Ιλαροτραγωδία: Οι «Τρεις Αδελφές» του Τσέχωφ παίζονται στο θέατρο «Αμόρε» από το «Θέατρο του Νότου»

Οι «Τρεις Αδελφές» του Τσέχωφ παίζονται στο θέατρο «Αμόρε» από το «Θέατρο του Νότου»

Ο Γιάννης Χουβαρδάς σκηνοθετώντας τις «Τρεις Αδελφές» του Τσέχωφ μας έδωσε την καλύτερη, κατά τη γνώμη μου, σκηνοθεσία του. Χωρίς υπερβολές, χωρίς υπονομεύσεις, χωρίς αχρείαστες λοξές ματιές, χωρίς αποδομητική μανία προσέγγισε την τσεχωφική παρτιτούρα και φιλοδόξησε να την υπηρετήσει εκκινώντας από δεδομένα του κειμένου.

Είναι γνωστό πως για πολλά χρόνια ο Τσέχωφ υπέστη μια μονόχορδη ερμηνευτική μέθοδο που ξεκινούσε από το Στανισλάβσκι, αλλά κατέληγε σε ένα, εν τέλει, πληκτικό και αργόσυρτο ψυχόδραμα.

Πρέπει να ομολογήσουμε πως πρώτος ο Βολανάκης τόλμησε, πριν από είκοσι χρόνια με τον «Βυσσινόκηπο», να δημιουργήσει τη ρήξη με τη νατουραλιστική και εσωστρεφή τακτική και να στρέψει τον άξονα των τσεχωφικών αριστουργημάτων προς τον ορίζοντα της ιλαροτραγωδίας. Έπρεπε να παρεμβληθεί το κύρος, το διεθνές, του Λιουμπίμοφ, για να συμβιβαστούμε με έναν Τσέχωφ που δεν απομακρύνεται, σαν σε διχασμό, από τα κωμικοτραγικά του διηγήματα.

Ο Χουβαρδάς αν, αυτή τη φορά, ασέβησε σε κάτι είναι στη συνηθισμένη χρήση της ερμηνευτικής μανιέρας που μας ταλάνισε.

Έχοντας μια μουσικά δομημένη μετάφραση των Ίσαρη – Δεπάστα και συνεργάτη εν σκηνοθεσία τον Στάθη Λιβαθινό, ηθοποιό και σκηνοθέτη με ευδόκιμη μαθητεία στο ρωσικό θέατρο και ιδιαίτερα ευαίσθητο στην τσεχωφική τεχνική, ο Χουβαρδάς δεν ξεκίνησε, όπως η παλιά σχολή και ο Στανισλάβσκι, από τις καταστάσεις. Αποπειράθηκε να κατασκευάσει τις καταστάσεις μέσα από τις δράσεις της ρητορικής. Τα πρόσωπα του Τσέχωφ ομιλούν πολύ, φλυαρούν, μονολογούν, μουρμουρίζουν. Η ρητορική τους είναι έναν τρόπος να αποκαλύπτουν, αλλά και, συχνότερα αυτό, να αποκρύπτουν την απελπισία τους, το κενό τους, την ωμότητά τους, τη βλακεία τους, την αηδία του ζην ή τον πόθο φυγής τους.

Η παράσταση των «Τριών Αδελφών» δεν παράγει το δράμα και το γελοίο από τις συμπεριφορές∙ παράγει τις συμπεριφορές από τα λεγόμενα ή τις σιωπές του λόγου.

Το αποτέλεσμα είναι αξιοσημείωτο. Οι συμπεριφορές έγιναν σημαίνουσες, αξιώθηκαν να αναχθούν σε θεατρικά σύμβολα και όχι, όπως άλλοτε, σε γραφικές, πειστικές ή όχι, νατουραλιστικές φιγούρες.

Η ανθρωπότητα του Τσέχωφ, γελοία και γκροτέσκα, σπουδαία και επισφαλής, ανολοκλήρωτη, ανικανοποίητη και προδομένη χωρίς να παύσει να είναι θέμα ζωής, έγινε και ποιητική μαγιά.

Το σκηνικό της Ιστικοπούλου ζωγραφικό κυρίως, ώστε να τονίζεται έντονα η θεατρικότητα, έδωσε ένα αισθητικά παραδεκτό φόντο και τα κοστούμια του Μεντζικώφ είχαν μια ειρωνεία και μια πλαστότητα, λες και τα πρόσωπα ντύνονταν σε βεστιάριο θεάτρου.

Αυτή η ειρωνική ματιά κυριάρχησε και στις υποκριτικές επιδόσεις. Ο Καραζήσης (Αντρέι) έπλασε με στέρεα υλικά και με ασκημένη άνεση την κενότητα και την ανοησία του αδελφού. Η Ναταλία Δραγούμη, παίζοντας στην κόψη του ξυραφιού μεταξύ γελοιότητας και χωριάτικης ντομπροσύνης, ισορρόπησε το δύσκολο πορτρέτο της Ναταλίας.

Η Μαρία Κατσιαδάκη ήταν η καλύτερη και πιο πιστή στη σκηνοθετική γραμμή αδελφή (Όλγα). Υπονόμευε συνεχώς την πίκρα της και περνούσε με ευελιξία από τη συννεφιά στα ξέφωτα του υπαρξιακού της δάσους.

Η Σταθοπούλου, έξοχη ως παρουσία, έδειξε περισσότερο παρά σχολίασε βιωματικά τον πιο περίπλοκο ρόλο (Μάσα).

Η Λ. Φωτοπούλου (Ιρίνα) απαλλαγμένη, εν μέρει, από την πάγια πλέον μανιέρα της αναλώθηκε σε κινηματογραφικές «μάσκες», μυϊκές συσπάσεις του προσώπου, μια τεχνική που παραπέμπει στον νατουραλισμό, αλλά εδώ ξέφυγε τον κίνδυνο ενταγμένη στο σκεπτικό της διδασκαλίας.

Ο Αλ. Μυλωνάς (Βερσίνιν) εξελίσσεται εντυπωσιακά∙ αποκάλυψε τον «καρατερίστικο» πυρήνα του ρόλου και πάντρεψε το γκροτέσκο με την αμήχανη τρυφερότητα.

Ο Λιβαθινός, έξοχος σε βάθος και λεπτομέρειες, σχεδίασε με οίστρο γελοιογράφου τον Κουλίγκιν.

Ο Λ. Γεωργακόπουλος, ηθοποιός με γνήσια υλικά, έπλασε τον Τούζεμπαχ. Ο Γιάννης Κυριακίδης (Τσεμπουτίκιν) δεν παρασύρθηκε σε περιττές γραφικότητες που παραμονεύουν τον ρόλο.

Ο καλύτερος της παράστασης, πραγματική έκπληξη, ο Νίκος Χατζόπουλος∙ ο Σολιόνι του είναι ο πιο τσεχωφικός τύπος που είδαμε ποτέ, τουλάχιστον από την εποχή του Τάκη Γαλανού.

Συγκινητική η παρουσία της Ζ. Βουδούρη και του Γ. Βελέντζα στη διανομή. Οι μουσικές παρεμβάσεις του Κουμεντάκη, ουσιώδεις.

12.12.1994, Γεωργουσόπουλος Κώστας «Ιλαροτραγωδία», Τα Νέα

 

Για το link πατήστε εδώ