Ίψεν με οσμή ναφθαλίνης

Δεν βρήκα στην παράσταση του Στάθη Λιβαθινού το κέντρισμα που θα με κάνει να τη θυμάμαι και μετά από χρόνια. Είναι τυπική για το εν λόγω θέατρο, στην παράδοση που έχει καθιερώσει η Μπέττυ Αρβανίτη: σοβαρή και ποιοτική. Αλλά ένιωσα πως γυρίζουμε πίσω, πιο πίσω και από την αμέσως προηγούμενη, τη «Φόνισσα».

Μου είναι δύσκολο να δω κάτι ξέχωρα από την ανάστατη εποχή μας. Για παράδειγμα, θεωρητικά δεν βρίσκω κάτι περισσότερο στεγανό στους καιρούς από μια παράσταση σαν αυτούς τους «Βρυκόλακες» στην οδό Κεφαλληνίας. Έργο κλασικό σε παράσταση τυπική για το εν λόγω θέατρο, στην παράδοση που έχει καθιερώσει εδώ πια και χρόνια η Μπέττυ Αρβανίτη: σπουδή και σοβαρότητα με κέντρο την πρωταγωνίστρια, αίσθηση φτωχού σε μέσα, αλλά ακριβού σε προθέσεις εγχειρήματος, ποιοτικό ρεπερτόριο ως αυτοσκοπός. Δεν είναι ασφαλώς δυσάρεστα όλα αυτά, ακόμα κι αν με τους «Βρυκόλακες» νιώθω πως γυρίζουμε πίσω, πιο πίσω για παράδειγμα από την αμέσως προηγούμενη «Φόνισσα».

Ίσως έχω άδικο. Υπάρχει κάτι στη διδασκαλία του Στάθη Λιβαθινού που σπάζει τα στεγανά κι επικοινωνεί με το σήμερα. Ως γνωστόν, οι «Βρυκόλακες» είναι το τυπικό «έργο με θέση» του ρεαλισμού, απάντηση στις αντιδράσεις που προξένησε το «Κουκλόσπιτο» κι επέκταση του επιχειρήματός του: Ορίστε λοιπόν η περίπτωση ενός γάμου που «επιβίωσε» όπως τόσοι άλλοι, κρύβοντας ψεύδη και μυστικά πίσω από την επιφάνεια της κοσμιότητας, της κοινής πουριτανικής ηθικής, της «αγιασμένης υπόληψης», κι ασφαλώς πίσω από την υπομονή και τους συμβιβασμούς της γυναίκας. Πού καταλήγει λοιπόν η αρρώστια, όταν δεν αντιμετωπίζεται; Τα φαντάσματα μιας καταπιεστικής ηθικής φέρνουν μια μολυσματική ασθένεια, που σαπίζει τη νεολαία.

Εδώ αν θέλετε κρύβονται οι δικοί μου σημερινοί «Βρυκόλακες». Συνηθίζουμε να βλέπουμε το έργο μέσα από τα μάτια της κυρίας Αλβινγκ, -αυτή είναι το εργαλείο της συναισθηματικής μας μόχλευσης. Κι όμως εδώ συμβαίνει κάτι άλλο: Το ενδιαφέρον μεταφέρεται από την Αλβινγκ, τον Ενγκστραντ και τον πάστορα Μάντερς, στους δύο νέους: Πρώτα στον Όσβαλντ, που γίνεται θύμα καταπίεσης τόσο εξ αποστάσεως όσο και εκ του σύνεγγυς: από τον πατέρα, τον πραγματικό και φάντασμα, και από τη μητέρα, τη στοργική και καταπιεστική. Και ύστερα ο νους πάει στην αξιολύπητη Ρεγκίνε, που αδυνατεί να ξεφύγει από τη μέγκενη της νιότης της. Υπάρχει μια πάλη γενεών στους «Βρυκόλακες», με τη νέα γενιά να χάνει -σε αυτές τις συνθήκες- κατά κράτος. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, η αρρώστια του Όσβαλντ, που στο τέλος τον κάνει ανήμπορο, μοιάζει με την αρρώστια μιας νεολαίας καταδικασμένης σε πνευματικό νανισμό.

Να, λοιπόν, η παλιά επαναστατικότητα του έργου, κυνική και αιχμηρή όπως πάντα. Πράγμα ανακουφιστικό, επαναλαμβάνω, για μια παράσταση που έχει πάνω της μια οσμή ναφθαλίνης, σαν να βγήκε από ντουλάπα περασμένης δεκαετίας. Το πρόβλημα δεν βρίσκεται πάντως στη διδασκαλία των ηθοποιών –Λιβαθινός είναι αυτός: Πρόσωπα μελετημένα στην εντέλεια, μέχρι τα πιο μακρινά περιθώριά τους. Η Άλβινγκ της Μπέττυς Αρβανίτη είναι μια απονευρωμένη γυναίκα, παρατημένη πια, που έχει κρύψει τη νιότη της σε λαγούμι. Είναι ακόμα μια μετανιωμένη πρώην πουριτανή, που έκανε άθελά της (συνειδητά όμως) τόσο κακό όσο δέχτηκε. Η αμαρτία της είναι βαθιά όσο και του άνδρα της.

Ερμηνεία απολύτως σεβαστή, που δεν αποδίδει όμως στην πράξη. Αντιθέτως, είχα έντονα την εντύπωση στη διάρκεια της παράστασης ότι η πρωταγωνίστρια δεν έχει πειστεί για τον ρόλο της. Πιο ενδιαφέρουσα είναι η σκηνική απόδοση του πάστορα Μάντερς από τον Νίκο Χατζόπουλο. Υπάρχει στη δική του προσήλωση στον νόμο και την τάξη μια κωμική νότα. Αν και ο Χατζόπουλος στηρίζει σε αυτή περισσότερα από όσα ο ίδιος ο ρόλος ίσως αντέχει, δίνει τουλάχιστον στη βαρύθυμη παράσταση μια πνοή, ένα ξάφνιασμα, κάποιο νεύμα. Ο Γιώργος Κέντρος παίζει τον Ενγκστραντ με την κατακτημένη τεχνική του, πράγμα όχι κατ’ ανάγκην καλό. Ο άνθρωπός του πάντως είναι φτιαγμένος από σκληρό ξύλο, λουστραρισμένο με το βερνίκι αστραφτερής υποκρισίας.

Στρέφομαι προς τη Μαρία Κίτσου: δίνει στο πρόσωπο της Ρεγκίνε τον πυρετό σώματος που ασφυκτιά από τα παπλώματα της συγκατάβασης. Έχει αναπτύξει θαυμάσια τη διπλοπροσωπία σαν μέσον επιβίωσης, αν όχι και σωτηρίας. Και απομένει το κεντρικό –κατά τη γνώμη μου– πρόσωπο της παράστασης, ο Όσβαλντ. Ο Κώστας Βασαρδάνης στηρίζει την ερμηνεία του στη μουσική του παιδεία. Ο ηθοποιός δίνει επίσης στο πρόσωπό του την εικόνα ενός ρομαντικού νέου της εποχής, με όλη τη μελοδραματικότητα που γεννούν η αυθορμησία αλλά και η απελπισία. Είναι αλήθεια πως αυτός ο Όσβαλντ του Βασαρδάνη μοιάζει από άλλο έργο κι άλλο κόσμο –μήπως όμως είναι αυτό ακριβώς το προκείμενο; Μήπως ο Όσβαλντ θα έπρεπε να ανήκει στον κόσμο των ζωντανών; Στην πιο ευφυή σκηνή της παράστασης, η επέλαση του κακού γίνεται όταν αυτός καθίσει στο πιάνο. Αληθινά ο θάνατός του είναι ο θάνατος ενός καλλιτέχνη, ενός μικρού παιδιού τη στιγμή που παίζει. Ό,τι και να αποφασίσει η μάνα του για τη συνέχεια, το μέλλον είναι πια νεκρό.

Κι όμως, με όλα αυτά μου λείπει ακόμα από την παράσταση το ειδικό ενδιαφέρον, το κέντρισμα που θα με κάνει να τη θυμάμαι και μετά από χρόνια. Μου μοιάζει κιόλας πως στενεύεται πολύ στον μπελαλίδικο χώρο της Κεφαλληνίας. Κάποια στιγμή μάλιστα αναγκάζεται να μπει εκτάκτως στα χωράφια του… ποιητικού ρεαλισμού, για να δώσει από εκεί τις σκηνές του Όσβαλντ με τη Ρεγγίνε. Τα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου τηρούν ευλαβικά τον τύπο του ιψενικού δράματος. Για τα σκηνικά της δεν μιλώ, γιατί σκηνικά προφανώς δεν υπάρχουν: υπάρχει μόνο σκηνικός διάκοσμος.

Ασκεί μια απόλυτα κατανοητή σαγήνη αυτό το θέατρο, το νιώθω. Ίψεν προβληματισμένος και μελετημένος. Κάπως παλιομοδίτικος. Επίκαιρος πάντως.

09.12.2013, Ιωαννίδης Γρηγόρης «Ίψεν με οσμή ναφθαλίνης», Η Εφημερίδα των Συντακτών

 

Για το link πατήστε εδώ