Ο Ντέιβιντ Μάμετ είναι ένας επιγονικός Αμερικανός συγγραφέας
Το να είσαι επίγονος δεν είναι πάντα επιτιμητικό. Αντίθετα, έχεις την τιμή να συντηρείς, να συνεχίζεις και να δικαιώνεις μια σειρά προλαλησάντων, μια προϋπάρχουσα συντεχνία μαστόρων και σου δίδεται το δικαίωμα να τους προσθέσεις, με το έργο σου, κύρος και να βεβαιώσεις την αντοχή των θεμάτων τους, της φόρμας τους, του στυλ τους. Η διαφορά του Μάμετ και του Σέπαρντ από την προηγούμενη γενιά (π.χ. τον Άλμπη) και την προ-προηγούμενη γενιά (τον Τεν. Γουίλιαμς και τον αειθαλή Μίλερ), αλλά και τον αρχηγέτη τον Ο ΄Νιλ και την παρέα του Νιού Ντιλ (π.χ. τον Όντετς) είναι το εύκολο διακρινόμενο γεγονός ότι η μακρά σειρά των Αμερικανών συγγραφέων του θεάτρου, πέρα από την επιρροή που δέχτηκαν (μέχρι παραδόσεως και θαυμασμού) από τους αρχαίους τραγικούς, τον Στρίντμπεργκ, τον Ίψεν και τον Τσέχωφ, η δραματουργία τους ανήκει στη λογοτεχνική παράδοση, στον ομφάλιο λώρο που συνδέει που συνδέει το θέατρο με την ποιητική αλλά και τη ρεαλιστική λογοτεχνική ιστορία.
Ο Μάμετ και ο Σέπαρντ και άλλοι σύγχρονοι Αμερικανοί θεατρικοί συγγραφείς ανήκουν στην ιστορία των σεναριογράφων, της κινηματογραφικής γραφής. Αυτό δε σημαίνει πως η συνέχεια των «λογοτεχνών» έπαψε να υπάρχει. Πρόσφατα, το έργο του Ουάλας Σον «Το πένθος του αρουραίου» ανήκει στην παλιά εκείνη ποιητική παράδοση, στο στοχαστικό θέατρο και στο λογοτεχνικό στυλ. Εξάλλου σ’ αυτό το στυλ ανήκει και ο σεναριογράφος Γούντι Άλεν (θαυμαστής του Στρίντμπεργκ και του Μπέργκμαν). «Τα οικόπεδα με θέα», που παίζονται αυτή τη στιγμή με μεγάλη καλλιτεχνική (και εισπρακτική) επιτυχία στην Αθήνα και στο θέατρο «Πορεία», δίνουν θαυμάσια ευκαιρία για συγκρίσεις ανάμεσα στο παλιότερο και νεώτερο στυλ γραφής.
Δεδομένου πως το έργο αυτό έχει πάνω-κάτω, και με τηρούμενη την απόσταση του χρόνου (άρα και τις κοινωνικές αλλοιώσεις στην αμερικανική ζωή), το ίδιο θέμα και με τον «Θάνατο του εμποράκου» του Άρθουρ Μίλερ. Και τα δύο αποκαλύπτουν με τρόπο ωμό το κτηνώδες πρόσωπο του αμερικανικού πραγματισμού (θανατηφόρο μείγμα προτεσταντισμού και καπιταλιστικής φιλελεύθερης οικονομίας). Η ευρωπαϊκή θεατρική παράδοση έδωσε στον Μίλερ τα κλειδιά ώστε να αποκρυπτογραφήσει τον κώδικα της αμερικανικής κοινωνίας και να διαβάσει τα βαθύτερα αίτια που οδηγούν τον Αμερικανό άνθρωπο στην αλλοτρίωση, το υπαρξιακό άγχος, την αποτυχία κ.τ.λ.
Η τεχνική του Μίλερ είναι η τεχνική του «Γιάννη Γαβριήλ Μπόργκμαν» του Ίψεν, αλλά στη δική του εθνική παράδοση η τεχνική του «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» του Ο΄ Νιλ. Με τα ίδια, πιο ωμά πλέον, κοινωνικά συμφραζόμενα ο Μάμετ ηθογραφεί, φωτογραφίζει, απομαγνητοφωνεί, αποτυπώνει με κάμερα και μικρόφωνα ντοκιμαντέρ την αμερικανική ζωή, όπως ρέει. Υπάρχει και στην τεχνική του Μάμετ ευρωπαϊκό παρελθόν. Αρκούντως αλλοιωμένο βέβαια. Είναι η τσεχωφική παράδοση της καθημερινότητας, το θεατρικό μοντέλο του συστήματος Στανισλάβσκι όπως απλοποιήθηκε ως υποκριτική φαινομενολογία στο Άκτορς Στούντιο και επηρέασε καταλυτικά τον αμερικανό ρεαλιστικό κινηματογράφο μετά τον Καζάν.
Ο Μάμετ είναι η αποθέωση ενός ηθογραφικού νεορεαλισμού, χωρίς βέβαια τον κοινωνικό προβληματισμό του πάλαι ποτέ ακμάσαντος ιταλικού νεορεαλισμού. Φέτες ζωής είναι η δραματουργία του Μάμετ. Θεατρικό, δραματουργικό φαστ φουντ, με την έννοια ότι είναι φρέσκο προϊόν, εύπεπτο, με εγγυημένα υλικά, χορταστικό και, εντέλει, λαϊκό ως τροφή και ως πρόληψη της κοινής ιδεολογίας. Και ο Μάμετ αποδεικνύεται μεγάλος μάστορας αυτού του στυλ γραφής και αυτού του είδους κοινωνικής καταγγελίας. Μου θυμίζει ένα ιδιοφυές γκάλοπ που έγινε παλιότερα στις ΗΠΑ, όπου το 90% των ερωτηθέντων απαιτούσε μια κοινωνία με κοινωνικές κρατικές ασφαλίσεις, με προστασία των ανέργων, με δίκαιη διανομή του πλούτου, με άγρια φορολογία της υπεραξίας, με κρατικό έλεγχο στην εκπαίδευση, πάταξη ρατσισμού κ.λπ. και 99% των ερωτηθέντων θεωρούσε τον σοσιαλισμό κατάρα!!
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί, επιπόλαια, και τι μας νοιάζει εμάς ένα θεατρικό έργο που καταγράφει την τραγική κοινωνική ανασφάλεια του μέσου εργαζόμενου και μάλιστα του πλασιέ (του μεσάζοντα ανάμεσα στον άγριο κεφάλαιο και στον ασφαλή αλλά αφοσιωμένο από τον καταναλωτισμό μέσο Αμερικανό πολίτη). Μας νοιάζει και μας καίει, γιατί αυτή η κοινωνία κι αυτή η ανασφάλεια έχουν καταντήσει πλέον, με την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, πανώλις, δηλαδή κοινός όλεθρος.
Και καλά κάνουν οι υπεύθυνοι του γόνιμου θεατρικού οργανισμού «Δόλιχος» και ο Δημήτρης Τάρλοου να μας φέρνουν τα μαντάτα που μας ενδιαφέρουν.
Ο Στάθης Λιβαθινός, έχοντας στη διάθεσή του μια πράγματι έξοχη μετάφραση του Τάρλοου, έστησε μια παράσταση ντοκουμέντο, εικόνα πραγματικής, ωμής, αιμάσσουσας, αγωνιώδους ζωής. Μόνο ένας αφελής και αμελέτητος δεν θα αντιληφθεί πως η μέθοδος Στανισλάβσκι που σπούδασε ο Λιβαθινός βρήκε τη στέγη στο Σύστημα της αμερικανικής υποκριτικής. Το σκηνικό της Ελ. Μανωλοπούλου ευάγωγο σκηνικά και λιτό στη ρεαλιστική του απεικόνιση. Συνταρακτική η μουσική υποστήριξη του Ντέιβντ Λιντς. Ο Τάρλοου βρίσκεται στην καλύτερη ώρα του: παίζει τον χαρτογιακά, γιάπη, ανασφαλή προϊστάμενο με την αιχμηρότητα τροχισμένου ξυραφιού, ψυχρού και κοφτερού. Ο Αρπατιάν δημιουργεί ένα υποκριτικό θαύμα. Ο Αλ. Μυλωνάς έχει μια εξαίσια αγχώδη ρητορική της ανασφάλειας. Ο Κέντρος παίζει με τη μανιέρα του, αλλά ο ρόλος τη χρειάζεται. Ο Καταλειφός, ηθοποιός με κύρος, αναμφίβολα, επαναλαμβάνει το σχήμα του Λόμαν (στον «Θάνατο του Εμποράκου») που είχε παίξει παλιότερα. Ευφυής ευκολία. Έξοχος ο πανικός του Γιώργου Μακρή και επαρκέστατος ο Ανδ. Νάτσιος.
25.02.2002, Γεωργουσόπουλος Κώστας «Η ηθογραφία του πανικού», Τα Νέα
Για το link πατήστε εδώ