Η υποκριτική ως μουσική

Ο μεγάλος μας δάσκαλος Δημήτρης Ροντήρης, που όσο περνούν τα χρόνια τόσο περισσότερο υψώνεται μπροστά μας σαν το μέγα κριτήριο της υποκριτικής τέχνης και ο μέγας τροχός στον οποίο ακονίζεται η προφορική μας γλώσσα, έλεγε συχνά πως η υποκριτική είναι η μουσική έκφραση των συναισθημάτων.

Αυτός ο ορισμός ορθώθηκε προχθές το βράδυ ολοκληρωμένος, πραγματωμένος, βλέποντας και κυρίως ακούγοντας την Ασπασία Παπαθανασίου στο μονόλογο «Ελεονώρα Ντούζε, η τελευταία νύχτα», που για λίγες, προς το παρόν, ημέρες ερμηνεύει στο θέατρο «Ιλίσια».

Η Ασπασία Παπαθανασίου ευτύχισε να είναι εκλεκτή μαθήτρια και εν συνέχεια πρωταγωνίστρια του Ροντήρη στις μεγάλες περιοδείες του δασκάλου σ’ όλο τον κόσμο. Υπήρξε η ηθοποιός εν η ευδόκησε, διότι η Παπαθανασίου εξελίχθηκε με καιρό και το κόπο σ’ ένα τέλειο όργανο, ένα Σραντιβάριους της υποκριτικής. Αυτό σημαίνει ένα σώμα – ηχείο και μια φωνή καλλιεργημένη, ώστε να κινείται με ευχέρεια σε δύο και μισή οκτάβες. Ένα τέτοιο μπορεί ανά πάσα στιγμή να παραγάγει τον απαιτούμενο ήχο, ο οποίος αντιστοιχεί σε ένα συναίσθημα ή σε ένα σύνολο συναισθημάτων, σε ένα σύμπλεγμα, οπότε το όργανο παράγει συγχορδίες.

Η Παπαθανασίου ευδοκίμησε στους μεγάλους τραγικούς ρόλους, έπαιξε Ηλέκτρα, Κλυταιμνήστρα στην «Ορέστεια», Μήδεια, Εκάβη και Εκάβη στις «Τρωάδες», Ιοκάστη στις «Φοίνισσες», Ιοκάστη στον «Οιδίποδα Τύραννο» με Οιδίποδα τον μεγάλο Ιάπωνα ηθοποιό Χίρα. Έπαιξε Κλυταιμνήστρα στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή και Κλυταιμνήστρα στην Ιφιγένεια την εν Αυλίδι, έπαιξε πρόσφατα κορυφαία στις «Ικέτιδες» του Αισχύλου, όπως έπαιξε παλιότερα την Άτοσσα στους «Πέρσες». Μια πλήρης ηθοποιός.

Τώρα διάλεξε να παρουσιαστεί ενώπιον του αθηναϊκού λαού με ένα συναισθηματικά φορτωμένο μονόλογο του Ντε Κιάρα, που αναφέρετε στην έσχατη νύχτα της μεγάλης Ντούζε, άρρωστης και ξεχασμένης, σε ένα ξενοδοχείο τρίτης κατηγορίας , στο Πίτσμπουργκ των ΗΠΑ.

Ο Κιάρα έχει γράψει έναν ευφυή και απλό μονόλογο. Ένα παραλήρημα, όπου η Ντίβα αναθυμάται ένα ένδοξο καλλιτεχνικό και ερωτικό της παρελθόν, συγχέοντας τη ζωή της με τους ρόλους της. Η μεγάλη εκείνη ρεαλίστρια ηθοποιός, η αρτίστα που θαύμαζε ο νατουραλίστας Στανισλάβσκι, έφθανε σε ταυτιστικές υποκριτικές καταστάσεις εν όσω έπαιζε. Δεν υποκρινόταν, ενσάρκωνε. Έτσι στη μοναξιά της, μακριά από τον Ιταλικό ήλιο, μακριά από την κόρη της, μακριά από τη σκηνή, στη ξενιτιά και στην εξορία μιας βιομηχανικής πόλης του Νέου Κόσμου, σβήνει με αξιοπρέπεια, αλλά και βαθύ παράπονο ανολοκλήρωτη, αξεδίψαστη και διαψευσμένη από τις ψευδαισθήσεις της πρόσκαιρης δόξας και τις φαντασιώσεις της καλλιτεχνικής ουτοπίας.

Η Παπαθανασίου δίνει ένα μοναδικό ρεσιτάλ∙ το υπέροχο και αναλλοίωτο μέταλλο της φωνής της πάλλεται από την ταραγμένη της ψυχή, αλλά η κομψότητα του ταμπεραμέντου και η αξιοπρέπεια της κυρίας δεν αφήνουν να φανούν οι τραγικές ρωγμές που ο χρόνος και η απελπισία άφησαν πάνω στο κορμί της Ντούζε. Το μεγάλο μάθημα απλότητας είναι αυτή η ώριμη στιγμή της Παπαθανασίου. Διδάσκει, για όσους ακόμη πιστεύουν πως η τέχνη του θεάτρου είναι μύηση στη μουσική, ότι ο ανθρώπινος πόνος, η χαρά, η μνήμη, η ρέμβη, η απελπισία, η ελπίδα, οι εφιάλτες είναι μουσικές σελίδες που αναδεύονται από το σώμα και τις φωνητικές χορδές ως ένα υλικό φανέρωμα της άυλης ψυχής. Η αφανής αρμονία που είναι κρείττων μιας φανεράς, όπως έλεγε ο Ηράκλειτος.

Η Παπαθανασίου επαναλαμβάνει τον άθλο της Ντούζε. Είναι η Ντούζε, άρρωστη, παραγκωνισμένη, αλλά θείον τέρας, μυθικό όργανο παραγωγής συγκίνησης. Με άνεση βιρτουόζου περνάει από τις πλέον χαμηλές νότες, στις μεσαίες και στις ψηλές, κάνει αυτοσχεδιασμούς, καντέντζες, δονείται ολόκληρη και μελωδεί. Θα έλεγε κανείς ότι η τεχνική της, συγκροτημένη πριν από χρόνια, θα φαίνεται παλιά, πιθανόν γοητευτική αλλά μια γοητευτική πατέντα. Όχι η αφαίρεσή της, η πυκνότητα, το ακαριαίο, καθιστούν την ερμηνεία της μοντέρνα, καμιά φλυαρία, πουθενά στόμφος, απουσία πόζας. Μια καθημερινότητα αλλά με μέγεθος, ένας οικείος τόνος αλλά όχι φέτα ζωής, όχι ωμός αντικατοπτρισμός της πραγματικότητας, αλλά μια νέα ποιητική πραγματικότητα.

Ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός, ο νέος αυτός σεμνός τελειοθήρας καλλιτέχνης, εγκρατής της ρωσικής υποκριτικής σχολής, λειτούργησε σαν φίλτρο, σαν τρίτο ελεγκτικό μάτι και κράτησε την Παπαθανασίου στην περιωπή του ουσιώδους.

Ο Άγγελος Αγγελής σχεδίασε ένα λιτό σκηνικό χώρο, κάτι μεταξύ ρεαλισμού και υπερρεαλισμού, μία σημειολογική αναφορά στη θεατρική σκηνή, τον χώρο της Ντουζέ, της Παπαθανασίου και του θεάτρου «Ιλίσια».

Ο Γιώργος Μπουντουβής έγραψε τέσσερις πέντε έξοχες, σύντομες, αλλά καίριες μουσικές παρεμβάσεις, όχι υπογραμμίσεις των ψυχικών κραδασμών, αλλά απόηχούς τους.

Η Άννα Βαρβαρέσσου υπέγραψε τη θεατρικότατη μετάφραση. Η νεαρά ηθοποιός Βαλίτα Ψαρρού, στον βουβό αλλά έντονα συμμετοχικό ρόλο, ήταν μια παρουσία ισχυρή.

Το ρεσιτάλ υποκριτικής της Παπαθανασίου δίνει την ευκαιρία στο πραγματικό θεατρόφιλο κοινό να χαρεί τη μεγάλη ηθοποιό ∙ και στους νεώτερους κυρίως ηθοποιούς να κοινωνήσουν με τη μεγάλη μουσική υποκριτική παράδοση που στις ημέρες μας λίγοι πλέον διακονούν και ελάχιστοι, όπως η Παπαθανασίου , αναβιβάζουν στην περιοχή του Υψηλού.

09.03.1998, Γεωργουσόπουλος Κώστας «Η υποκριτική ως μουσική», Τα Νέα

 

Για το link πατήστε εδώ