Το έργο
Κάτι ξέρουμε και στην Ευρώπη πλέον για τις εκβιαστικές πωλήσεις ρακένδυτων ονείρων με ασφαλή θέα στην κόλαση, κάτι γνωρίζουμε για το λυσσαλέο ανταγωνισμό των υπαλλήλων στα γραφεία, για τα πριμ αποδοτικότητας για την μπουκιά που ελπίζεις να φας από το πιάτο του διπλανού, πριν φάει εκείνος τη δική σου…
Αλλά, πώς να το κάνουμε, όταν γράφει για τέτοια πράγματα ένας Αμερικανός πρέπει να προσέχουμε γιατί ξέρει το θέμα καλύτερα από τον Ευρωπαίο. Ο Ντέιβιντ Μάμετ γράφει, λοιπόν, ένα έργο με θέμα τις πωλήσεις οικοπέδων, την αρχέτυπη πλέον για την αμερικανική μυθολογία φιγούρα του πωλητή, για φύκια και μεταξωτές κορδέλες, για την αναθεματισμένη συμφωνία που πρέπει να κλείσει πάση θυσία. Ο Μάμετ γράφει για τη μάχη που δίνουν οι πωλητές του με τον πελάτη ή το θύμα, για τη μάχη που δίνουν μεταξύ τους για να φανεί ποιο όνομα θα μπει πρώτο στο πίνακα των πωλήσεων, για τη λαχτάρα της επιτυχίας και την πείνα της, για ένα τρύπιο δολάριο. Όταν οι Αμερικανοί γράφουν για την επιτυχία, δεν ελπίζουμε φυσικά ότι θα διανοηθούν έναν ορισμός ομορφιάς και αλήθειας, αντάξιο ανθρώπου. Μπορούν όμως να περιγράψουν τα ανθρώπινα απόβλητα του αμερικανικού ονείρου, το δηλητήριο και την καταστροφικότατα του άνευ όρων και ορίων ανταγωνισμού, την επιχειρηματική πλεονεξία και το διάτρητο – σαν το δολάριο – μύθο του αυτοδημιούργητου φτωχοδιαβόλου. Σ’ αυτή την περιγραφή ο Μάμετ πρωτεύει. Ξέρει να πουλάει. Και επιπλέον, κάτι πρωτοφανές για την αμερικανική ηθική, λέει την αλήθεια για αυτό που πουλάει. Το θέμα είναι να ξέρουμε τι αγοράζουμε εμείς και να μας ενδιαφέρει το εμπόρευμα.
Μια που η γηραιά Ευρώπη πρέπει επειγόντως να πάρει μαθήματα συμμοριακής απληστίας και πολέμου της ζούγκλας, η τεχνική των πωλήσεων και τα κλειδιά της, τα κόλπα και ιδιαίτερα τα μουσικά της αντικλείδια, φαίνεται ότι μας ενδιαφέρουν. Περισσότερο βέβαια μας ενδιαφέρει αυτό που ονομάζουν καταγγελία, μόνο που η λέξη είναι βαρύγδουπη για ένα συγγραφέα σαν τον Μάμετ, ξεμπρόστιασμα θα έλεγα καλύτερα, απογύμνωση και κανιβαλισμός. Και το εξαιρετικό στην περίπτωση του έργου είναι ότι όλα αυτά που συμβαίνουν στο κτηματομεσιτικό γραφείο, ανάμεσα στους πωλητές, η ηθική της κομπίνας που βαφτίζεται επιχειρηματική αρετή, οι μαχαιριές μέχρι το κόκαλο και η λύσσα για το καλύτερο κομμάτι από τα κλοπιμαία, όλα αυτά δεν αναιρούν την πίστη του συγγραφέα στη δύναμη της βούλησης, ούτε υποσκάπτουν την πεποίθηση του για μια αλληλεγγύη στον ανταγωνισμό!
Η παράσταση
Δραματουργικά αυτό είναι άλλωστε το μεγαλύτερό του επίτευγμα: η συνενοχή δηλαδή ανάμεσα σ’ αυτούς που πωλούν άχρηστα κομμάτια γης, σαν μετοχές μιας μεγάλης απάτης. Όμως η απάτη είναι μικρή και συνηθισμένη και χρειάζεται μεγάλος μόχθος για να ξεπουλήσεις τα τελευταία ρετάλια ενός ονείρου με ημερομηνία λήξης. Η σπασμένη γλώσσα του Μάμετ, η κάπως ασυνάρτητη επιθετικότητά τους, ο κρυμμένος λυγμός, η σκεπασμένη κραυγή, αυτό το πράγμα μαρτυρούν. Και αυτό το σεβάστηκε και το ανέδειξε ο μεταφραστής Δημήτρης Τάρλοου. Το εγκώμιο του μόχθου που χρειάζεται για να στεριώσει η συνενοχή και συνάμα αυτό που διαλύει τον ιστό της, δηλαδή η ατομικότητα των ανταγωνιστικών επιδιώξεων βρέθηκαν στον επίκεντρο της σκηνοθεσίας του Στάθη Λιβαθινού, που για μια ακόμη φορά έδειξε οξυμένα αντανακλαστικά στις ιδιαιτερότητες του κειμένου, προλογιακή ακρίβεια στις μεταπτώσεις της πλοκής και μεγάλη προσοχής στη μεταφορά της άγριας – και ιδιωματικής – γλώσσας των συναλλαγών στον Έλληνα θεατή. Ο Λιβαθινός αντιλήφθηκε τη σύγχυση που μπορεί να προκαλέσει ένα τέτοιο έργο, γι’ αυτό το σκηνοθέτησε καθαρά σαν σκακιστικό θεώρημα. Συνηγόρησε στην απλή σκηνογραφική γραμμή που έδωσε στο χώρο η Ελένη Μανωλοπούλου, ενέταξε αρμονικά τη μουσική του David Lynch στην παράσταση και παρέταξε τους παίκτες του σε άψογη παράταξη μάχης.
Οι πρωταγωνιστές
Ο Γιώργος Κέντρος, στο ρόλο του σκληροτράχηλου Ρόμα, έδειξε όλα τα πλεονεκτήματα της επιθετικής στρατηγικής με την κόψη της ειρωνικής του ερμηνείας. Ο Αλέξανδρος Μυλωνάς, μετρ των υπαινιγμών, κινήθηκε σε πιο βαθιά παραπλανητικά νερά κι έπλασε ένα Μος στο όριο φάρσας και πλεκτάνης. Ο Δημήτρης Καταλειφός ενσάρκωσε έναν Λεβίν στην προσπάθεια της έσχατης αναλαμπής πριν από τη πτώση του και ερμήνευσε άψογα την καταρράκωση της αυτοπεποίθησης του ήρωά του. Ο Αρτό Απαρτιάν έχτισε, από το τίποτα σχεδόν, έναν εξαιρετικό ρόλο που αποτελεί κόσμημα υποκριτικού ήθους για το θέατρό μας. Ο Γιώργος Μακρής υποδύθηκε με αφέλεια και ένταση τον εξαπατημένο Λινγκ. Ο Ανδρέας Νάτσιος ενσάρκωσε τον ντεντέκτιβ Μπέκλεν με προσποιητά χοντροκομμένος ήθος.
Λογοθέτης Ηρακλής «Οικόπεδα με θέα (****)», Αθηνόραμα