Κάιν και Άβελ

Η «Άγρια δύση» του Σέπαρντ στο «Θέατρο Εξαρχείων»

Αφιερωμένο στο σύγχρονο Αμερικανό δραματουργό Σαμ Σέπαρντ και στην παράσταση του έργου του «Άγρια δύση» από το «Θέατρο Εξαρχείων», είναι το σημερινό κριτικό σημείωμα. Για τον Σέπαρντ και για το αμερικανικό θέατρο έχω γράψει στην «Αυγή» αναλυτικά πολλές φορές. Το κείμενο που ακολουθεί μπορεί να διαβαστεί και ως συνέχεια της κριτικής μου που δημοσιεύτηκε στο κυριακάτικο φύλλο της 3ης Νοεμβρίου 1996, για το «Πόθοι κάτω από τις λεύκες» του Ο’ Νιλ με το «Θέατρο Αθηνών».

Έγραφα ανάμεσα στα άλλα, ότι στο έργο του Ο’ Νιλ αλλά και των περισσοτέρων Αμερικανών δραματουργών μπορούμε να ανιχνεύσουμε κάτω από την κοινωνιολογική επιφάνεια ή τη ψυχολογία των χαρακτήρων, μια ρωγμή της ίδιας της ύπαρξης, με ισχυρές, εμμένουσες καταβολές, που υπερβαίνουν το πολιτιστικό εποικοδόμημα και που οι ρίζες της τρέφονται συνήθως από ένα υπέδαφος βιβλικό. Κι αυτό έχει μια εξήγηση ιστορική, αν λάβουμε υπόψη μας το αρχέτυπο συλλογικό βίωμα των πρώτων δυτικοευρωπαίων αποίκων της νέας γης. Το θρησκευτικοπολιτικό μοντέλο της λουθιρανικής μεταρρύθμισης, ιδίως μάλιστα στην καλβινιστική εκδοχή του, με δεσπόζουσα τη μορφή του πατέρα – Θεού και του πατέρα – αφέντη, δυνάστη, που απαιτεί από τους γιους του τυφλή υπακοή. Ένας από αυτούς, ο φέρων το «χάρισμα», την εντολή, θα τον κληρονομήσει. Αυτό είναι, σε γενικές γραμμές, το μοντέλο της αμερικανικής κοινωνίας που αναπαράγεται, σε διάφορες παραλλαγές, στο θέατρό της. Στο «Πόθοι κάτω από τις λεύκες» του Ο’ Νιλ έχουμε την πάλη μέχρι θανάτου για την εξουσία, για την αρχή, ανάμεσα στον πατέρα και τους γιους του. Στην «Άγρια δύση» του Σέπαρντ βρίσκουμε ένα παρακλάδι της ίδιας πάντοτε «παραδειγματικής» ιστορίας, που είναι η πάλη ανάμεσα στα αδέρφια, παιδιά του ίδιου πατέρα και της ίδιας μάνας, και ο φόνος του Άβελ από τον Κάιν. Αιτία της οποίας είναι η διαμάχη για την πατρική εύνοια. Βέβαια το πράγμα στο έργο του Σέπαρντ είναι πολύ πιο σύνθετο, οι σύγχρονοι χαρακτήρες των δύο βασικών ηρώων μετέχουν αμοιβαία και στον «καλό» Άβελ και στον «κακό» Κάιν, το ερώτημα ποιος εν τελεί ο φονιάς και ποιο το θύμα, μέσα σε μια πατερναλιστική κοινωνία όπως η αμερικανική που ισχυρίζεται ότι δίνει ίσες ευκαιρίες σ’ όλα τα παιδιά της, παραμένει σκόπιμα αναπάντητο κι αυτή είναι ίσα ίσα η γοητεία του έργου αυτού.

Η παράσταση στο «Θέατρο Εξαρχείων», δεμένη στους ρυθμούς της και ενιαία ως ύφος, διέπεται από μια εσωτερική συνοχή που συνδέει με τον τρόπο ενός έμπειρου αρχιτέκτονα τα επιμέρους μέλη σ’ ένα ισχυρό και άρτιο αισθητικά οικοδόμημα. Η σκηνοθετική ματιά (Τάκης Βουτέρης) δεν περιορίζεται στο σχεδίασμά της πρόσοψης του «κτιρίου», αλλά διεισδύει σαν κρυφή κάμερα στις υπόγειες στοές του, στα σκοτεινά κλειδωμένα δωμάτια και ακόμα στις «αραχνιασμένες» του σοφίτες, όπου, ίσως, κρύβονται τα τεκμήρια ενός ξεχασμένου εγκλήματος, η ενοχή του οποίου κληροδοτείται από γενιά σε γενιά. Η σκηνοθεσία, πατώντας γερά σ’ ένα υπόβαθρο ακλόνητης πραγματικότητας, χωρίς ν’ απομακρύνεται δηλαδή από τις απαιτήσεις της ρεαλιστικής ηθογράφησης, άφησε εν τούτοις αρκετό περιθώριο κίνησης των ηρώων μέσα σ’ ένα χώρο γενικής απροσδιοριστίας των κινήτρων που τους ωθούν και μέσα σε περιρρέουσα ατμόσφαιρα διάψευσης απατηλών ονείρων και ρευστοποίησής τους σε τιμή ευκαιρίας. Αυτό ήταν ένα επίτευγμα της σκηνοθεσίας που πραγματοποιήθηκε με τη βοήθεια επίσης της καλής, σε γενικές γραμμές, και οπωσδήποτε θεατρικής μετάφρασης (Αννίτα Δεκαβάλλα), της όψης (σκηνικά – κοστούμια του Άγγελου Αγγελή) και της σημαίνουσας μουσικής του Πλάτωνα Ανδριτσάκη. Στους ρόλους, ο Μάνος Βακούσης, ως περιθωριακός «Λι», σε μια ποικιλία χρωματικών τόνων, έδινε, σε πρώτο επίπεδο, ανάγλυφο το διφορούμενο χαρακτήρα του «κακού» και «περιφρονημένου» αδελφού, με κάποια ξαφνικά περάσματα – άλματα σ’ ένα κρυμμένο βάθος ψυχής που λαμπύριζε αποκαλύπτοντας, χωρίς να ερμηνεύει, το έρεβος (μια λέξη που προέρχεται από την πανάρχαιη κοινή σ’ όλες σχεδόν τις ανθρώπινες γλώσσες ρίζα «ερέμπ» η οποία σημαίνει τη δύση). Ο Στάθης Λιβαθηνός (Όστιν) ζωγράφησε τον «καλό», τον επιτυχημένο αδελφό σε ένα ύφος αρμόζον ψευδεπίγραφης αγιοσύνης, επιτρέποντας όμως να φανεί καθαρά το βαθύτερο υπόστρωμα της αλαζονείας. Ο Γιώργος Σαμπάνης, ως κινηματογραφικός ατζέντης Σολ Κίμερ, «έπαιξε» θεαματικά με τις ατάκες, σε στυλ νουμερίστα μιούζικ – χολ που καρφώνει μαχαίρια σε σανίδα εξ αποστάσεως, με δεμένα μάτια, γύρω από ένα ακινητοποιημένο θύμα που περιμένει το μοιραίο λάθος. Η Αλεξάνδρα Παντελάκη (μαμά) ήταν όλη το ανεπανάληπτο μειδίαμά της.

Σημειώνω κλείνοντας και το πολύ καλό πρόγραμμα της παράστασης, με ολόκληρη τη μετάφραση του κειμένου και με χρήσιμα, κατατοπιστικά σημειώματα, επιλογή, μετάφραση ύλης και επιμέλεια έκδοσης της Αννίτας Δεκαβάλλα. Βοηθός σκηνοθέτη η Αλεξάνδρα Παντελάκη.

Υ.Γ.: Στο σημείωμά μου της Πέμπτης, ο μοιραίος δαίμων έφαγε μια ολόκληρη αράδα του κειμένου, έτσι ώστε να μη βγαίνει νόημα. Έγραφα ότι «ο αντικομμουνισμός του Ιονέσκο τρέφεται από τη ρίζα ενός ανθρωπισμού που είναι (ο ανθρωπισμός) «ραγισμένος» ο ίδιος και όχι απόλυτος, προϋποθέτοντας μια προηγηθείσα «πτώση» του ανθρώπου και έξωση από τον παράδεισο». Ο δαίμων… έκανε τον αντικομμουνισμό ραυγισμένο, παραλείποντας όλα τ’ άλλα…

01.12.1996, Πολενάκης Λέανδρος «Κάιν και Άβελ», Η Αυγή

 

Για το link πατήστε εδώ