιώτου ενσαρκώνει την ανυπότακτη ηρωίδα του Μπιζέ.
Κάρμεν: η επιτομή της ελευθερίας, του αισθησιασμού, της αμαρτίας, της παρανομίας. Η πανέμορφη ανυπότακτη τσιγγάνα ζωντανεύει αλά ελληνικά στο πρόσωπο της Μαρίας Ναυπλιώτου. Στην εσωτερική αυλή ενός εγκαταλειμμένου σπιτιού στην οδό Κεραμικού 28, ανάμεσα σε χαμαιτυπεία, κινέζικα μαγαζιά, μπουρδέλα, η γεννημένη ελεύθερη Κάρμεν θα σαγηνεύσει, θα αποπλανήσει, θα ρισκάρει μέχρι και τη ζωή της. Η Μαρία Ναυπλιώτου από την 1 Ιουλίου, και για δέκα παραστάσεις, παίζει, χορεύει και τραγουδάει την πιο γνωστή όπερα του Μπιζέ…
Σ’ ένα τοπίο, μείγμα παλιάς Αθήνας και… Πεκίνου, διαδραματίζεται το έργο έτσι όπως το οραματίστηκε ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός. Ένα παλιό κτίριο με μπαλκόνια, σιδερένιες σκάλες, ψηλά παράθυρα, υπόγειο, εξωτερική τουαλέτα, συνθέτει το φυσικό σκηνικό της παράστασης. Στον ίδιο χώρο που παλαιότερα λειτούργησε σχολείο, στεγάζονται σήμερα μικρομάγαζα, εργαστήρια, αποθήκες.
Για τον Στάθη Λιβαθινό ήταν μια μοναδική ευκαιρία να παρουσιάσει το έργο σ’ ένα εξωθεατρικό χώρο. «Δεν μας δίνεται συχνά η δυνατότητα να παίζουμε σε τέτοιο ‘σκηνικό’. Ήθελα η Κάρμεν να μη σχετίζεται με την πολυτέλεια μιας αίθουσας για όπερα. Το Μεταξουργείο διαθέτει πολλά ποιητικά τοπία που μπορούν να αξιοποιηθούν με πολλούς τρόπους. Στην προκειμένη περίπτωση τόσο η παραγωγός Γιολάντα Μαρκοπούλου όσο και ο ιδιοκτήτης του χώρου Ιάσων Τσάκωνας ρίσκαραν μαζί μας. Δεν συναγωνιζόμαστε την όπερα. Επιχειρούμε μια φαντασία πάνω σ’ αυτήν με τις βασικές άριες και με σύγχρονη μουσική γραμμένη πάνω σ΄αυτήν του Μπιζέ. Δραματουργικός πυρήνας είναι η αγάπη για την ελευθερία όσο κι αν κοστίζει, ακόμα και σε μια φτωχή, πεζή καθημερινότητα».
Αυτή η ιστορία έρωτα και θανάτου γράφτηκε από τον Προσπέρ Μεριμέ το 1845. Ο συγγραφέας που είχε ταξιδέψει πολύ στην Ιαπωνία ισχυριζόταν ότι οι πρωταγωνιστές είναι πρόσωπα υπαρκτά. Τόνιζε μάλιστα ότι ο Ντον Χοσέ του είχε εξομολογηθεί ότι η διαβολική Κάρμεν ευθυνόταν για τις συμφορές του. Την είχε συναντήσει ενώ ήταν ακόμη στρατιώτης. Για χάρη της λιποτάκτησε κι έγινε λαθρέμπορος, ληστής και τελικά δολοφόνος.
Ο Μπιζέ γοητεύτηκε από την Κάρμεν, που δεν σταματά να παίζει επικίνδυνα παιχνίδια σε μια γραφική Ισπανία περιτριγυρισμένη από ανθρώπους γεμάτους πάθη. Παρ’ ότι οι λιμπρετίστες προσπάθησαν να μαλακώσουν τον βίαιο χαρακτήρα του έργου, ο ρεαλισμός που εισήγαγε ο συνθέτης στα χορωδιακά μέλη απογείωσε προκλητικά την ιστορία. Οι δυο συγγραφείς επινόησαν τη Μικαέλα, πρόσωπο που δεν υπήρχε στη νουβέλα και σε αντίστιξη με ην εκρηκτική Κάρμεν εκπροσωπεί το ρομαντισμό, την αθωότητα, τη φρεσκάδα και την αφέλεια.
Η Κάρμεν είναι αερικό. Εκκεντρική, ασυγκράτητη, άστατη, με έντονη σεξουαλική αυτοπεποίθηση, που κάνει το κέφι της, όπως λέει. Αδίστακτη, μπλεγμένη σε σκοτεινές υποθέσεις, ληστείες μέχρι αναστολές, παραμένοντας όμως πιστή στον αρχιληστή άντρα της Γκαρθία (Χρήστος Σουγάρης). Μέχρι που εισβάλλει στη ζωή της ο Ντον Χοσέ (Μελέτης Ηλίας) διεκδικώντας την υποταγή και την αφοσίωσή της. Όμως εκείνη είναι άπιαστο πουλί. Και το πληρώνει.
Η διασκευή βασίστηκε τόσο στη νουβέλα όσο και στο λιμπρέτο. Η παράσταση δουλεύτηκε από τους ηθοποιούς με μελέτη του υλικού και αυτοσχεδιασμούς που δημιούργησαν σκηνές και διαλόγους. Οδηγήθηκαν σε μια αφαιρετική εκδοχή χωρίς το ισπανικό χρώμα αλλά με δυναμικά παρόν το λούμπεν στοιχείο του Μεταξουργείου…
«Νιώθω όπως στις παλιές γειτονιές»
Τα τραγούδια διασκευάστηκαν από τον Κώστα Μαγγίνα σ’ άλλο μουσικό ύφος – με στοιχεία τζαζ – που ερμηνεύονται από ζωντανή ορχήστρα. Ο Στρατής Πασχάλης, που έχει τη δραματουργική επιμέλεια του κειμένου, έγραψε καινούργιους στίχους στα ελληνικά. Η Ελένη Μανωλοπούλου έχει την ευθύνη των κοστουμιών, ενώ ο ρόλος της Μικαέλα ερμηνεύει η Πηνελόπη Μαρκοπούλου, του Εσκαμίγιο και του Θουνίγα ο Ευθύμης Παππάς.
«Προσπάθησα να ξεπεράσω τη σωματική έκθεση, δεν εννοώ το γυμνό, γιατί δεν υπάρχει», λέει η Μ. Ναυπλιώτου. «Το θέμα είναι η πρόκληση, η λαγνεία της ηρωίδας, η διεκδίκηση του αρσενικού αλλά και της νίκης. Η Κάρμεν είναι όμορφη, ακατέργαστη, σκοτεινή και φωτεινή, ο ίδιος ο πόθος. Αυτή διαλέγει απ’ όσους την κυνηγούν. Πετώντας ένα λουλούδι, λέει ‘Εσύ’. Ό,τι φρικτό κι αν κάνει στη ζωή της δεν προδίδει τον άντρα της και τη φυλή της. Είναι απόλυτη, συνδεμένη με τη φύση, με το ένστικτο. Όμως η ομορφιά, το πάθος δεν παίζονται. Δημιουργούνται μέσα από συσχετισμούς και επικοινωνία με τον παρτενέρ σου. Η γλώσσα είναι βίαιη. Χωρίς υπερβολές, αλλά ακολουθεί τη δύναμη των παθών και των συναισθημάτων. Η Κάρμεν ζει μέσα στη φτώχεια, τη μιζέρια, αλλά η θηλυκότητά της κυριαρχεί. Αρκούν η καπατσοσύνη της, ένα γιασεμί, ένα κραγιόν. Νιώθω όπως στις παλιές γειτονιές όταν έπαιζα με τα ξαδέλφια μου στις αυλές. Βρίσκαμε ένα μικροπράγμα και το κάναμε κάτι πολύτιμο».
27.06.2010, Μαρίνου Έφη «Η Κάρμεν, ένα άπιαστο πουλί», Ελευθεροτυπία
Για το link πατήστε εδώ