«Ιλιάδα» του Ομήρου στο Φεστιβάλ Αθηνών 2013

Η σκηνική μεταφορά της «Ιλιάδας» είναι αναμφίβολα ένα τεράστιο στοίχημα που γεννά πολλά ερωτηματικά με πρωταρχικό το κατά πόσο τα έπη μπορούν να μεταβάλλονται σε κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που είναι. Αλλά τότε μπαίνει και το ερώτημα του τι ακριβώς είναι ή μάλλον ήταν. Από αρχαίες μαρτυρίες γνωρίζουμε ότι η εκφορά των ομηρικών επών γινόταν με παραστατικό τρόπο. Στον πλατωνικό «Ίωνα», ο Σωκράτης κατηγορεί τον ραψωδό για υποκριτικές υπερβολές. Επιπλέον, υπάρχουν φήμες ότι ο Αισχύλος είχε χαρακτηρίσει τα δράματα του ψίχουλα απ’ το ομηρικό τραπέζι. Στην «Ιλιάδα» άλλωστε βρίσκει κανείς όλους εκείνους τους ήρωες που θα αποτελέσουν το υλικό των τριών τραγωδών. Η πτώση της Τροίας, η μοίρα της Ανδρομάχης, ο θρήνος της Εκάβης, η επιστροφή του Αγαμέμνονα στο Άργος με τις γνωστές συνέπειες, τα όπλα του Αχιλλέα, η θυσία της Ιφιγένειας, η Ελένη κι ο Μενέλαος κοκ, όλες αυτές είναι οι ιστορίες που προέκυψαν απ’ τον πόλεμο της Τροίας.

Ο Λιβαθινός προετοίμαζε μήνες την «Ιλιάδα» και το αποτέλεσμα όχι απλώς τον δικαίωσε αλλά μας γύρισε και αρκετά χρόνια πίσω σ’ εκείνη τη μαγική στιγμή του «Ηλίθιου», τότε που έκανε το ακατόρθωτο παράσταση κι έκλεισε έτσι έναν μεγάλο κύκλο πειραματικών σκηνοθεσιών. Η «Ιλιάδα» είναι μια ακόμα σημαντική στιγμή του, η κορύφωση θα λέγαμε της μετά τον «Ηλίθιο» εποχής. Είναι όλοι οι πειραματισμοί που πήραν συγκεκριμένη μορφή, όλα τα ανέφικτα που πήραν σάρκα και οστά στη σκηνή, όλη η ποίηση που μαζί με την ομάδα του κυοφορούσε χρόνια. Η «Ιλιάδα» είναι η ώριμη στιγμή ενός σκηνοθέτη που παραμένει ανοιχτός σε ερευνητικό επίπεδο.

Η παράσταση κράτησε τις βασικές ιστορίες της «Ιλιάδας» και τήρησε τις ισορροπίες ανάμεσα στα αφηγηματικά μέρη και τα διαλογικά επιτυγχάνοντας έναν συγκερασμό του βασικού είδους (έπος) και της μετεξέλιξης του (δράμα). Το κέντρο βάρους έπεσε στον πόλεμο και τον ηρωισμό με στόχο όμως να τονιστούν ιδιαιτέρως έννοιες όπως η συμφιλίωση, η τιμή κι ο σεβασμός στους νεκρούς. Το φινάλε εξάλλου είναι χαμηλών τόνων και βρίθει συναισθηματισμού. Είναι η στιγμή που ο γέρο Πρίαμος θα πάει στο εχθρικό στρατόπεδο και θα ζητήσει απ’ τον φονιά του παιδιού του το νεκρό σώμα του για να το κηδέψει.

Υπήρξε στο σύνολο της λιτή κι ουσιαστική, χωρίς εφέ και άλλους σκηνικούς εντυπωσιασμούς αλλά με έντονα ποιητικά στοιχεία και δυο τρεις εικόνες εξαιρετικής τεχνικής, μαγείας, εκτέλεσης. Κρατώ τη σκηνή που ο Αγαμέμνονας απομακρύνεται μέσα στο πλοίο πατώντας απλώς σ’ ένα κομμάτι ύφασμα την άκρη του οποίου τραβάει ένας άλλος ηθοποιός και με τη βοήθεια του φωτισμού μας κάνει να βλέπουμε μπροστά μας πλοίο που κινείται. Κρατώ επίσης το ερωτικό σύμπλεγμα της Ήρας και του Δία μέσα σ’ ένα ελαστικό αυτοκινήτου, τις Θεές όπως κατέβαιναν τη στριφογυριστή σκάλα του Ολύμπου, τις δυο τελικές μάχες ανάμεσα στον Πάτροκλο και τον Έκτορα κι ανάμεσα στον Αχιλλέα και τον Έκτορα.

Η γλώσσα του Μαρωνίτη ήταν σύγχρονη και ζωντανή, το σκηνικό της Μανωλοπούλου ευρηματικό και μαζί με τους εξαιρετικούς φωτισμούς του Αναστασίου αξιοποίησαν στο έπακρο τις τεράστιες δυνατότητες του εργοστασιακού χώρου.

Οι ηθοποιοί έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους, συγκίνησαν το κοινό και τίμησαν το κείμενο και την ιστορία του. […]

14.06.2013, Τζαμικόσογλου Αλεξία «Ιλιάδα του Ομήρου στο Φεστιβάλ Αθηνών 2013», theatro.wordpress.com

 

Για το link πατήστε εδώ